Πόσες φορές ο άνθρωπος του αρχιπελάγους κοιτούσε τη μαγευτική θάλασσα, την θέα της ομορφιάς κατά το δειλινό, λες και ήσαν φίλοι ερωτευμένοι από καιρό και είχαν εξομολογηθεί τον έρωτα, ελεύθεροι και σκλαβωμένοι ο ένας στον άλλον. Μέσ’ από χίλια χρώματα πρόβαλλαν εικόνες, σχήματα, πρόσωπα όλων των εποχών και όλων των στιγμών που ζήσανε. Τον μάγευε όμως πιο πολύ αυτό το γαλανό, αυτό το βαθύ βλέμμα της που το κοιτούσε και τον κοιτούσε για ώρες, κρυσταλλωμένο μες στα υγρά, ερωτευμένα, μεγάλα μάτια της και πολλές φορές ανέβαιναν στην επιφάνεια φυσαλίδες χρυσές κι αργυρές που μια γίνονταν γαλάζιες, μια πράσινες πέρλες και διαμάντια διάφανα που την στόλιζαν σαν νύφη του Αιγαίου.
Πολλές φορές όταν κάθονταν έτσι, ολόκληροι μέσα στο βλέμμα τους και μόνοι, έφευγε η απεραντοσύνη κι έμενε μια μικρή λίμνη που τον ζωγράφιζε ζωντανό και όμορφο με τα πανέμορφα χρώματά της, που τον έκανε δικόν της και τον φυλάκιζε μες στην κλειστή αγκαλιά της. Μια ζωή μαζί της, σαν μικρό παιδί απολάμβανε όλα της τα χάδια και τις χαρές σε κάθε στιγμή, διατί αυτά τα δύο όντα, η Θάλασσα και ο Άνθρωπος, ήσαν για μια αέναη στιγμή αδιαχώριστα. Είχαν γεννηθεί, καθώς φαίνεται, μαζί και είχαν να ζήσουν έτσι μαζί, στο κρυφό περιβάλλον του κλειστού όρμου με τους γύρω λόφους και τον ήλιο να τους φωτίζει.
Με αυτή την συντροφιά, όλα πλέον ήταν ελεύθερα κι ένοιωθε ανάλαφρος να πετάξει σαν πουλί πάνω από το ανοιχτό πέλαγος, πέρα από τη μικρή λίμνη του, στην απεραντοσύνη του ορίζοντα που τους έκλεινε τη ματιά και τους έκρυβε την αντιόχθη της άλλης ζωής. Με όλο το ερωτευμένο συναίσθημα του νησιού ατένιζε τους ανοιχτούς ορίζοντες της ανατολής και ζούσε φίλος πρωινός μαζί τους. Είχε αρμενίσει και με καιρούς που μαίνονταν και που τον λύτρωναν και τον έκαναν φίλο του πελάγους.
Το λιμανάκι το απάνεμο ήταν ο σταθμός του, εκεί δεν μπορούσε να τον φτάσει κανένα κακό, αυτόν τον άνθρωπο του Αρχιπελάγους στο μακρόχρονο ταξίδι του που από παιδί έφευγε πετώντας ψηλά στους ουρανιώνες της δύσης και της ανατολής. Ήταν πουλί, γλάρος λευκός που είχε διασχίσει τους καταγάλανους ουρανούς, που είχε ταξιδέψει σε όλα τ’ άγνωστα μέρη, ένας πτερωμένος οδοιπόρος που κάθε βράδυ έφευγε στα άστρα, αυτά τα φαναράκια του απείρου που τον έχριζαν πρώτον σκεπτιστή των ουρανών. Ήταν στ’ αλήθεια ώρες, που όπως στα όνειρα πετάει κανείς και σπάζει τ’ αδιέξοδα της πραγματικότητας, έτσι πετούσε ο άνθρωπος του Πελάγους στο χάος, πρώτος ονειρευτής και σύντροφος των άστρων.
Είχε κερδίσει την συγκεκριμένη βούληση μέσ’ απ’ τ’ όνειρο της επίγνωσης και μια βεβαιότητα αλλόκοτη, σαν να είχε πραγματικές φτερούγες, φτιαγμένες απ’ τον Ήφαιστο για όλους τους καιρούς. Είχε καταλάβει ότι δεν ήτανε αδύναμος, είχε αποκτήσει την θέληση μεσ’ απ’ την ελευθερία σε αυτό το ασύνορο βασίλειο που είχε όλους τους ορίζοντες στην ανατολή.