Περίληψη προηγουμένων:
Ο Πιερ ο Πατέντας πέφτει θύμα απαγωγής στο πολυτελές ξενοδοχείο Pierrot Livadi όπου εντελώς συμπτωματικά οι δύο σουπερήρωες έχουν περάσει ένα βράδυ πάθους. Πρωί, 08:34 και η μαύρη λιμουζίνα του Εφραίμ Χαρούπη κατεβαίνει με τις μπάντες τις στροφές κάτω από το Στραπόδι…
…………………………………………………..
Είναι αλήθεια γαλήνια τα πρωινά στο Λιβάδι (με την εξαίρεση αυτού του εκκωφαντικού δεκαπεντάλεπτου λίγο πριν τις 08:00 όταν διέρχονται όλα τα ελικόπτερα που μεταφέρουν τους μαθητές στο γυμνάσιο). Όμως σήμερα στις 08:32 μια ασυνήθιστη κίνηση κατέστρεψε την ησυχία του πρωινού στο Λιβάδι και έκανε το μπαρμπέρη να αγανακτήσει. Ώρα 08:33, ένα λευκό βαν ανεβαίνει με ιλλιγιώδη ταχύτητα την ευθεία της Τσικαλαρίας κάνοντας τα χόρτα έξω από την παιδική χαρά να ανατριχιάσουν στιγμιαία και τους Αφούς Κασιμάτη ΟΕ να ανασηκώσουν με περιέργεια το βλέμμα από τα σχέδια της χιλιοστής επτακοσιοστής τρίτης εκδοχής προσθήκης εξωτερικού κλιμακοστασίου που τους έδειχνε ο ατυχής τους αρχιτέκτονας.
Ο Πιερ άρχισε να βρίσκει τις αισθήσεις του λίγο μετά την Καρβουνάδα. Ξαπλωμένος μέσα στο βανάκι και καθώς δεν ήταν εξοικειωμένος με το χαρακτηριστικό ανάγλυφο της τσιριγώτικης οδοποιίας, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πού τον οδηγούσαν. Στη διασταύρωση όμως για Μυρτίδια, όταν οι αναρτήσεις τερμάτισαν 10 φορές μέσα σε 1 δευτερόλεπτο και του έδιωξαν όλες τις πέτρες από τα νεφρά, ήταν αδύνατον να μην καταλάβει: η διακοπή του καλού ασφαλτοτάπητα ακριβώς για όσο κρατούσε η στροφή ήταν διάσημη, όχι μόνο για τον αριθμό των ατυχημάτων αλλά και για τη χρόνια δικαστική διένεξη* μεταξύ αναδόχων και της κυβέρνησης της ΔΜΔ (Δημοκρατίας του Μέσα Δήμου).
«Με … με πάτε στη ΛΒΔ;» ρώτησε τρομαγμένος.
«ΞΥΠΝΗΣΕ ΡΕ ΖΩΑ!!!» ούρλιαξε ο Γ και κρατώντας με το ένα χέρι το τιμόνι γύρισε και του έριξε μια με το λεβιέ των ταχυτήτων. Ο Πιέρ έπαψε για 10 λεπτά ακόμα να ανησυχεί για το παραμικρό και ο Γ ξαναέβαλε το λεβιέ στη θέση του γιατί άρχιζε η ανηφόρα και έπρεπε να κατεβάσει ταχύτητα. «Όλα μόνος μου πρέπει να τα κάνω, γ… τη μάνα που σας γέννησε».
Σε 5 λεπτά ο μιλημένος φρουρός του φυλακίου στα Δόκανα σήκωνε τη μπάρα, το βανάκι ανηφόρισε τη Σκληρή, κατηφόρισε στα Αρωνιάδικα και ύστερα χάθηκε μυστηριωδώς λίγο πριν το Μποταμό.
Όταν ο Πιερ άνοιξε πάλι τα μάτια του βρισκόταν σε ένα υπόγειο, υγρό και σκοτεινό. Από κάπου ερχόταν ο ήχος από ψαλμωδίες ενώ στη γωνιά του χώρου στεκόταν όρθιος ένας μπρατσαράς καραφλός με πορτοκαλί γιλέκο και ένα τεράστιο αθλητικό ρολόι που ήταν έτοιμος να ανάψει τσιγάρο.
