Το τρένο
της Έλενας Τσατσάνη

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Ήταν αρκετά χρόνια πριν, ήμουν παιδί ακόμα, κάποιος καλός μου φίλος που δεν είναι πια εδώ, μου μιλούσε για τα τρένα. Τα αγαπούσε πάρα πολύ, έλεγε «τα τρένα είναι σαν τη ζωή, σταματάνε σε πολλούς σταθμούς μα έχουν έναν μόνο προορισμό». Είχε περπατήσει όλους τους σταθμούς της περιοχής κι είχε στολίσει το σπίτι του με τρενάκια μινιατούρες και πίνακες. Ήταν αλήθεια πολύ όμορφα, δεν του το αρνήθηκα ποτέ, όμως όταν άρχιζε να μου μιλάει για αυτά δε καταλάβαινα τον λόγο που τα αγαπούσε τόσο κι απέμενα να τον κοιτάζω με απορία. Όταν ήμουν στις καλές μου, τον πείραζα γελώντας και τού ’λεγα να σταματήσει νά ’ναι τόσο κολλημένος.

2016.04.12.1. The train (2)

Μετά από ένα ατύχημα που είχε πάνω σε ένα συνηθισμένο ταξίδι του με τρένο, πριν φύγει για τον τελευταίο του προορισμό, ζήτησε απ’ όλους να δει εμένα. Είχα αρνηθεί να πάω μαζί του, θυμάμαι του είχα πει για δικαιολογία πως δεν ένιωθα καλά, μα ο πραγματικός λόγος ήταν ότι φοβόμουν. Με τρόμαζε ο ήχος του τρένου, με τρόμαζαν οι ελεγκτές και ο άγνωστος προορισμός. Μετάνιωσα πικρά πολλές φορές από τότε. Σκεφτόμουν, πάντα, πως αν ήμουν εκεί, τίποτα δεν θα του είχε συμβεί, ή έστω θα ήμουν κοντά του τώρα. Ήρθαν και μου το ανακοίνωσαν τόσο απότομα που έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. ‘‘Ο μεγάλος μου αδερφό’’, και τον έχασα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όταν πήγα να τον δω, μου κράτησε το χέρι, με κοίταξε στα μάτια και μού ’πε: «Τα τρένα, μικρή, τα τρένα… Μη φοβηθείς να τα πάρεις και να τ’ αγαπήσεις. Δε θά ’ναι όλα για σένα αλλά μη διστάσεις! Αξίζει. Θα καταλάβεις…» Κι εγώ δε κατάλαβα, μα δάκρυσα. «Θά ’μαι κι εγώ κάπου εκεί» τέλειωσε, και μού ’κλεισε το μάτι χαρίζοντας μου ένα τελευταίο χαμόγελο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, με βρήκαν να τριγυρίζω σκυφτά στους σταθμούς των τρένων, χωρίς ποτέ να τολμάω να επιβιβαστώ σε κάποιο, σα να φοβόμουν. Χαμένη, συχνά, αναρωτιόμουν πού είχα θάψει τη ζωή μου και μ’ είχε φάει η μονοτονία. «Χάθηκες» μου λέγαν οι φίλοι μου που ανησυχούσαν για μένα, «σύνελθε!» φώναζαν οι δικοί μου κι εγώ το μόνο πού ’θελα ήταν να φύγω έστω για λίγο. «Τα τρένα είναι σαν τη ζωή μας» θυμήθηκα μια μέρα ενώ χάζευα τις ράγες σε κάποιο σταθμό. Ένα μεγάλο τρένο σταμάτησε σφυρίζοντας εκεί. Χωρίς να το πολυσκεφτώ ανέβηκα, βρήκα μια θέση κοντά στο παράθυρο και απόλαυσα τη διαδρομή ως την επόμενη στάση.
Καθώς κατέβαινα εκεί, σκόνταψα κι έπεσα κάτω. Κάποιος περαστικός μού έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ. Τον ευχαρίστησα κι έκανα να προχωρήσω αλλά μ’ έκοψε. «Δε μοιάζει να ξέρεις πού πηγαίνεις. Κι εγώ κάνω βόλτες συχνά στον σταθμό αλλά δε σ’ έχω δει ποτέ.» Ύστερα ρώτησε τ’ όνομά μου. Κάπως έτσι γνωριστήκαμε κι ένιωθα πως κάτι μας ένωνε από τη λίγη ώρα που συζητήσαμε. Μου είπε πως ούτε εκείνος είχε προορισμό κι ούτε τολμούσε να ανέβει σε κάποιο τρένο. Ότι παρ’ όλο που τα θαύμαζε και του άρεσε να περνάει τις ώρες του στους σταθμούς χαζεύοντάς τα, φοβόταν να επιβιβαστεί γιατί δεν γνώριζε πού θά ’βγαινε. Νιώθοντας κομματάκι περήφανη για τον εαυτό μου που είχα κάνει το πρώτο βήμα αψηφώντας τους ενδοιασμούς μου, άρχισα να του αναλύω τα λόγια που κάποιος κάποτε μου είχε πει. Και φαίνεται τον κέρδισα. Ανεβήκαμε μαζί στο επόμενο τρένο και συνεχίσαμε μαζί σε κάθε στάση, σε κάθε άλλο τρένο. Μπλέξαμε σε καυγάδες, γελάσαμε, γνωρίσαμε ανθρώπους αξιόλογους και μη, εγώ ξέχασα σε κάποια στάση το κινητό μου, εκείνος κάπου έχασε το μπουφάν του… Στο τέλος, δε ξέρω πώς, καταλήξαμε στον σταθμό απ’ όπου εγώ είχα ξεκινήσει. Ένιωσα ένα αίσθημα ανακούφισης.
Μα και βέβαια, καμιά φορά χρειάζεται ένα ταξίδι μικρό ή μεγάλο, σε μέρη που δεν είναι για σένα ώστε να καταλάβεις πως ότι έχεις και σε κάνει ευτυχισμένο είναι μπρος στα μάτια σου. Πως βρίσκεσαι είδη εκεί που ανήκεις κι απλά δεν το βλέπεις. Ονειρεύεσαι με μάτια κλειστά ένα μέρος πιο όμορφο χωρίς νά ’χεις αντικρύσει πόσο όμορφο είναι αλήθεια το μέρος που πατάς. Μα και τα μέρη που δεν ήταν για σένα, σίγουρα κάτι έχουν να σου δώσουν. Εμπειρίες, μαθήματα, αν είσαι τυχερός, ίσως, σου δώσουν ανθρώπους. Κι όταν πια επιστρέψεις εκεί που ανήκεις, μαζί μ’ όσα έχεις αποκομίσει απ’ τους σταθμούς της ζωής σου, τότε θα καταλάβεις.
Κατέβηκα και περπάτησα με τον συνεπιβάτη μου τον σταθμό μου. Δεν είχα πια το κεφάλι σκυφτό. Δεν μ’ ένοιαξε που έχασα το κινητό μου ούτε το πού θα έβγαζα τη νύχτα. Ένιωσα πως θα ξανάβρισκα το νόημα σιγά-σιγά, άλλωστε δεν ήμουν πλέον μόνη μου.

