Περίληψη προηγουμένων:
Οι δύο σουπερήρωες έχουν το πρώτο τους ραντεβού στο Μποταμό όπου γίνονται μάρτυρες του εξορκισμού του Λεόν (το ματς FK Sesupe – LMFA έληξε ισόπαλο χωρίς τέρματα – για τους γηπεδούχους αποβλήθηκε ο Vytautas Petrulis μόλις στο 12ο λεπτό γιατί είπε στο διαιτητή «atstok asile, aš ne baudą.»)…
…………………………………………………..
Ο Διονύσης Κοντοβράκης παρακολουθούσε με τρόμο τα τεκταινόμενα στο «Επαναστατικόν». Αφ’ ενός είχε πληρώσει ένα σκασμό λεφτά για τα αβάντ γκάρντ φωτιστικά του μαγαζιού που έσπαγαν το ένα μετά το άλλο υποκύπτοντας σε κάποια -υπερφυσική οπωσδήποτε- αόρατη δύναμη, αφ’ετέρου η ποδοσφαιρική συνάντηση FK Sesupe – LMFA έστελνε το προσεκτικά μελετημένο του ποντάρισμα κατ’ ευθείαν στον κουβά. Αποφάσισε να μην ανακατευτεί στη μάχη μεταξύ του παπαΝτουρούτη και των ρωσόφωνων δαιμόνων που είχαν καταλάβει το κεφάλι του Κεφαλοτύρη και να προσπαθήσει να ρεφάρει ποντάροντας στο όβερ των πλαγίων άουτ για το υπόλοιπο του ματς. «Παπά πρόσεξε μη μου γεμίσετε τον τόπο γυαλιά και τα πατήσει κανείς» φώναξε και αφιέρωσε όλη του τη προσοχή την εξέλιξη του αγώνα.
«Έννοια σου» απάντησε ο επιβλητικός ρασοφόρος και άρχισε να κάνει διατάσεις κι επιτόπιο τροχάδην για ζέσταμα πριν τη τελετή.
«Πάρε με αγκαλιά-πάρε με αγκαλιά-να μη πατή-σωω-τα-γυα-λιααά» άρχισε να τραγουδάει σε άψογη μιξολύδια κλίμακα ο Λεωνίδας/Λεόν/Κεφαλοτύρης/Τρότσκι/Τολστόι και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Καλά, γέλα εσύ» είπε απτόητος ο παπαΝτουρούτης και του έδειξε το βιβλίο που είχε βγάλει προηγουμένος απο μια εσωτερική τσέπη στο ράσο του. «Θεός και Κράτος του Μιχαήλ Μπακούριν» διάβασε φωναχτά τον τίτλο ο Μανώλης που στο μεταξύ είχε βρεί την ευκαιρία να πάρει αγκαλιά την Κάθι. «Μπακούνιν» τον διόρθωσε η Κάθι η οποία βρισκοταν σε ήπια σεξουαλική διέγερση καθώς το όλο σκηνικό της φαινόταν πολύ κίνκυ. «Α, είπα κι εγώ. Μπακούνιν βέβαια…» ανταπάντησε ο Μανώλης ο οποίος δεν είχε ιδέα ποιός ήταν ο Μπακούνιν αλλά είχε γνωρίσει πολλούς μοναχικούς άνδρες στο chat του bakouria.gr όπου έμπαινε με το όνομα «Manosmesaritis» για ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις τεχνικές προσέγγισης γυναικών στο γυμναστήριο. Στη θέα του βιβλίου ο Κεφαλοτύρης άρχισε να ουρλιάζει «Ι-ΣΚΡΑ! Ι-ΣΚΡΑ!» κάνοντας όλους πρώτα να ανατριχιάσουν και μετά ν’ αρχίσουν να ψάχνουν στο Google να δουν τι στο διάολο ήταν αυτό που φώναζε – όλοι εκτός από τον κάπελα που κάτι μουρμούραγε για αμυντικούς που παίζουνε σαν Τιτίκες και δεν μπορούν να κάνουν ένα τάκλιν της προκοπής.
Το τι έγινε στη συνέχεια είναι δύσκολο να περιγραφεί αφ΄ενός μεν γιατί θα ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρο κι έχει ωραία μέρα για βόλτα στην παραλία σήμερα, αφ’ ετέρου δε γιατί το μπάτζετ του Ντραγκονέραρόσα δεν μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ειδικά εφέ που θα ήταν απαραίτητα προκειμένου να σας κάνουμε να τρέμετε από φόβο και να εκλιπαρείτε για έλεος όπως ο δύστυχος Κεφαλοτύρης. Αρκεστείτε στο λόγο μας*: ήταν μια επική τελετή εξορκισμού αντάξια των πιο τρομακτικών στιγμών που μας έχει χαρίσει το Χόλυγουντ. (Για την ιστορία το ματς έληξε under στα 12 πλάγια που είχε ποντάρει ο κάπελας, πράγμα που ενέτεινε την ατμόσφαιρα φρίκης που επιμελώς αποφεύγουμε να περιγράψουμε).
Η τελετή τελείωσε με ένα θορυβώδες (και μάλλον δύσοσμο) κρεσέντο. Μετά από πολύωρη χλαπαταγή και μπόλικο βρισίδι από την πλευρά του ιερέα, του Κεφαλοτύρη και του κάπελα, απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο «Επαναστατικόν». Ο Μανώλης σταμάτησε να χουφτώνει την Κάθι και κοίταξε ερωτηματικά τον παπαΝτουρούτη.
«’Εφυγαν;» ρώτησε.
«Μάλλον. Αλλά δεν είμαι σίγουρος» είπε ο κάθιδρος ρασοφόρος και πλησιάζοντας τον Κεφαλοτύρη ρώτησε: «Γιούχουου… είναι κανείς εκεί;»
«Μόνο εγώ.»
«Και ποίος είσαι εσύ για να’ χουμε καλό ρώτημα;»
«Ο Πιότρ»
«Ποίος ποιότρ;»
«Πιότρ Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν. Πρίγκηψ. Πιο Πιότρ δεν γίνεται»
«Άντε ρε!»
«Πως είπατε;»
«Ρε φύγε από δω που είσαι ο Κροπότκιν!»
«Πού να πάω;»
«Σοβαρά τώρα. Ο Κροπότκιν;»
«Βεβαίως!»
Ο παπαΝτουρούτης έβγαλε το καλυμμαύκι κι έξυσε το κεφάλι του προβληματισμένος. «Ποιός δεν κάνει λάθη;» τον ρώτησε αιφνιδιαστικά.
«Αυτός που δεν κάνει τίποτε» απάντησε ο Λεωνίδας/Λέον/Πιότρ Κεφαλοτύρης/Τρότσκι/Τολστόι/Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν.
«Και τι είναι οι φυλακές;»
«Πανεπιστήμια εγκλήματος, συντηρούμενα από το κράτος.»
Ο παπαΝτουρούτης έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό. Ύστερα, επιστρατεύοντας όλη του την ψυχραιμία ρώτησε με δήθεν αδιάφορο ύφος:
«Τι γνώμη έχεις για τον Λένιν;»
«’Ασε μας μωρέ τώρα με τον Λένιν. Δεν μπορούμε να τον συγκρίνουμε με κανέναν άλλο επαναστάτη στην ιστορία. Οι επαναστάτες είχαν ιδανικά, ο Λένιν δεν είχε κανένα» απάντησε ελαφρώς τσαντισμένος ο Κεφαλοτυρόμορφος πρίγκηψ.
Ο παπαΝτουρούτης σκούπισε ένα δάκρυ που κυλούσε στα μάγουλά του, έβαλε το χέρι στο ράσο κι έβγαλε ένα αντίγραφο του «Αλληλοβοήθεια: Ένας παράγοντας της Εξέλιξης», το άνοιξε στη δεύτερη σελίδα και τό έδωσε στον Κεφαλοκροπότκιν. «Ένα αυτόγραφο σύντροφε σε παρακαλώ!»
«Μετά χαράς. Πάνω στη φωτογραφία μου ή δίπλα;»
«Όπου θέλεις, είμαι μεγάλος θαυμαστής.»
«Εδώ καλά είναι;»
«Ναι, ναι μια χαρά… Να βγάλουμε και μια φωτογραφία μαζί να δείξω και στην παπαδιά;»
«Φυσικά, μισό λεπτό να φτιάξω τα γένια μου»
«Κάθι, μήπως θα μπορούσες;» είπε ο παπαΝτουρούτης κι έδωσε στην Κάθι το κινητό του.
«Say cheese!» είπε η Κάθι.
«Cheese!» «Εγώ!» είπαν ταυτόχρονα ο ιερέας και ο ο Κροποτκινοντύρης.
Από το βάθος του μαγαζιού εμφανίστηκε ο κάπελας με μια σκούπα κι ενα φαράσι στα χέρια (απέφυγε να πάρει σφουγγαρίστρα και κουβά για ευνόητους λόγους). «Σουρεαλιστικόν έπρεπε να το λέμε το μαγαζί» είπε στον εαυτό του και με έναν αναστεναγμό άρχισε να καθαρίζει.
«Συμβαίνει κάτι; Ίντά ’ναι;» ρώτησε ο Μανώλης την Κάθι.
Η Κάθι τον κοίταξε στα μάτια. «Σε θέλω. Τώρα.» είπε χωρίς περιστροφές.
Ο Μανώλης ξεροκατάπιε. Αμέσως άρχισε να κατασκευάζει σενάρια, όμως αυτή τη φορά μια δύναμη πολύ πιο ισχυρή από τη δύναμη του μυαλού του ή από οποιαδήποτε ύπνωση στην οποία μπορούσε να έχει υποβληθεί, επικράτησε χωρίς μεγάλη προσπάθεια.
«Φύγαμε τότες» είπε κι έτρεξε προς τα εκεί που είχε παρκάρει το μηχανάκι του τραβώντας πίσω του την Κάθι, η οποία ίσα που κατάφερνε να ισορροπεί με τις γόβες.
Κατηφορίζοντας τη Σκληρή τη ρώτησε «Έχεις μαζί σου διαβατήριοοο;»
«Όχι» είπε εκείνη. «Που με πας;»
Εκείνος αντί να απαντήσει, έστριψε δεξιά προς Αραίους, αριστερά προς τον Άγιο Πέτρο και πήρε το λιθόστρωτο μονοπάτι προς Σκουλαντριάνικα και -κάπως- βγήκε στη διασταύρωση των Φρατσίων. Με το συνοριακό φυλάκιο των Δοκάνων πίσω τους πια, το μηχανάκι πήρε φωτιά και ξεχύθηκε προς τη ρεματιά της κυραΡήνης με το κοντέρ να φλερτάρει με τα 40χαω.
Μισή ώρα αργότερα ο Μανώλης και η Κάθι έμπαιναν τρέχοντας στο Pierrot Livadi (προφέρεται Πχιεγώ Λιβαντή).
«Ένα δίκλινο και σβέλτα.»
«Ορίστε. Το 403.» είπε η ρεσεψιονίστ δίνοντας του το κλειδί. «Έχετε βαλίτσες;» ρώτησε στη συνέχεια όμως κανείς δεν την άκουσε καθώς ο Μανώλης είχε πάρει την Κάθι στα χέρια, ανέβαινε τα σκαλιά τρία τρία και είχε ήδη φτάσει στον τρίτο όροφο. Μερικά (4 ή 5) δευτερόλεπτα αργότερα ο Μανώλης πέταγε την Κάθι πάνω στο κρεβάτι του δωματίου και έβγαζε τα ρούχα του με ταχύτητα.
Η Κάθι γρύλισε και τον τράβηξε κοντά της με τόση δύναμη που ο Μανώλης παραλίγο να πάθει διάσειση. Καθώς αυτός άρχισε να της σκίζει τα ρούχα, πρόλαβε του φάνηκε να δεί στο μπράτσο της το τατουάζ Παναγιώτης Γιαννάκης. Αλλά δεν έδωσε σημασία, το είχε ήδη ξεχάσει όταν η Κάθι έσβησε τα φώτα του δωματίου για να χάσει το φως της από την ηδονή.
«ΠΑΡΕ ΜΕ ΚΤΗΝΟΣ!!! ΚΑΝΕ ΜΕ ΓΥΝΑΙΚΑ!!!!» μούγκρισε κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν και ο Μανώλης πρόθυμα υπάκουσε: Δεκαεννιά φορές και δύο μόνος του όταν η Κάθι πήγε για πιπί**.
………………………….
Ο Πιέρ προετοιμάστηκε για μια μακρά αναμονή πάνω από το τηλέφωνο του δωματίου 303 στο πολυτελές ξενοδοχείο Pierrot Livadi (Πχιεγώ Λιβαντή) όπου τον είχε οδηγήσει το προηγούμενο βράδυ ο Χαρούπης. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ καλά γιατί οι ένοικοι του δωματίου πάνω απο το δικό του είχαν επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο θορυβώδους σεξ όλη νύχτα, ξυπνώντας τον κάθε τρεις και λίγο. Τουλάχιστο είχε φροντίσει να δώσει δώσει εντολή στην πασίγνωστη γκουρμέ κουζίνα του ξενοδοχείου για ένα πλήρες πρωινό (βασισμένο σε εσκαλόπ μαλ κιουί με σάλτσα φατουράδα και πίκλες). Πράγματι, το πρωί στις 8:00 ακριβώς χτύπησε διακριτικά η πόρτα και μπήκε ένα τρόλλευ με το πλούσιο πρωινό. «Θα ήθελε ο φίλος μου κάτι ακόμα;» ρώτησε ο Μανώλης ο ξενοδόχος που πάντα αναλάμβανε προσωπικά τους εκλεκτούς πελάτες. Και ο Πιερ από τη στιγμή που εθεάθη με τον Μανώλη Κασιμάτη στα γραφεία της IPC ήταν ντε φάκτο εκλεκτότατος.
«Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Πιέρ σκεπτόμενος το λογαριασμό. Τα έξοδα μάλλον θα τα κάλυπτε η IPC αλλά ο Pierrot ήταν πανάκριβος και δεν ήταν εποχές για ρίσκα.
«Έχω ωραιότατες φράουλες»
«Ευχαριστώ αλλά κι αυτά ήδη είναι πολλά»
«Ένα γλυκάκι τότε, κερνάμε εμείς τον φίλο μου.»
«Όχι, μην κάνετε τον κόπο.»
«Ότι θέλει ο φίλος μου» είπε ο σεφ και αποχώρησε χαμογελαστός όπως πάντα.
«Εεε…συγνώμη!»
Το κεφάλι του Μανώλης του ξενοδόχου ξεπρόβαλε από την πόρτα: «Ορίστε»
«Με ζήτησε κανείς στο τηλέφωνο;» δεν μπόρεσε να μην ρωτήσει ο Πιέρ.
«Όχι αλλά μην ανησυχείτε, έχω δώσει εντολή στο κέντρο να σας συνδέσουν αμέσως» είπε κλείνοντας την πόρτα με μια ελαφριά εκλεπτυσμένη υπόκλιση ο Μανώλης ο ξενοδόχος.
Ο Πιέρ ξαναβρέθηκε μόνος στο δωμάτιο. Πήρε μια βαθειά ανάσα. Δεν μπορούσε να φάει. Τσίμπησε μια πίκλα, λίγο σιρόπι φατουράδα έσταξε πάνω στο σεντόνι, το μάζεψε με το δάχτυλο αλλά τώρα το σεντόνι κολλούσε. Κοίταξε γύρω κι έψαξε να κάνει καμιά πατέντα για να καθαρίσει το λεκέ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Με την πίκλα στο στόμα σήκωσε το ακουστικό.
«Πιέρ» είπε με το ύφος που δοκίμαζε όλο το βράδυ στον καθρέφτη.
«Τι πιέρ;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή.
«Πιέρ, Πιέρ Πατέντας εδώ.»
«Στο 203;»
«Εεε, όχι το 303 είναι εδώ»
«Α! Με συγχωρείτε…. καλημέρα» είπε η φωνή και το τηλέφωνο έμεινε νεκρό στο αριστερό του χέρι. Η μοίρα έπαιζε με τα νεύρα του. Επικεντρώθηκε πια στο μισοψημένο μπιφτέκι. Όταν μετά από 15 λεπτά, στις 08:29 ακριβώς, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο, ο Πιερ ήταν πολύ καλύτερα, η γλυκόζη από το σιρόπι φατουράδας είχε κάνει τη δουλειά της. «Πιέρ εδώ. Πήρατε στο σωστό δωμάτιο;»
«Έλα Πιέρ, κατέβα, είμαι με τη λιμουζίνα και σε περιμένω. Υπογράφουμε σε μισή ώρα».
«Έφτασα Εφραίμ, έφτασα!» είπε, έκλεισε το τηλέφωνο, έκλεισε το φως, έκλεισε το φερμουάρ από το παντελόνι του αλλά όχι και την πόρτα πίσω του. Δεν πρόλαβε. Το μόνο που πρόλαβε βγαίνοντας στο διάδρομο του ξενοδοχείου ήταν να δει 2 νίντζα να ορμάνε πάνω του, να πει ένα «ωχ μάνα μου», να νιώσει έναν πόνο στο κεφάλι και μετά σκοτάδι βαθύ τον περικύκλωσε.
.
187 δευτερόλεπτα αργότερα, δύο εργαζόμενοι της εταιρείας Μεσοδημοτικά Καθαριστήρια Στραποδίου βγήκαν από την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου κρατώντας ένα μακρύ χαλί τυλιγμένο σε ρολλό, το έβαλαν στο βανάκι της εταιρείας και έφυγαν προς το Στραπόδι. Πίσω του ακολούθησε η μαύρη λιμουζίνα του Εφραίμ Χαρούπη.
.
Μόλις 23 δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα του ξενοδοχείου μισοάνοιξε. Από το άνοιγμα ξεπρόβαλε το κεφάλι του Μανώλη του ξενοδόχου που κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά και ξαναχάθηκε στο άνοιγμα. 4 δευτερόλεπτα αργότερα βγήκαν οι δύο νίντζα κρατώντας τον αναίσθητο Πιέρ, τον έβαλαν σε ένα άσπρο βανάκι, μπήκαν κι αυτοί μέσα και η μηχανή πήρε μπροστά.
«Πως το πάθατε και φέρατε το σωστό άνθρωπο;» είπε ο οδηγός ξεκινώντας προς τα βόρεια.
«Γάμα μας Γ…» ψιθύρισε τσαντισμένος ο πράκτορας Α.
.
Στο επόμενο: Ποιός όμως ήταν τυλιγμένος μέσα στο χαλί; Μήπως απλά έτυχε η διαχείριση του Pierros Livadi όντως να έχει δώσει τα χαλιά για καθάρισμα; Ποιός ο ρόλος το Μανώλη του ξενοδόχου; Ποιός Θανάσης;
…………………………….
* «στο λόγο μας»: επιτρέψτε μου τον πληθυντικό αγαπητοί αναγνώστες, όχι προφανώς για λόγους μεγαλοπρεπείας αλλά επειδή μου φάνηκε πιο ποιητικό. Ε.Κ-W.
** για κατούρημα δηλαδή.
.
