Jacques Lacarrière

Tό Ἑλληνικό Καλοκαίρι, 02

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Από κάμποσον καιρό, τα λιγοστά χρήματά μου είχαν κάνει φτερά κι έσπρωχνα τις μέρες πλαγιάζοντας τη νύχτα στο ύπαιθρο όταν δεν μου παρουσιαζόταν καμιά άλλη λύση και τρώγοντας μαύρο ψωμί, ελιές και ντομάτα ή κάνοντας χρήση της φιλοξενίας που συχνά μου πρόσφεραν στα χωριά. Θυμάμαι κυρίως πως όταν γύρισα στην Αθήνα ύστερα από μακριά παραμονή στην Κρήτη, μού ’ρθε αμέσως η επιθυμία να ξαναφύγω. Η Αθήνα είναι μια πόλη που ποτέ δε μ’ άρεσε ή τουλάχιστον ποτέ δε μ’ έκανε να θέλω να ζήσω εκεί. Το φθινόπωρο προαλειφόταν ωραίο και αποφάσισα να πάω στον Άθω προτού ο χειμώνας και τα πρώτα χιόνια κάνουν δύσκολο το ταξίδι. Έμενα, τότε, σ’ ενός έλληνα φίλου αρχιτέκτονα που μόλις είχε γυρίσει από κει. Μού ’δειξε φωτογραφίες και μία απ’ αυτές μου άφησε αλησμόνητη εντύπωση: εικόνιζε ένα μοναστήρι με χοντρούς και ψηλούς τοίχους, φωλιασμένο σε μια απόκρημνη κορυφή, με αναρίθμητες ανεμόσκαλες που γεφύρωναν το κενό σ’ όλο το μάκρος των τειχών. Θά ’λεγε κανείς πως επρόκειτο για θιβετιανό μοναστήρι, για οπτασία που αναδύθηκε μέσα απ’ τη μυθική Ανατολή. Και μόνο που είδα αυτή τη φωτογραφία μού ήρθε η επιθυμία να φύγω για τον Άθω και την άλλη μέρα το πρωί –ένα πρωινό του Οκτώβρη με φως γλυκό και καλειδοσκοπικά χρωματισμένο– στάθηκα στο δρόμο προς την Ελευσίνα.

2016.06.11.1. Μετέωρα (1)

Επωδός των δρόμων, της αβέβαιης ασφάλτου πού ’ναι σπαρμένη με τρύπες και ρωγμές. Ξεπεζέματα σε ταβέρνες φιλόξενες κάτω από κληματαριές με απείραχτο καρπό ή ξερές καλαμποκιές, ενώ πασχίζεις με χειρονομίες να διηγηθείς το ταξίδι σου στον φορτηγατζή που σε πήρε μαζί του. Φορτηγό, παλιό μοντέλο με κινητήρα ξεθεωμένο, οι αρμοί του να τρίζουνε, φορτωμένο έπιπλα σωριασμένα φύρδην-μίγδην, σωστή πρόκληση στους νόμους της ισορροπίας, κι εγώ, πλάι στον οδηγό, κοιτάζω ανάμεσα στη Θήβα, τη Λαμία και τη Λάρισα να παρελαύνουν σειρές τα Κυπαρισσία, τα μπαμπακοχώραφα, η θαμπή ράχη των βουνών και το εκτυφλωτικό τζαμωτό της θάλασσας που λαμπυρίζει μέσα απ’ τις εσοχές της ακτής. Οι ταμπέλες έχουν παντού ονόματα που ανακαλούν μνήμες: Χαιρώνεια, Φάρσαλα, Θερμοπύλες. Κοιμητήρια πεθαμένων μαχών που φυλάγονται από μαρμάρινα λιοντάρια ή από πέτρινες πύλες. Οι στάσεις μας είναι σύντομες. Μια καλημέρα, ένα ούζο, μια καλησπέρα. Έπειτα, ξανά στο δρόμο κι οι σιλουέτες των χωρικών να τρυγάνε το τελευταίο μπαμπάκι απ’ τα χωράφια, να σαλαγάνε τα κοπάδια τους πάνω στην άσφαλτο. Εδώ εκεί, ένα άλογο με κλάπες δεξιά κι αριστερά γυρίζει τη ρόδα μια νορίας. Αμπέλια, ελαιώνες, το χώμα ξερό και κόκκινο, χωράφια αποστεγνωμένα που το γαλάζιο της θάλασσας είναι ανήμπορο να τα δροσίσει. Ατέλειωτες πεδιάδες, και πέρα στον ορίζοντα σού φαίνεται σαν να βλέπεις τη σκόνη που σήκωσαν οι στρατιές του Αλέξανδρου ή του Πομπήιου κατεβαίνοντας για την Αττική. Ύστερα, το βράδυ, μέσα στη λάμψη ενός τεράστιου κατακόκκινου ήλιου, τα άσπρα σπίτια της Λάρισας.