Αν και η τρομάρα του ήταν τεράστια, ο Πιέρ δεν ξεχνούσε οτι τώρα κανονικά θα υπέγραφε τη σύμβαση υλοποίησης της νέας του πατέντας στα γραφεία της IPC. Όσο περνούσε η ώρα ο εκνευρισμός του μεγάλωνε, ξεπέρασε το φόβο του και ρώτησε:
«Ωραία, φίλε μου, τι κάνουμε εδώ τώρα;»
«Ω μεσιέ! Ξυπνησατέ; Ντεν το πγοσεξά.» είπε με γαλλική προφορά γελαστά ο θηριώδης φρουρός του.
Η χαρωπή φυσιογνωμία έκανε τον Πιερ να αναθαρρήσει κι άλλο.
«Γνωρίζεις φίλε μου τι θα κάνουμε τώρα;»
«Τι να κανουμέ, το ξεγετέ»
«Ναι. Δηλαδή;»
«Ανακγισή, μπασανιστηγιά, αυτό. Αλλά μη φοβασαί, μουά Joachim Marios Maréchal, εντώ για αυτό ντουλειάειμαι, να βλεπώ οτι φαγμοζονταί συντηκές ΟΗΕ.»
«Μήπως έχετε πιάσει λάθος άνθρωπο;»
«Ντεν είναι ντουλειά ντικό μου μεσιέ. Αλλά μη στονοχωγιεστέ, με το ανακγισή και το μπασανιστηγιά αυτό τα φανεί, ου;»
«Μα τι λες άνθρωπέ μου;» πήγε να πει ο Πιερ αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε η μοναδική πόρτα του δωματίου και άρχισε να μπαίνει κόσμος. Πρώτα δύο παπαδάκια με εξαπτέρυγα, μετά ένα ακόμα με το θυμιατό, ύστερα ένας παπάς κι ένας διάκος, 3 ψαλτάδες και πίσω τους αρκετοί μαυροντυμένοι τύποι –πράκτορες μάλλον. Ύστερα όλοι παραμέρισαν και τελευταίος μπήκε ο Γ, στάθηκε μια στιγμή στην πόρτα και κοίταξε με οίκτο τον Πιερ. Ύστερα γύρισε στον παπά και του είπε: «Διάβασέ τον να τελειώνουμε και με αυτό».
Ο Πιερ, περικυκλωμένος από Χερουβείμ και Πτερουβείμ και ζαλισμένος από το λιβάνι κατάλαβε με τα λίγα αρχαία που θυμόταν οτι του διαβάζανε την εξόδιο ακολουθία και βεβαιώθηκε οτι από εκεί μέσα δεν θα βγει ζωντανός.
«…τον δούλον του θεού…;» ρώτησε ο παπάς και τον κοίταξε περιμένοντας;
«Ε;»
«Πως σε λένε χριστιανέ μου;»
«Ε… Πιέρ»
«Τι καθολικός είσαι;»
«Ε; Α! Όχι, Πέτρο με βαφτίσανε…»
Ο παπάς τον κοίταξε επιτιμητικά εννοώντας «πάτε και αλλάζετε μια χαρά ορθόδοξα ονόματα και τα κάνετε φράγκικα» και συνέχισε «…τον δούλο του θεού Πέτρο και ανάπαυσον αυτόν…..»
Ύστερα από δυό-τρία «’Ελα παπά τελείωνε» του Γ, η σεμνή τελετή έληξε και το δωμάτιο άδειασε. Ομοίως άδειασε και η ουροδόχος κύστη του Πιερ όταν άκουσε τον ήχο των αλυσίδων και μια φουφού που δεν την είχε νωρίτερα προσέξει ξαφνικά πυρακτώθηκε.
«Και τώρα οι δυό μας καθίκι!» ξεκίνησε με το γνωστό του μοτό ο Γ, «έχεις τα κότσια να τα βάλεις μαζί μου;»
«Δεν καταλαβαίνω τι λέτε..»