Κηρία Κουχλούμπερη καλημέρα σας, με σχωρνάτε κιόλα, αλλά επηδής εσθάνομε πος φήγετε η τημή και η ηπόληψής εσθανομε το λοιπών την ανάγκη να πω πως ήνε τελήως ανακρίβηα οτι τάχαμου δήθεμου εγω συνεχησα μονος μου, καταλαβένης τη λεω φαντάζομε, οτι δηθε αλες δήο φορες δηλαδής εγο εκανα πος το λενε οταν πήγε η Κάθη στο μέρος. Παρακαλο πολλή να προσεχωμε τη λεμε γιατη ήστε και μορφομενη γηναικα και ωμορφη και ήνε κρήμας. Με ολο το σαιβαζμο και πάλη συγνώμη, Μανόλης.
ΗΓ: Εφχαρηστουμε πολλη για τη σαμπάνηα, ειτανε πολλη ορεα αν και με ζάλησε ληγακη και μπερδεφτικα με ολα αφτα που γηνόντουσανε. Χαιραιτησματα και στον κυριο Λεονηδα τον Κροφότη πος τονε λενε τορα δε ξερο κιόλα και περαστηκά να του πηται και άλη φωρα να τους εδίνει τους κοδικους του μπλώκ γιατη δε ξαίρης τη σου ξημερονη τη σημερον ημερα.
Aγαπητή Ντραγκονέρα Ρόσα, καθώς απ’ ό,τι βλέπω, πολύ σε ενδιαφέρουν τα θέματα της εκκλησίας μας, και εμένα πολύ με συγκινούσε πάντα το ωμόθρησκον και το ωμόγλωσσον, που ξεπερνά όλες τις άλλες δυσκολίες όταν δύο άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί (πιχι, εγώ με τον Μανώλη μου), θα σε παρακαλούσα, αν μπορείς, τη νύχτα της Αναστάσης να έχεις λάιβ στρίμινγκ από την εκκλησία του Μποταμού, γιατί οι υποχρεώσεις μου δε μου επιτρέπουν να παραστώ -μιας και θα βρίσκομαι πολύ μακριά για ασκήσεις μετεκπαίδευσης αλλά είναι μυστική αποστολή και καλύτερα να μην το δημοσιεύσεις- και δε θέλω με τίποτα να χάσω τις μελίρρυτες ψαλμωδίες του γενναίου αρχιτέκτονα Αντρέ Μπετόν σε αντιφώνηση με τον πρώην αντιδήμαρχο Μιχάλη Έκνεκρων, αλλά ακόμα και αν αυτό δεν το μπορέσεις, τουλάχιστον μην μας στερήσεις την Κυριακή το νέο επεισόδιο του Σ.Κασιμάτη, γιατί ανυπομονώ να μάθω πώς πέρασε ο γλυκούλης μου το Πάσχα. (Μανώλη σ’ αγαπάωωωω <3 <3)
με συγχωρείτε που χρησιμοποιώ το κωδικό πρακτορικό όνομά μου αλλά είναι αναγκαίο για να μεταφέρω ασφαλώς τις πληροφορίες μου. Λάιβ στρίμινγκ Αντρέ Μπετόν δεν θα έχει φέτος, τουλάχιστον όχι από Μποταμό. Είναι σε αποστολή σε μυστική τοποθεσία. Να είστε σίγουροι πως η υπηρεσία μας θα φροντίσει να καταγράψει τον Έκνεκρων και τους λοιπούς άγριους ιεροψάλτες. Μια αγωνία υπάρχει για την ανάγνωση του κωδικού «εξομολογησάσθωσαν σοι» καθώς ο γνωστός γλωσσολύτης θα απουσιάζει. Η υπηρεσία μας είναι σε εγρήγορση καθώς υποψίες υπάρχουν πως θα παίξει ο ύμνος του Ολυμπιακού όταν θα λέγονται οι συνωμοτικές πληροφορίες.