Το κίνημα των επίορκων αξιωματικών πρόλαβε το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα των διστακτικών Στρατηγών. Η Ελλάδα έχει ‘‘σωθεί’’ από το φάντασμα … του κομμουνισμού, που καθόλου βέβαια δεν την απειλούσε από το τέλος του εμφυλίου και μετά. Η Χούντα των συνταγματαρχών έχει πλέον εδραιωθεί αφού κατάφερε να ξεπεράσει χωρίς κόστος το βασιλικό αντικίνημα – φιάσκο. Η πιο γνωστή διεθνώς πνευματική φωνή της Ελλάδας σιγά.
Παρά την αποστροφή του Σεφέρη για τον ρόλο του ως πολιτικού καθοδηγητή, παρά την κατ’ επάγγελμα επιφυλακτικότητά του και παρά τον ερμητικό χαρακτήρα της ποιητικής του συνείδησης, μια μέρα σαν σήμερα, πριν 47 χρόνια, ένα κείμενο κόλαφος προς την βαρβαρότητα της Χούντας, με την αδιαπραγμάτευτη σοβαρότητα της φωνής του ακούγεται σε όλη την Ευρώπη. Η Δήλωση γράφτηκε στις 28 Μαρτίου 1969, μαγνητοφωνήθηκε και η κασέτα στάλθηκε κρυφά στο Λονδίνο όπου μεταδόθηκε την επομένη από το BBC και από εκεί έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Ο Σεφέρης δεν προβαίνει στο εγχείρημά του από την ασφάλεια της Ρώμης ή των Παρισίων αλλά από την οδό Άγρας έτοιμος να αναμετρηθεί με τις συνέπειες. Ο ποιητής είναι ευάλωτος και γι’ αυτό ο λόγος του είναι πανίσχυρος.
Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω.
Ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης δεν ήταν κάνας προγραμμένος αριστερός, εκπρόσωπος εχθρικών παραδόσεων και συμβολισμών. Ήταν εκφραστής και εγγυητής της συνέχειας του ελληνισμού μέσω της συνέχειας της ελληνικής φωνής. Ήταν ‘‘αντίδικος’’ της Χούντας στο δικό της πεδίο: της αυθεντικής ερμηνείας της έρμης ελληνικότητας. Ως εκ τούτου, η παρέμβασή του είναι πιο δραστική από τα μαρτύρια και τις μαρτυρίες δεκάδων αγωνιστών και δημιουργών της αριστεράς.
Η Δήλωση πέτυχε να σπάσει την σιωπή, απαραίτητο πρώτο βήμα για να νικηθεί ο φόβος. Πέτυχε να καταδείξει την πνευματική σύμπλευση του αστικού κόσμου με τον κόσμο της αριστεράς ενάντια στο ανόσιο τέρας της Χούντας και της ωμής και βλακώδους βαναυσότητας των στρατοκρατών. Η Δήλωση προσφέρει άριστο επιχείρημα και σε εμάς τους κατοπινούς που δεν ανεχόμαστε την εκ των υστέρων επιχειρούμενη αγιοποίηση της επταετούς τραγωδίας από τους επιπόλαιους νοσταλγούς της.
Ωστόσο, αυτό που με ενοχλεί είναι το ύφος. Με τον τρόπο που διατυπώνεται η περίφημη Δήλωση, αφήνει να διαφανεί ότι ο συντάκτης της δεν στέκεται απέναντι στη Χούντα αλλά πάνω από τη Χούντα. Δεν μάχεται, νουθετεί. Η πιο βαρειά έκφραση που χρησιμοποιεί είναι «τα ελώδη στεκούμενα νερά».
Σαν να διεκδικεί εκείνος για τον εαυτό του τη νόμιμη εκπροσώπηση της ιδέας του Έθνους, την οποία όμως επικαλούνται επίσης και οι συνταγματάρχες. «Είναι εθνική επιταγή» λέει. Δεν επιτάσσει ο λαός, η πατρίδα, ο τόπος, η κοινωνία, ο δήμος, η πολιτεία˙ επιτάσσει το Έθνος.
Με στενοχωρεί το πατρικό ύφος του, παρόμοιο με αυτό που επιστρατεύει ο αυστηρός γονιός για να επαναφέρει στην τάξη το άτακτο παιδί του. Ίσως δεν ήταν στις προθέσεις του Σεφέρη αλλά η γλώσσα προδίδει την διάνοια.
Κάνει μάλιστα την Δήλωση όταν δεν μπορεί να έχει πια καμμία πρακτική συνέπεια˙ μόνο συμβολική. Δεν κάνει τη δήλωση για να ρίξει τη Χούντα αλλά για να δείξει ότι δεν την υποστηρίζει, για να ξεκαθαρίσει την θέση του, να παραγράψει το μεταξικό παρελθόν, να δικαιώσει την αποστολή του ως σοφής κουκουβάγιας και αναντίρρητου εκπροσώπου των ελληνικών γραμμάτων και να υπηρετήσει την υστεροφημία του. Και την κάνει πολύ μετά την εποχή των πρώτων ημερών που μια συγκροτημένη αντίσταση θα μπορούσε να σταματήσει την εκτροπή, πολύ μετά τις πρώτες διώξεις και τα βασανιστήρια, πολύ μετά την δήλωση Καραμανλή (28 Νοε. ’67) και το βασιλικό αντιπραξικόπημα (13 Δεκ. ’67).
Παρ’ όλ’ αυτά, κάνει την Δήλωση. Κι όσο και αν με στενοχωρεί το ύφος της, έχει αναμφισβήτητα την πολιτική της σημασία. Είναι η εποχή που η Χούντα προσπαθεί να εδραιωθεί στην διεθνή σκηνή με την δύναμη του τετελεσμένου γεγονός. Η κίνηση προϋποθέτει πνευματική εγρήγορση, ηθική γενναιότητα, προσωπική διακινδύνευση˙ και έχει αποτελεσματικότητα και κόστος. Η Χούντα τού αφαιρεί το διπλωματικό του διαβατήριο, τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή και ξεκινά μια συστηματική εκστρατεία δυσφήμησης και διαβολής. Αλλά το πλήγμα που δέχονται οι στρατιωτικοί σαλτιμπάγκοι από τον πνευματικό ηγήτορα του αστικού κόσμου και παγκόσμιο πρεσβευτή της ελληνικής γλώσσας είναι τεράστιο. Ασφαλώς δεν είναι καίριο˙ δεν θα μπορούσε άλλωστε. Πότε μπόρεσε η φωνή ενός ποιητή να νικήσει τα τανκς, τα δολάρια και την βλακεία; Οι Αμερικανοί θα εξακολουθήσουν να αγκαλιάζουν την Χούντα, «την καλύτερη κυβέρνηση που είχε η Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Πρέπει να περάσουν άλλα τεσσεράμισι μαρτυρικά χρόνια και να χυθεί πολύ αίμα ακόμα…