«Μη φοβηθείς να πάρεις τα τρένα. Τα τρένα είναι σαν τη ζωή μας.» Λόγια που μ’ ακολούθησαν και συνεχίζουν, όσο ζω. «Θα καταλάβεις» μου είχε πει κι εγώ τότε δεν τον πίστεψα. Πάει καιρός τώρα, όλο και πιο βαθιά καταλαβαίνω. Ο καλός μου φίλος. Στην αγάπη του για τα τρένα αντικατόπτριζε την αγάπη του για τη ζωή. Ο συνεπιβάτης μου έγινε σύντροφος μου και σ’ αυτό το ‘‘ταξίδι’’ και ιδιαίτερα οπότε τριγυρίζουμε παρέα στους σταθμούς των τρένων, πολλές φορές αισθάνομαι ένα απαλό αεράκι να με διαπερνάει αγγίζοντας τη ψυχή μου. Αφήνω ένα χαμόγελο και μια σκέψη ευγνωμοσύνης να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Σκέφτομαι, τώρα, πόσο μου λείπει, τι όμορφα που είναι τα τρένα και πόσο, με τη σειρά μου, τ’ αγαπάω…


* Η Έλενα Τσατσάνη είναι μαθήτρια της Α΄ τάξης του Λυκείου Κυθήρων.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *