Ήταν 5 το πρωί. Νύχτα ακόμη. Ο Γιάννης άνοιξε την πύλη του μουσείου και το φορτηγό βγήκε σιγά-σιγά με την όπισθεν. Είχα στήσει την κάμερα και κοιτούσα μέσα από το βιζέρ αυτή τη μοναδική στιγμή, το φορτηγό να αφήνει το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά και να ξεκινά το ταξίδι στα Κύθηρα. Μέσα στην καρότσα του ήταν όλα τα αρχαία που επιτέλους επέστρεφαν στον τόπο τους• στο ολοκαίνουργιο Αρχαιολογικό Μουσείο Κυθήρων.
Πάνω από 650 εκθέματα ταξίδεψαν στην εθνική οδό, μέχρι τη Νεάπολη. Κι εμείς από πίσω, με την κάμερα στο χέρι, προσπαθούσαμε να καταγράψουμε το ταξίδι των αρχαίων σαν ένα road movie στην ελληνική ύπαιθρο. Ξημέρωμα στην Νεμέα και μετά ομίχλη. Σε όλη τη διαδρομή μάς συνόδευαν περιπολικά που άλλαζαν από νομό σε νομό. Μου έκανε εντύπωση το ότι οι αλλαγές γίνονταν χωρίς στάση, σαν σκυταλοδρομία. Δε θυμάμαι να έχω κάνει πλάνα αστυνομικών στο παρελθόν• τουλάχιστον, όχι για καλό σκοπό. Κι όμως, ένας από τους συνοδούς αστυνομικούς όχι μόνο ήταν κοντά μας συνοδεύοντας το φορτηγό αλλά ρωτούσε με έντονο ενδιαφέρον για τα ευρήματα και το μουσείο. Έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον που δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι ούτε στο νησί δε βρήκα κάποιον να ρωτάει τόσα πολλά για το μουσείο μας.
Φτάσαμε στη Νεάπολη και μας είπαν ότι λόγω κακοκαιρίας το καράβι θα φύγει από το Παλιόκαστρο. Ο οδηγός του φορτηγού δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό και ρώτησε μόνο αν είναι μακρυά. Δεν ήξερε ότι θα οδηγήσει σε έναν τόσο κακοτράχαλο δρόμο, τόσο κοντά στο γκρεμό, με χαλάζι, λάσπη και το κύμα να φτάνει ως τις ρόδες του φορτηγού. Το έκανε, τα κατάφερε και έφτασε στο πολυπόθητο Πορφυρούσα. Να είναι καλά ο μάγκας. Τα αρχαία του Τσιρίγου μπήκαν στο πλοίο με ασφάλεια. Βγήκαμε στο πέλαγος. Το Τσιρίγο πλησίαζε ενώ η Πελοπόννησος μάς αποχαιρετούσε με ένα μεγάλο ουράνιο τόξο. Κάτω στο αμπάρι του πλοίου ήταν οι αρχαιολόγοι – συνοδοί με το φορτηγό. Σαν γονείς που μετέφεραν μια κινητή θερμοκοιτίδα με τα μωρά τους και δεν ήθελαν να την αφήσουν από τα μάτια τους. Η περιπέτεια έδειχνε να τελειώνει όταν φτάσαμε στο Διακόφτι. Επιτέλους, Τσιρίγο. Κρίμα που η κάμερα δεν μπορεί να γράψει τις μυρωδιές του νησιού.
Πήραμε το δρόμο για τη Χώρα. Η άφιξη στο μουσείο ήταν συγκινητική. Λίγοι εργάτες κι εθελοντές περίμεναν υπομονετικά στο κρύο να δουν το φορτηγό να φτάνει και να βοηθήσουν στο κουβάλημα. Να καλωσορίσουν τα αρχαία που επέστρεφαν στον τόπο τους. Αγκαλιές μεταξύ συναδέρφων, συνεργατών και φίλων, δάκρυα χαράς για το νέο μουσείο και αμέσως δουλειά. Να τα βάλουμε όλα μέσα γιατί βραδιάζει πια και μπορεί να βρέξει πάλι. Και από αύριο, με το καλό, αρχίζει η τοποθέτηση. Η αίσθηση καθήκοντος τούς στεγνώνει τα δάκρυα στο πι και φι. Είναι τρελλοί αυτοί οι αρχαιολόγοι, σκέφτομαι…
Μια βδομάδα περίπου κράτησε το στήσιμο. Μόνο για φαγητό και ύπνο έφευγαν. Δουλειά και πάλι δουλειά, σαν μυρμήγκια. Τους χάρηκα. Ίσως γιατί έβλεπα με τι στοργή μιλούσαν για το Τσιρίγο, το μουσείο, τα αρχαία. Με πόση αγνή αγάπη μιλούσαν για έναν τόπο που δεν ήταν ο τόπος τους αλλά τον γνώρισαν μέσω της δουλειάς. Αντίθετα με τους ντόπιους πολιτικάντηδες που με αφορμή το μουσείο του τόπου τους βρήκαν αφορμή να πουλήσουν λαϊκισμό και γκρινιάζανε πως ‘‘το μουσείο είναι μικρό και δε χωράει την ένδοξη ιστορία μας’’. Σάμπως ήξεραν και κάτι άλλο να πουν; Όμως, ας τους αφήσουμε στην άκρη. Δε θα αλλάξουν.
Ας μείνουμε στο όμορφο μουσείο μας και τους ανιδιοτελείς αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, συντηρητές, κουβαλητές και ντόπιους εργάτες κι εθελοντές. Ας κρατήσουμε την αγωνία τους να είναι το μουσείο ένας τόπος φωτεινός και λειτουργικός και όχι μια σκοτεινή αποθήκη. Και τη χαρά τους να τοποθετούν το κάθε εύρημα στη σωστή του θέση με βάση ένα προγραμματικό σχεδιασμό.
Σκέφτηκα πόσες ακόμα πτυχές κρύβει η επιστήμη της αρχαιολογίας• αυτή η θαυμάσια δουλειά. Σκέφτηκα ότι είναι τόσο δύσκολο να κάνει κάποιος μια ταινία και να αναδείξει την αγωνία και τη λαχτάρα αυτών των ανθρώπων. Κάποιες στιγμές πίστεψα πως η κάμερα δεν μπορούσε να καταγράψει όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Μα τι μπορεί να καταγράψει επιτέλους η ρημάδα;