Περίληψη προηγουμένων:
Προς μεγάλη τέρψη των αποδημητικών που σε λίγο θα έφευγαν προς την Αφρική, τα Κύθηρα μετακινούνται προς Νότον. Η τιτανομαχία Σούπερ Κάθι-Κατρίν λήγει με την Κάθι λιπόθυμη στην αγκαλιά του Σούπερ Κασιμάτη. Μια μυστηριώδης μουσική πλανάται πάνω από το νησί.
…………………………………………………..
Ο Μπάμπης άνοιξε το θερμός κι έβγαλε ένα ακόμη κουτάκι μπύρα. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Δεν είχε πιάσει ακόμη κανένα ψάρι αλλά δεν τον ενδιέφερε. Οι ώρες που περνούσε μόνος μέσα στη βάρκα του ήταν για εκείνον μία απόδραση από τη γκρίνια της γυναίκας του και τη μίζερη καθημερινότητα του σαν εργαζόμενος στη Μεσοδημοτική Επιχείρηση Φωταερίου. Μπροστά του η Χύτρα (η ορίτζιναλ) και οι Χύτρες 2, 3 και 4 συνέθεταν έναν καμβά που τον ηρεμούσε όσο τίποτε άλλο. Όμως… Γιααα ένα λεπτό..
Ο Μπάμπης γύρισε να δεί τι ήταν αυτό που πάφλαζε πίσω του και αυτό που είδε έκανε το κουτάκι της μπύρας να πέσει από τα χέρια του. Μπροστά του ορθωνόταν το Κάστρο της Τσιριγοντίσνευ (χτισμένο στη θέση του ανατιναγμένου Ενετικού κάστρου όπως θα θυμάστε). Στα δεξιά ο φάρος του Καψαλιού έσκιζε τα κύματα αγέρωχος ενώ οι γλάροι ενθουσιασμένοι από την αυξημένη κινητικότητα της ακτογραμμής έκρωζαν χαρωπά κάνοντας τον υπεύθυνο για τα ηχητικά εφέ της σειράς Super K να ξύνει το κεφάλι του προβληματισμένος για το πως θα μπορούσε να το αποδώσει χωρίς να χάσει σε χαρακτήρα και αναγνωρισιμότητα. Ο Μπάμπης έβαλε μπρος τη μηχανή σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει τη σύγκρουση όμως πριν προλάβει να πει «Μυρτιδιώτισσα!» η βάρκα του γινόταν συντρίμμια καθώς τη συναντούσε με ορμή ο μώλος του Καψαλιού Ο Μπάμπης βρέθηκε στη θάλασσα παλεύοντας με τα ταραγμένα νερά καταφέρνοντας να αρπαχθεί από έναν βράχο λίγο πριν καρφωθεί πάνω στο υδραγωγείο που τον πλησίαζε με ταχύτητα. Πριν προλάβει να συνέλθει λιγο συνειδητοποίησε έντρομος πως η πορεία του νησιού περνούσε πάνω από τις Χύτρες και πως ο βράχος από τον οποίο είχε γαντζωθεί κεντράριζε τον μεγάλο γερανό του εργοταξίου του υπό κατασκευήν ιχθυηλεκτρικού εργοστασίου. Έκλεισε τα μάτια περιμένοντας να έρθει το μοιραίο, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε ένα τράνταγμα και τη φυγόκεντρο να στέλνει τα εντόσθιά του πρός τα αριστερά και το μεσημεριανό του ξανά στο στόμα. Ο φάρος πέρασε ξυστά μπροστά από τη Χύτρα και ο βράχος πάνω στον οποιο είχε γαντζωθεί έξυσε ελαφρά τον γερανό. Όλο το νησί φαινόταν να έχει μπατάρει από την ανατολική πλευρά καθώς έστριβε απότομα πρός τα δυτικά. Ο Μπάμπης έπαψε να προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει και αποφάσισε πως η απώλεια αισθήσεων θα ήταν η καλύτερη λύση, κι έτσι ευτυχής και αρτιμελής λιποθύμισε.
Την ίδια στιγμή ο Βιτσέντζος Κορνάρος (το πλοίο, όχι ο ποιητής είπαμε) που κατεδίωκε το νησί με τον πυρηνικό αντιδραστήρα να δουλεύει στο φουλ είχε καταφέρει να το πλησιάσει και ετοιμαζόταν να μπεί στο Διακόφτι με τιμή και δόξα είδε ξαφνικά το λιμάνι να χάνεται πάλι από μπροστά του στρίβοντας και αυτό προς δυσμάς τόσο απότομα που ένας βροντόφωνος λιμενικός βρέθηκε στη θάλασσα χωρίς να προλάβει να φορέσει τα μπρατσάκια του. Θα είχε πνιγεί χωρίς άλλο αλλά ως εκ θαύματος βγήκε στον αφρό ένα τεράστιο μπαρμπούνι που τον πήρε στη ράχη του. Φάνηκε πως είχε σωθεί, αλλά το μπαρμπούνι του έθεσε σαν όρο να τραγουδήσει τον ύμνο του Παναθηναϊκού. Δυστυχώς ο αγνός αυτός γαύρος δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ και ενώ (ευτυχώς) δεν υπέκυψε στο τραύμα που προκλήθηκε δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να μιλήσει κανονικά και μιλούσε μόνο μωρουδίστικα. Τι τα θέλεις, όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή.
Ο καπετάνιος του Κορνάρος πάτησε με όλη του τη δύναμη το φρένο βλαστημώντας. Τα λάστιχα έτριξαν. Οι επιβάτες κουτρουβαλιάστηκαν για να βρεθούν ένα κουβάρι στο σαλόνι της πρώτης θέσης ενώ οι νταλίκες τσουγκρίζανε σαν συγκρουόμενα στο αμπάρι του πλοίου.
Μα τι στη ευχή είχε κάνει το νησί να κάνει τέτοια απότομη στροφή; Δεν φτάνει πού αρμενίζει στα πέλαγα σαν τραχαντήρι τώρα κάνει και φιγούρες και κόλπα σαν νεόκοπος σέρφερ απο τον Καραβά; Υπάρχει κανείς που να ξέρει τι σκατά έχει συμβεί; Ίσως…
Στα Κασιματιάνικα ένα τσούρμο γάτες είχε μαζευτεί κάτω από τον μεγάλο πλάτανο της κεντρικής πλατείας, ρωτώντας η μία την άλλη τον σκοπό της συγκέντρωσης χωρίς καμμία να έχει την απάντηση. Τη συζήτηση διέκοψε η εμφάνιση ενός επιβλητικού αιλουροειδούς:
«Μάγκες, έχουμε θέμα» είπε η Φιφίκα ανεβαίνοντας σε ένα κλαδί.
«Τι έγινε αρχηγέ;» ρώτησαν με μια φωνή οι συγκεντρωμένες γάτες.
«Έσπασε η μία άγκυρα και το σκάφος βολοδέρνει.»
«Ωωωωωωω!»
«Ευτυχώς η άλλη κρατάει ακόμη, αλλά πρέπει να λάβουμε μέτρα. Κηρύσσω το σκάφος σε κατάσταση ερυθρού συναγερμού. Όλοι στις θέσεις σας άμεσα. Σταθεροποιούμε το σκάφος και μετά…»
«Μετά τι αρχηγέ;»
«Μετά πάμε σπίτι μας»
«Ζήτωωωω!!!!!!»
«Αφήστε τις ζητωκραυγές και τα πανηγύρια για αργότερα. Την προσοχή σας παρακαλώ. Ύπαρχε, άναψε τον προτζέκτορα.»
«Μάλιστα καπετάνιε»
«Προσέξτε λοιπόν: Βλέπουμε εδώ στον χάρτη τις θέσεις όπου έχουμε ποντίσει τις άγκυρες. Η πρώτη εδώ έξω από το Μουδάρι έσπασε με αποτέλεσμα τα Κύθηρα να ξεκινήσουν πορεία προς νότον»
«Ναι αρχηγέ αλλά τώρα πάμε δυτικά» αντέτεινε δειλά ο Φουφούλης.
«Το ξέρω Φουφούλη» είπε με βιτριολικό ύφος η Φιφίκα. «Ο λόγος που το σκάφος άλλαξε πορεία είναι επειδή η δεύτερη άγκυρα πού βρίσκεται ποντισμένη έξω από τον Λιμνιώνα άντεξε και λειτουργεί σαν σταθερό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται το σκάφος. Είναι άγνωστο όμως πόσο ακόμη θα αντέξει, γι’αυτό πρέπει να δράσουμε γρήγορα πρίν βρεθούμε σε πορεία σύγκρουσης με την αφρικανική ήπειρο. Δεν νομίζω πως θα το αντέξει αυτό το γέρικο σκαρί μας…» ολοκλήρωσε την ομιλία της η Φιφίκα προβληματίζοντας τις συγκεντρωμένες γάτες και τον Μάνο τον Δημοσιογράφο που μεταμφιεσμένος σε γάτα Αγκύρας παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα μη πιστεύοντας αυτά που ζούσε.
……………………………………………………
«Ορίστε μας! Αποκτήσαμε και Χύτρα στην Αγία Πελαγία…. Κι όχι μία, τέσσερις. Κανονικά εδώ μπροστά φαινόταν ο καβοΜαλιάς» είπε ο Βάγγος ο Ερημίτης. «Νάτος! Εκεί στα βόρεια, φαίνεται ακόμα!» είπε δακρυσμένος δείχνοντας σαν να τον αποχαιρετούσε.
«Πάμε να σας εγκαταστήσω και να φύγω» είπε, γύρισε την πλάτη στη θάλασσα και άρχισε να κατεβαίνει προς το σπιτάκι, ένα κόσμημα από πέτρα και ξύλα ναυαγίων. Στην πεζούλα απέξω κοιμόταν ακουμπισμένη η Κάθι. Μόλις φτάσανε, άνοιξε την πόρτα, μπήκε, πήρε κάτι και βγαίνοντας τους αποχαιρέτησε. «Λοιπόν Μάνο σας αφήνω τώρα. Σπίρτα έχει στο ματζιπέτι στο τζάκι. Με το νερό λίγο οικονομία, έχει δηλαδή η στέρνα αλλά δεν ξέρεις καμιά φορά. Σήμα για το κινητό δεν έχει πουθενά από δω μέχρι το Βύθουλα, πρέπει να βγείς πάνω στον Ξεστράτηγο. Ότι κι αν χρειαστείς με παίρνεις».
«Ευχαριστώ ρε Βάγγο, με σώζεις ρε φίλε» είπε ο Μανώλης ειλικρινά συγκινημένος.
«Έλα ρε φίλε τώρα. Ξεχνάω νομίζεις όσα κάνατε με τη Τζέσσικα για μένα στο Falls Creek Alpine Resort στην Αυστραλία;»
«Ψωμί κι αλάτι ρε φίλε…..»
«Ψωμί κι αλάτι. Τι να κάνει τώρα αυτή η ψυχή;»
«Δεν ξέρω, έχουμε χαθεί μαθές».
«….»
«….»
«Καλά φίλε, είπαμε, ότι θέλεις μη διστάσεις. Η κοπελιά είναι σίγουρα εντάξει;»
«Ναι μωρέεε, μια ζαλάδα ήτουνα, σα να της επέρασε κιόλα»
«Γειά σου Μανώλη»
«Γειά σου Βάγγο, φχαριστώ»
Ο Μανώλης βρέθηκε μόνος του με την Κάθι, στο απόμερο καλύβι του μόνου του φίλου στον Έξω Δήμο. Νόμιζε οτι ζει σε όνειρο. Χάθηκε ο χρόνος, ξέχασε τον πόλεμο, τον Χαρούπη, την Κατρίν, όλα, όλα, όλα.
Έσκυψε από πάνω της και της ψυθίρισε τρυφερά (και ολόγον μεσαρίτικα) : «Αγάπη μουου». Η Κάθι αναστέναξε, μέσα στο λήθαργό της σαν να τον αναγνώρισε και να χαμογέλασε, ύστερα πήρε μια έκφραση απέραντης γαλήνης και ξανακοιμήθηκε στο μπράτσο του, απολαμβάνοντας το αεράκι που της χάιδευε το πρόσωπο. Ο Μανώλης έμεινε ακίνητος. Τέσσερις ώρες αργότερα –απόγευμα πια- και αφού το χέρι του είχε ξεραθεί αναγκάστηκε να το τραβήξει και μόλις αυτό απέκτησε πάλι φυσιολογικό χρώμα και άρχισε να νιώθει, έβγαλε το κινητό του και κίνησε να βρει σήμα. Ανέβηκε στη παλαιό εκκλησάκι και κάλεσε τον Γαβρίλη Κασιμάτη. Το τηλέφωνό του χτύπησε αμέσως και στο ηχείο ακούστηκε η διασκευασμένη για άρπα και όμποε εκτέλεση της «Πορτοκαλιάς του Καραβά».
«Έλα Μανώλη! Που είσαι παιδί μου;»
«Δάσκαλε. Θέλω τη βοήθειά σου πιο πολύ από ποτέ. Άκου γρήγορα γιατί δεν έχω πολύ μπαταρία και δεν έχει ρεύμα εδώ.»
Του τα είπε όλα. Με τραγικές άχρηστες λεπτομέρειες και παράλειψη των πιο σημαντικών. Αλλά το χειρότερο, αλλιώς από ότι έγιναν. Ο Γαβρίλης, έμπειρος γαρ, το κατάλαβε και τον έβαλε να επαναλάβει τα ακατανόητα τουλάχιστον κομμάτια. Ο Μανώλης το έκανε ξανά και ξανά ώσπου ο σοφός φίλος του να συνδέσει τις χαώδεις πληροφορίες στο πιο πιθανό σενάριο. Μετά απο 45 λεπτά ο Γαβρίλης είπε:
«Λοιπόν, για να ανακεφαλαιώσουμε, η Ελεωνόρα Κάθι-Τολστόη είναι μια χοντρή μαρξίστρια αρχιτεκτόνισσα που διέλυσε το παρθεναγωγείο «Υάκινθος» επειδή ήθελε να συλλάβει τη γυναίκα σου, σωστά;»
«Σωστά» μουρμούρισε ο Μανώλης χωρίς να είναι απολύτως βέβαιος.
«Μάλιστα» είπε προβληματισμένος ο Γαβρίλης. «Ήταν κανείς άλλος εκεί;»
«Όχι, κανείς!» είπε απολύτως σίγουρος αυτή τη φορά ο Μανώλης.
«Μάλισταααα…. Λοιπόν με ακούς;»
«Ναι.»
«Εσύ είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης!»
Ο Μανού ο Τίγρης ήταν πολύ πιο σαφής ομιλητής. Σε 5 λεπτά, όλα είχαν ξακαθαρίσει.
«Πρέπει να την κάνεις να θυμηθεί Μανώλη. Πρέπει να βρει τις δυνάμεις της, μαζί ίσως μπορείτε να κάνετε κάτι για να σταματήει αυτό το κακό, εδώ στον Avlemonas μας έχει φάει η αρμύρα με όλο το κύμα που μας έρχεται πρώρα».
«Α, Γαβρίλη! Θυμήθηκα. Κουβαλούσε μαζί της κι ένα usb stick.»
«Ίσως είναι η μνήμη της. Το λαμόγιο ο Γ! Πάω στοίχημα οτι με το που έφτιαξε καινούργια σουπερ-ηρωίδα θα απενεργοποίησε την Κάθι… Ναι, βέβαια! Αυτό έγινε. Κοίτα, αν δεν ξυπνήσει ίσως πρέπει να βρεις που μπαίνει αυτο το στικάκι.»
Ο Σούπερ Κασιμάτης θα είχε κοκκινίσει 30 φορές αλλά ο Μανού ο Τίγρης δεν μάσησε.
«ΟΚ. Καμία ιδέα;»
«Θα πρέπει να ψάξεις. Έλα που δεν θέλεις…» τον πείραξε ο Γαβρίλης.
«Εντάξει Δάσκαλε, σε αφήνω».
«Καλή τύχη αγόρι μου. Α! Περίμενε! Σκέφτηκα κάτι. Το στικάκι μάλλον μπαίνει στο μ…» πρόλαβε να πει ο Γαβρίλης, πριν το κινητό μείνει από μπαταρία.
Κατηφορίζοντας προς το σπιτάκι και με το usb στο νου ο Μανού κοντοστάθηκε. Η ίδια μουσική ξανακούστηκε. Δυνατότερα αλλά ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει από που ερχόταν. Γύρισε σκεπτικός, έριξε μια ματιά στην κοιμισμένη Κάθι κι έγραψε σε ένα χαρτάκι: «Βάλε το usb στο μ…», το άφησε στο κατώφλι με ένα πετραδάκι από πάνω να μην το πάρει ο αέρας και χάθηκε στα βάθη του ασυνειδήτου του Σούπερ Κασιμάτη. Δεν άντεχε τα ρομάντζα.
…………………………………………………….
«Μάτια μου, πρέπει να ξυπνήσεις» της είπε ο Μανώλης.
«Αχ λίγο ακόμα καλέ κύριε» είπε αυτή και έψαξε το μπράτσο του.
Ο Μανώλης δεν έπεσε στην παγίδα αυτή τη φορά. Την έπιασε, την τράνταξε και της είπε λιγότερο τρυφερά: «Ξύπνα Κάθι! Έχουμε δουλειά»
Αυτή ανακάθισε στο πεζούλι. Της πήρε λίγη ώρα να ανοίξει τα μάτια. Τελικά τα κατάφερε, τον κοίταξε και ρώτησε: «Ποιός είστε; Που είμαι;»
«Κάθι μου» είπε με απελπισία αυτός «εγώ είμαι, ο Μανώλης σου!»
«Σας πιστεύω κύριε αλλά δεν θυμάμαι τίποτα.»
Πήγε να την αγκαλιάσει αλλά μόλις είδε οτι αυτή τραβήχτηκε τα έχασε και πήγε παραδίπλα απεγνωσμένος. «Τι να κάνω;» αναρωτήθηκε.
«Συγνώμη κύριε, υπάρχει πουθενά τουαλέτα;» ρώτησε η Κάθι που ένιωθε το μακιγιάζ της σε κακό χάλι.
«Ε… ναι, κειδαέ» της έδειξε στο βράχο λίγο πιο πάνω μια κατασκευή με καλάμια και λαμαρίνες.
Η Κάθι φρικάρισε.
«Εχμ, αφήστε… μπορώ μήπως να μπω για λίγο στο σπίτι ;» είπε σκεπτόμενη οτι όλο και κάποιος καθρέπτης θα υπάρχει.
«Και το ρωτάεις;» είπε ο Μανώλης.
«Εδώ κύριε έχει ένα σημείωμα» είπε η Κάθι μπαίνοντας. Ο Μανώλης πήρε το χαρτάκι και θυμήθηκε. Πρέπει να της βάλει το usb στο μ…. Κοκκίνησε.
Ήλπιζε «μ» να σημαίνει μάγουλο, αλλά δεν το πολυπίστευε. Τα άλλα που έβρισκε τα απέρριπτε είτε για τεχνικούς λόγους (πως θα έμπαινε ένα στικάκι στο ματόκλαδο πχ;), είτε για αισθητικούς (μπούτι, μαστοί, κλπ).
Μετά από 15 βασανιστικά λεπτά η Κάθι βγήκε περιποιημένη, πανέμορφη και κυρίως, γλυκειά. Κορίτσι μόνο στην ερημιά, δεν ένιωθε κανέναν φόβο κι είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί αυτό τον άγνωστο που της ήταν τόσο συμπαθής. «Κύριε, είμαι πρόθυμη να κάνω ότι μου πείτε αν αυτό θα βοηθήσει να επανέλθει η μνήμη μου».
Ο Μανώλης πήρε θάρρος, της έδωσε το στικάκι και –κακώς- χωρίς δεύτερη σκέψη είπε:
«Μποράεις να βάλεις αυτοδά στο Μ σου;»
Η Κάθι έμεινε αποσβολωμένη να τον κοιτάει.
«Ίντα;» ρώτησε αυτός.
«Τ… τι είπατε;»
«Aυτοδά πρέπει να είναι η μνήμη σου αλλά δεν ξέρω που να το βάλω» της εξήγησε κοιτώντας την επίμονα στα μάγουλα.
«Η μνήμη μου; Και τι είμαι, κομπιούτερ;» ρώτησε προσβεβλημένη.
«Όχι καρδιά μου. Είσαι η Σούπερ Κάθι. Πετάεις ανε θέλεις.»
«Πετάω;»
«Αμέ. Κι εγώ πετάω αλλά μέχρι τα Δόκαναα, μετά πέφτω»
«ΟΚ» είπε η Κάθι ψάχνοντας από που να φύγει.
«Σε παρακαλώ Κάθι. Ξέρω οτι αυτά σου φαίνονται παλαβάδες αλλά κάνε μου μια χάρη, ναι;»
«…»
«Μπορείς να ψάξεις μήπως αυτοδά μπαίνει κάπου;»
«Μα τι λέτε!»
«Σε παρακαλάω»
«Μα είναι δυνατόν;»
«Σε παρακαλάω»
«Μα που να μπαίνει;»
«Δεν ξέρω. Σε παρακαλάω!»
Η Κάθι τον κοίταξε. Της φαινόταν οτι τα πίστευε αυτά που έλεγε.
«Σε παρακαλάω Κάθι μου!»
«Μα ακούτε τον εαυτό σας; Είναι δυνατόν να έχω…. υποδοχή usb; Και έστω οτι είχα: δε θα την είχα δει;»
«Δεν ξέρω μάτια μου, δεν ξέρω, καλά τα λέεις… απλά αυτή είναι η τελευταία μας ελπίδαα. Μήπως είναι κάπου που δεν φαίνεται;» Πήγε να πει «Κάπου που αρχίζει από Μ» αλλά –σωστά- κρατήθηκε.
«ΟΚ λοιπόν κύριε. Ας ψαχτώ να σας κάνω το χατήρι» είπε και κινήθηκε νευρικά προς την κατασκευή που εκτελούσε χρέη τουαλέτας, άνοιξε κάτι σανίδες που εκτελούσαν χρέη πόρτας και μπήκε μέσα.
Πέρασαν λίγα λεπτά που ο Μανώλης άκουγε τα εκνευρισμένα μουρμουρητά της. Μετά ακούστηκε ένα «Α! Αάαα!» και μετά σιωπή. Η πόρτα άνοιξε και η Κάθι βγήκε τρεκλίζοντας. Κάτι είχε συμβεί. Περπάτησε μηχανικά, κατέβηκε, στάθηκε όρθια μπροστά (και κάτω) από το Μανώλη, σταύρωσε τα χέρια και έμεινε ακίνητη.
Το autorun έκανε τη δουλειά του. Ακούστηκε το πρώτο μπιπ, μετά το τροφοδοτικό άρχισε να βουίζει, οι σκληροί δίσκοι άρχισαν να περιστρέφονται σαν τρελλοί, η motherboard πήρε φωτιά. Ύστερα πάλι ησυχία, ύστερα ακούστηκε ένα «welcome Super Kathy» και ύστερα τον ρώτησε: «Να μεταφέρω τα αποθηκευμένα δεδομένα στο σύστημα;»
«Ε…ναι» είπε αμήχανα αυτός.
«Press any button» του είπε και περίμενε κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ίντα;» ρώτησε αυτός αλλά αμέσως κατάλαβε. Της έδωσε ένα φιλί. Τίποτα. Της πάτησε το πόδι. Η εγκατάσταση ξεκίνησε.
17 λεπτά αργότερα η Κάθι του είπε: «Αγάπη μου! Τα θυμάμαι όλα! Μα πως με αφήνεις και κυκλοφορώ με αυτό το σκισμένο τζάκετ;»
Στο επόμενο: Οι σούπερ ήρωες ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ αναλαμβάνουν δράση. Αυτό οπωσδήποτε μη το χάσετε, σοβαρά τώρα!
.