«Θα καταλάβεις. Κι αν δεν καταλάβεις, θα στα γράψω με πυρακτωμένο σίδερο στο πετσί σου και θα βάλω να στα διαβάσουν ένα ένα συλλαβιστά.»
«Μα ποιοί είστε;»
«Άκου εδώ Αλήτη!» είπε τάχαμου εξοργισμένος και τον άρπαξε από το φούτερ. Το βλέμμα του έπεσε στην κονκάρδα ΟΣΦΠ που είχε ο Πιερ στο πέτο, τα χέρια του παρέλυσαν και τον άφησε, πήγε στη γωνία του δωματίου, έκλεισε τα μάτια και το πρόσωπό του πήρε την έκφραση του Αβραάμ όταν σήκωνε το μαχαίρι, του ανθρώπου που πρόκειται να κάνει τη μεγαλύτερη θυσία. Ωστόσο γρήγορα συνήλθε, γύρισε δίπλα στον Πιέρ, τον έπιασε φιλικά από τον ώμο και είπε: «Λοιπόν Πετράκη, σήμερα ετοιμαζόσουν να πας κάπου, μήπως θέλεις κάτι να μου πεις;»
Ο Πιέρ είχε αρχίσει να πιστεύει οτι η ώρα αυτή δεν θα ερχόταν ποτέ και με μια ανάσα προθύμως φώναξε:
«ΕΓΩΚΥΡΙΕΤΟΝΓΝΩΡΙΣΑΥΤΟΝΤΟΝΧΑΡΟΥΠΗΣΤΟΠΛΟΙΟΚΑΙΜΟΥΕΙΠΕΜΗΣΕΝΟΙΑΖΕΙΟΤΙΘΕΛΗΣΕΙΣΕΓΩΕΙΜΕΔΩΕΧΩΤΟΥΣΔΙΚΟΥΣΜΟΥΑΝΘΡΩΠΟΥΣΤΟΝΗΣΙΚΑΙΘΑΣΕΣΠΡΩΞΩΑΝΕΧΕΙΣΚΑΠΟΙΑΚΑΛΗΙΔΕΑΜΕΤΑΓΝΩΣΤΑΠΟΣΟΣΤΑΚΑΛΑΔΕΝΘΑΤΣΑΚΩΘΟΥΜΕΔΩΚΑΙΕΙΧΑΜΙΑΙΔΕΑΓΙΑΝΑΒΓΑΛΩΕΝΕΡΓΕΙΑΠΟΤΗΘΑΛΑΣΣΑΚΑΙΜΕΠΗΓΕΣΤΗΝIPCΚΑΙΤΗΔΕΧΤΗΚΑΝΕΟΛΟΙΚΑΙΟΜΑΝΩΟΛΗΣΟΚΑΣΙΜΑΤΗΣΚΑΙΟΑΛΛΟΣΟΜΑΝΩΛΗΣΟΚΑΣΙΜΑΤΗΣΚΑΙΣΗΜΕΡΑΤΟΠΡΩΙΘΑΠΟΓΡΑΦΑΜΕΑΛΛΕΦΑΓΑΜΙΑΚΑΙΧΑΘΗΚΑΝΕΟΛΑΚΑΙΤΩΡΑΕΙΜΕΔΩΚΑΙΓΙΑΤΙΜΟΥΤΟΚΑΝΕΤΑΥΤΟΕΜΕΝΑΤΙΦΤΑΙΩΓΩΠΟΥΑΥΤΟΙΘΕΛΟΥΝΑΦΑΝΕΛΕΦΤΑΠΟΤΑΨΑΡΙΑ;»
«Ωραία, πολύ όμορφα Πετράκη, θα τα πεις άλλη μια φορά τώρα που έχω πατήσει και το κουμπάκι στο μαγνητοφωνάκι;» είπε και πάτησε το REC.
………………………………..
