Θα δείξω για πρώτη φορά έναν πίνακα* αντί για μια δική μου φωτογραφία. Γιατί για πρώτη φορά είδα να αποδίδεται τόσο σωστά το ελληνικό φως, ‘‘το αγγελικό και μαύρο φως’’ της Ελλάδας. Μέσα σε κάθε καλοκαιρινή ευτυχία, κάτω από το γαλάζιο και το κίτρινο, υπάρχει πάντα κάτι μαύρο.
Δύο άντρες και μια γυναίκα γύρω από ένα πινάκιο όπου παίζεται, ως συνήθως, η προσωπική μοίρα τους. (Κι όποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό, την επόμενη φορά, ας παρατηρήσει καλύτερα την έκφραση του ηττημένου.) Το παιχνίδι άραγε τους ενώνει ή τους συγκρατεί σε μια σχέση σύγκρισης και σύγκρουσης; Σύγκριση και σύγκρουση του παλαιού με το νέο, του νεαρού με τον ωριμότερο συμπαίκτη – αντίπαλο πάνω στην συγκυρία της καλοκαιρινής συνάντησης.
Από τη μια το κασόνι κι από την άλλη η πλαστική καρέκλα. Ο άδειος τενεκές ενός εκλεκτού περιεχομένου εν είδει τραπεζιού. Το τάβλι, αυτό το υποτιμημένο παίγνιο, πολύ πιο ταιριαστό στην ανθρώπινη φύση απ’ ό,τι τα χαρτιά (της Τύχης) ή το σκάκι (της Πρόγνωσης). Η ζαριά σημαδεύει τη Γυναίκα που μάλλον έχει αποφασίσει. Το ένα, μάλιστα, ζάρι –αιωρούμενο στο σκοτάδι που ξεχύνεται ανάμεσα στα πόδια Της– είναι σαν να ισορροπεί ανάμεσα στην ομορφιά και στην κτήση.
Μια στιγμή που γίνεται μαρτυρία μιας εποχής μετάβασης, όπως είναι –από υπαρξιακή άποψη– κάθε εποχή, ανεξάρτητα από πολιτικά γεγονότα ή ιδεολογικά ρεύματα.
Ο πίνακας δείχνει με μεγαλύτερη ένταση και ευκρίνεια απ’ ό,τι κάθε φωτογραφία, αυτό που είναι γραμμένο κάτω από το φως: την αγάπη των μορφών, την οικειότητα των πράξεων, την απλότητα του μοιραίου, την απόλυτη χρωματική ισορροπία (το θριαμβικό κόκκινο κατάστικτο από το αστικό πουά), την δραστικότητα της όλης σύνθεσης.
* Ο πίνακας με τον τίτλο «Τάβλι» είναι της Δάφνης Πετροχείλου, μιας εξαιρετικής ζωγράφου που ζει στα Κύθηρα και εκθέτει στο πέτρινο θεατράκι στο Καψάλι.