Kατάφορτοι αμπελώνες, φρούτα των εσπερίδων
κι ο νοτιάς μυρωμένος γλείφει το ρόδι των κοριτσιών.
Το νεκροσέντονο λευκό στρωμένο με λουλούδια
κι ο νεκρός τριγυρνά στα περβόλια κάτ’ απ’ το σεληνόφως.
Πρώτη καμπάνα των παθών – Νύχτα της Ισπανίας.
Κανείς δεν ξέρει πώς να ζει σε τούτο τον αιώνα.
Ξάφνου σηκώνεται η σκηνή. Πρέπει να γεννηθείς
κι αν κλαις μεγάλο θρήνο για τον ταυρομάχο, κοίτα!
χιλιάδες ταύροι σφαδάζουν και πάλι στην αρένα:
Γκουέρνικα – Τολέδο – Καταλωνία – Γρανάδα.
Κάτω από κάθε ελιά ένα χωριό ασβεστωμένο
κάτω από κάθε λέξη κι ένα σπίτι ορφανό,
μα εσύ κοιμάσαι ήσυχα με το πουκάμισό σου κιόλας λαβωμένο
και με που δεν θα γεννηθούν στίχους μες στα όνειρά σου.
Αιμάτινο τριαντάφυλλο το ιβηρικό σου στήθος.
Αχ! μαύρη μάνα μου, καλή αδελφή μου
ωραίο στόμα πικρόλαλο και αίμα της φωνής μου,
δεν θέλησα την σιωπή μα ούτε τις υλακές τους.
Πουλιά, κορίτσια, άνεμοι της Ανδαλουσίας, σωπάστε!
Γλυκοχαράζει το άγιο φως – το σκληρό φως του Αυγούστου…
TΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ
Της ελιάς.
Των χόρτων των ξερών.
Των κίτρινων του τζίτζικα.
Της ελιάς
Των στεναγμων της θαλασσας των βραδινών.
Των σπόρων του ανέμου.
Των ξέφραγων αμπελιών.
Της ελιάς.
Της πέτρας της λαυρακωμένης
Της δροσιάς του αχινού
Της ελιάς.
Του καλοκαιρινού χειμώνα,
του ελαιώνα και των αλωνιών,
του λιχνοστάτη,
του αλόγου,
του εμφύλιου.
Μάνα μου..