Την ίδια ώρα στο Στραπόδι, στην αποθήκη ειδών καθαρισμού, πίσω από τις μεγάλες αίθουσες με τα πλυντήρια της «Μεσοδημοτικά Καθαριστήρια Στραποδίου», ο Σούπερ Κασιμάτης εξοργισμένος, προσπαθούσε να βγει απο τα χαλί. Τον ξετυλίξανε, ανακάθισε και κοίταξε όλος απορία γύρω του. Πίσω από κάτι όρθια χαλιά, έβγαινε καπνός. Η φωνή που ήρθε από εκεί δεν του άρεσε καθόλου, βραχνή, κακιά, αυστηρή: «Ποιός είσαι νεαρέ;»
«Ορίστε κύριε;»
«Τις σκοπό είχες εχτές το βράδυ στου Pierrot με αυτό το κορίτσι;»
«Τον καλύτερο κύριε!» είπε ο Μανώλης, σκεπτόμενος οτι ο μυστηριώδης κύριος ίσως ήταν ο μέλλων πεθερός του.
«Σε ποιόν τα πουλάς αυτά Μανώλη Κασιμάτη;» είπε η φωνή και μέσα στο μισοσκόταδο είδε ένα πόδι να σβήνει το τσιγάρο στο πάτωμα και μια σκοτεινή ψηλή φιγούρα να ανασηκώνεται και να έρχεται μπροστά του. Απέναντί του, όρθιος, βλοσυρός, απειλητικός, στεκόταν ο Εφραίμ Χαρούπης!
«Έχεις σκοπό να μπλεχτείς στα πόδια μου;»
Ο Μανώλης τον κοίταξε στα πόδια και είπε αμέσως: «Όχι κύριε Χαρούπη»
«Με ξέρεις λοιπόν»
«Όχι κύριε Χαρούπη. Δηλαδή ναι, δεν ξέρω…» είπε ο Μανώλης ψάχνοντας απεγνωσμένα στην τσέπη του για ένα παξιμάδι.
«Μάλιστα! Και τι θέλεις από εμένα;»
«Ένα παξ…» πήγε να του ξεφύγει το μυστικό, τα έχασε, άρχισε να τρέμει από τον φόβο και την ανημπόρια του. «Τι να θέλω κύριε; Τίποτα δεν θέλω.»
«Λέγε…»
«Μα… ιντα να πω;»
«ΛΕΓΕ!»
«Μάλιστα…. ίντα όμως; Το κορίτσι το αγαπώ…»
«ΆΣΕ ΤΟ ΔΟΥΛΕΜΑ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ! ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ;»
«….»
«ΛΕΓΕ, ΕΧΕΙΣ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΜΠΛΕΧΤΕΙΣ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ;» ούρλιαξε πάλι ο Χαρούπης.
«Μα… μα…. μα γιατί κύριε να το κάνω αυτό;» ψέλλισε ο Μανώλης.
«ΡΕ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ; Νομίζεις οτι δεν ξέρω οτι ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΣΟΥΠΕΡ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ;»
«Α! Πάλι το ίδιο παραμύθι; Καλά ρε Χαρούπη, εσύ, σοβαρός άνθρωπος, τον Μανώλη το δημοσιογράφο έχεις για να μαθαίνεις τα νέα;» είπε ο Μανού ο Τίγρης, σηκώθηκε, έδωσε ένα φιλικό ζεστό χτύπημα στον ώμο του Χαρούπη και λύθηκε στα γέλια. «Χα, χα… τι μαλάκες που είσαστε, τι μαλάκες….. χαχαααααα» ξεκαρδίστηκε κι έκανε μερικές διατάσεις για να ξεπιαστεί. «Δώσε τσιγάρο…»
Ο Εφραίμ Χαρούπης βραχυκύκλωσε.
………………………………………..
Η Σούπερ Κάθι άνοιξε τα μάτια και είδε το ταβάνι του δωματίου 403 του Pierros Livadi. Ένα ακατανόητο σήμα στα αράβικα έδειχνε προς τη Μέκκα. Ή προς την έξοδο; Anyway, συνειδητοποίησε που βρισκόταν και χαμογέλασε ασυγκράτητα, είχε επιτέλους συναντήσει τον έρωτα και δεν θα τον έχανε με τίποτα αυτή τη φορά. «Μανώλη…» ψιθύρισε. Γύρισε στο πλάι να δώσει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο του Μανώλη. Τζίφος! «Μανώλη!» είπε. «ΜΑΝΩΛΗΗΗ!!!!» φώναξε. Πουθενά ο Μανώλης, ούτε κάπνιζε γαλήνιος στο παράθυρο, ούτε έκανε τίποτα στο μπάνιο. «Θα πήγε στη ρεσεψιόν να κανονίσει το λογαριασμό, να παραγγείλει τίποτα ή να μου φέρει λουλούδια» προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της με τα γνωστά κλισέ των ρομαντικών ταινιών. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η προσπάθεια να μην σκέφτεται οτι την χρησιμοποίησε για να ικανοποιήσει τις ακατάσχετες ορέξεις του και μετά την πέταξε σαν χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο, την παράτησε σε ξένο τόπο μόνη κι αβοήθητη, χωρίς να μπορεί ούτε καν να πετάξει. Πετάχτηκε έντρομη από το κρεβάτι, ντύθηκε δακρύζοντας, βάφτηκε κλαίγοντας, πασαλείφτηκαν τα αϊ λάινερ και το μεϊκαπ, ξεβάφτηκε με λυγμούς, βγήκε στο διάδρομο πατώντας κατά λάθος ένα πεσμένο παξιμάδι που σκόρπισε σε χιλιάδες ψίχουλα που χώθηκαν βαθειά στην παχιά μοκέτα και, σε κακό χάλι, κατέβηκε κάζουαλ ντυμένη στο ισόγειο. Κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, τρέμοντας μην ακούσει πίσω της τη ρεσεψιονίστ να της λέει «εεέπ!». Όχι, τουλάχιστον σε αυτό ο Μανώλης φάνηκε στοιχειωδώς εντάξει. Βγήκε στο πεζοδρόμιο και ένα δροσερό ρεύμα αέρα της χάιδεψε τα στεγνωμένα δάκρυα στα μάγουλα. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, κανείς -μόνο απέναντι καθισμένος στην πλαστική καρέκλα του γύφτου ο μπαρμπέρης την κοιτούσε με περιέργεια ρουφώντας τον φραπέ του. Έκανε ένα δειλό βήμα προς το φούρνο όταν ξαφνικά πάγωσε: το μηχανάκι του Μανώλη ήταν στο ίδιο σημείο που το άφησαν το προηγούμενο βράδυ!
Η motherboard πήρε φωτιά. Συνδύασε όλα τα δεδομένα και έβγαλε το συμπέρασμα οτι κάτι κακό είχε συμβεί. Πλησίασε τον μπαρμπέρη και ρώτησε «Καλημέρα, μήπως είδατε ένα κύριο να βγαίνει λίγο νωρίτερα;»
«Εννοείτε αυτόνε που σας εσυνόδεψε ψές το βράδυ; Όχι, δεν έχει βγει από τα χτες.»
Στη ρεσεψιόν, ομοίως, δεν τον είχαν δει.
«Τότε ποιός πλήρωσε το λογαριασμό»
«Κανείς, θα πληρώσετε τώρα;» ρώτησε η ρεσεψιονίστ.
Η Κάθι ανοίγοντας απρόθυμα το μικρό animal print με πράσινο δέρμα τσαντάκι (που είχε αγοράσει απο το e-bay επειδή το όνομα Μαυρίτσιο Ταϊούτι της είχε φανεί πολύ chic) βεβαιώθηκε οτι κάτι πολύ άσχημο έχει συμβεί. Θα έβρισκε το Μανώλη, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε οτι πρέπει να μείνει άβαφη για μια μέρα. Ακόμα κι αν αργούσε στη συνάντηση με τον Γ το απόγευμα.
Τρείς ώρες αργότερα κι αφού το μόνο που έμαθε ήταν πως οι κάτοικοι του Λιβαδίου είναι πολύ επιφυλακτικοί να δίνουν πληροφορίες σε αγνώστους κατά τα πρώτα 10 δευτερόλεπτα της γνωριμίας ενώ αντιθέτως μετά γίνονται ενοχλητικά φλύαροι χωρίς να λένε τίποτα, εξαντλημένη από την άκαρπη έρευνα αναφώνησε:
«Ο Γ! Μόνο αυτός μπορεί να με βοηθήσει!» κι άρχισε την μακρά, επίπονη επιστροφή στον Έξω Δήμο. Αχ, αντί για τα 12ποντα γοβάκια να να είχε πάρει αθλητικά (όχι ότι κι ότι βέβαια, αλλά να, αν ο Γ δεν την είχε αγριοκοιτάξει πέρυσι παραμονή των γενεθλίων της όταν του έδειχνε τάχαμου αθώα τις κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ές CL (Christian Louboutin για τους ανίδεους) σέξυ πλατφόρμες τζιν με καρφιά….). Με αυτές τις ευχάριστες εικόνες στο νου η απόσταση μέχρι τα Δόκανα φάνταζε ασήμαντη.
…………………………………………….
«Φτού! Πάλι ντόρτια ήφερα!» ανέκραξε αγανακτισμένος ο Νίκος ο Μουφτής. «Ρε παιδί μου, από τότε που ήρθε αυτός ο Κιμ λες και με καταράστηκε να με κυνηγάει η γκίνια. Από τότε έχω να κερδίσω παρτίδα στο τάβλι»
«Γιατί, κέρδαες και πριν;» απάντησε ο Λευτέρης ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης (πρώην αγροφύλακας) κάνοντας όλους τους παρευρισκόμενους στο play room του προεδρικού μεγάρου του Καντονίου των Βιαραδίκων να ξεκαρδιστούν στα γέλια και τον θρησκευτικό ηγέτη να γίνει μαύρος απ´το κακό του.
«Βρε α πάενε να μη σε στείλω εγώ»
«Κύριε Μουφτή μου σε ζητάνε στο τηλέφωνο» διέκοψε τη λογομαχία ένας νεαρός λοχαγός που μόλις είχε μπεί στο play room.
«Ξανάρχομαι, μη φύγεις.»
«Φέρε κι άλλες σοκολάτες κι άσε τα λόγια. Άιντε, διαβητικό θα με κάνεις» είπε ο υπουργός δείχνοντας τις κερδισμένες στο στοίχημα σοκολάτες που είχε ντανιάσει στο διπλανό τραπέζι.
Λίγη ώρα αργότερα ο Νίκος επέστρεψε κατσουφιασμένος.
«Ιντάγινε;»
«Ο πρωθυπουργός ήτανε»
«Και;»
«Μας κάνουνε χουνέρια οι Μεσαρίτες»
«Τι κάνουνε δηλαδή; Άιντε, με το τσιγκέλι θα στα βγάζουμε;»
«Θα κάνουνε αύξηση στο ρεύμα 300% λέει…»
Θύελλα διαμαρτυριών ακολούθησε τα τελευταία λόγια του Νίκου, διαμαρτυρίες που γρήγορα μετατράπηκαν σε ένα καλό, παραδοσιακό Βιαραδιώτικο βρισίδι, τομέας στον οποίο το χωριό πάντα πρωτοστατούσε. Πρίν τη διαίρεση του νησιού μάλιστα είχε διοργανωθεί με αμφιλεγόμενη επιτυχία το 1ο Υβρεολογικό πρωτάθλημα Βιαραδίκων με την καθολική συμμετοχή και των εννέα μονίμων κατοίκων του χωριού. Καθώς όλοι όμως θεωρούσαν τον εαυτό τους νικητή, ακολούθησε ένας νέος γύρος προσβολών που κράτησε αρκετές μέρες ώσπου αποκαμωμένοι συμφώνησαν να στεφθεί ο πρωταθλητής με κλήρωση.
«Σκάστε μωρέ και με πονεί το κεφάλι μου» φώναξε ο Νίκος.
«Και τι θα γινει τώρα; Αυτός είναι εκβιασμός. Πρέπει να προχωρήσει άμεσα το έργο του πυρηνικού σταθμού στον Μυλοπόταμο.»
«Αυτό θα αργήσει, τουλάχιστον δύο χρόνια και βάλε.»
«Να τους ρίξουμε πυραύλους.»
«Να μη ξεχάσουμε να βγάλουμε τα σεμεδάκια μόνο.»
«Ψυχραιμία ρε. Φώναξέ μου τον πτέραρχο Shortlion.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Σκέφτομαι πως άμα βολτάρουν τα Harrier πάνω από το δημαρχείο της Χώρας θα το πιάσουνε το υπονοούμενο.»
«Και με τον Σούπερ Κασιμάτη τι κάνουμε;»
«Άμα κάνει πως κουνιέται θα του εβάλουμε φωτία να πά στο διάλο!!!» φώναξε ο Νίκος που ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει το φιάσκο της τελετής υποδοχής του Κιμ Γιόνκ Ουν.
Δέκα λεπτά αργότερα οι Βιαραδιώτες, άπαντες οι εννέα γηγενείς και δεκαπέντε χιλιάδες περίπου μέτοικοι ζητωκραύγαζαν καθώς ένας εντυπωσιακός σχηματισμός απο Sea Harrier απογειώνονταν κάθετα (ελλείψει διαδρόμου) από την αεροπορική βάση του Κάκαβου και κατευθύνονταν προς τον νότο.
Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά ο Κιμ Τζονγκ Ουν έκλεινε το τηλέφωνο κι ένα χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό του.
«Ξεκίνησε» είπε.
Στο επόμενο: Η ΕΥΠ έχει μάθει για τα σχέδια Χαρούπη. Ο Σούπερ Κασιμάτης είναι αιχμάλωτος στο Στραπόδι και ο μόνο η Σούπερ Κάθι τον ψάχνει. Ένα σμήνος μαχητικών αεροπλάνων έχει ξεκινήσει από τα Βιαράδικα προς τη Χώρα. Δεν μπορεί, θα έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον το επόμενο, μην το χάσετε!
…………………………….
* Η κυβέρνηση ερμήνευε τον τίτλο των έργων Αντικατάστασης Ασφαλτοτάπητα Εθνικής Οδού ΔΜΔ «Τμήμα Καρβουνάδες έως Διασταύρωση Μυρτιδίων» και «Τμήμα Φράτσια έως Διασταύρωση Μυρτιδίων» ως «έως και τη διασταύρωση» μη μπορώντας να εξηγήσει στους ψηφοφόρους πως ύστερα από δύο έργα ασφαλτόστρωσης εκατέρωθεν της διασταύρωσης αυτή παρέμενε με τις πανάρχαιες λακκούβες. Από την πλευρά τους οι εργολάβοι αντέτειναν οτι εάν η ερμηνεία της κυβέρνησης ήταν σωστή τότε το επίμαχο τμήμα θα έπρεπε να επικαλυφτεί δύο φορές. Τη λύση για άλλη μια φορά έδωσε η Α’ ΕΝΜΠΔΕΠΚΚΑΒΑΚΛΑΠΔΕΝΜ** κηρύσσοντας τα ασφαλτικά υπολλείματα της αγγλοκρατίας ως Επισκέψιμα Νεώτερα Μνημεία που χρήζουν ανάδειξης και απαγόρευσε την επίστρωση της διασταύρωσης. Ως αποτέλεσμα κανείς δεν ξαναενοχλήθηκε και όλοι ήταν περήφανοι που περνούσαν από εκεί, με πρωτοβουλία δε του Εφραίμ Χαρούπη προκηρύχτηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός με θέμα την ανάδειξη της διασταύρωσης ως σημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Όμως ο ίδιος ο Χαρούπης δεν φρόντισε όταν προκηρύχτηκε το έργο «Αντικατάσταση Ασφαλτοτάπητα Εθνικής Οδού ΔΜΔ – Τμήμα Πιτσινιάνικα έως Διασταύρωση Μυρτιδίων» να διατυπωθεί ξεκάθαρα οτι η διασταύρωση δεν εμπίπτει στο φυσικό αντικείμενο και ο βιαστικός εργολάβος σκέπασε τα αρχαία κομμάτια ξεκινώντας θύελλα αντιδράσεων από τους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους που τον ανάγκασε να αποκαταστήσει τη ζημιά προσθέτοντας, είναι η αλήθεια περισσότερες, λακκούβες σε έναν οίστρο καλλιτεχνικού πλεονασμού.
** Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Που Δεν Είναι Προκλασσικές και Κλασσικές Αρχαιότητες, Βυζαντινές Αρχαιότητες Και Λοιπές Αρχαιότητες Που Δεν Είναι Νεώτερα Μνημεία.