2016.06.11.1. Μετέωρα (2)

Η πόλη της Λάρισας δεν είναι μακριά απ’ τα μοναστήρια των Μετεώρων. Δεν μού ’χε περάσει η ιδέα να πάω αλλά το ίδιο βράδυ συνάντησα ένα φωτογράφο που με φιλοξένησε τη νύχτα, μου μίλησε για τα Μετέωρα όπου πήγαινε συχνά και μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη. Ξύπνησα νωρίς την επομένη κι απ’ τα χαράματα στάθηκα να περιμένω το πρώτο καμιόνι στην έξοδο της Λάρισας. Μια ώρα μετά, τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος έλουζε την κοιλάδα, βρισκόμουν στο Καστράκι, στους πρόποδες των μοναστηριών. Μερικές εκατοντάδες μέτρα απ’ το χωριό, υψώνονταν αγκωνάρια θεόρατα με φόρμες φανταστικές, γκρεμοί φαγωμένοι από τη διάβρωση των υδάτων, σκαμμένοι από μικρούς αυχένες ανάμεσα στα μονοκόμματα βάραθρα των βράχων. Σα στάμπα αποτυπωμένη στην ομίχλη της αυγής, θύμιζαν πέτρινα υφαντά, ακίνητους καταρράκτες, έναν ολόκληρο κόσμο που τον είχε σμιλέψει και λειάνει γιγάντιο χέρι από διάθεση ή ανία. Στην κορυφή ενός βράχου έβλεπε κανείς τις στέγες ενός μοναστηριού, και κατά μήκος του τείχους τη σκάλα λαξεμένη πάνω στην πέτρα. Ξάπλωσα μια στιγμή στο λειβάδι, υγρό απ’ την πρωινή δροσούλα. Κοπάδια προβάτων περνούσαν λίγο πιο πέρα. Ένας σκύλος ήρθε να με μυρίσει. Ο τσοπάνος τού σφύριξε και μού ’γνεψε φιλικά με το χέρι. Εξοντωμένος απ’ το ταξίδι, το πολύ σύντομο αλλά καμωμένο με καμιόνι μέσα στο καυσαέριο του μαζούτ, αποκοιμήθηκα κρατώντας σαν τελευταία εικόνα τις ακτίνες του ήλιου που ανηφόριζε πάνω από τη χώρα της μάγισσας Καραμπός.

[…]

Άθως, Άγιον Όρος. Επί αιώνες υπήρξε ο άγιος τόπος της ορθόδοξης ανατολής, το ιερό βουνό όπου υποτίθεται πως η Παρθένος είχε μυστικό τάφο. Σχεδόν σα νησί, θρυλικό, η θαυματουργή χώρα όπου μοναχοί και ερημίτες ζουν ακόμα έξω από τον κόσμο και το χρόνο. Τότε, η λέξη Άθως μού θύμιζε μόνο μια εικόνα: ένα εναέριο μοναστήρι κρεμασμένο ανάμεσα σε γη και ουρανό, ραβδωμένο από ανεμόσκαλες. Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτό το άγιο βουνό, για την ιστορία του, για τους θρύλους του. Σε αντίθεση προς τις Μυκήνες ή τους Δελφούς ήταν για μένα ένας κόσμος παρθένος, άγνωστος, απροσδόκητος. Κι έτσι μου φάνηκε τα χαράματα της μέρας που έφτασα…

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *