Super K
της Ελεωνόρας Κουχλούμπερη-Watson
Μέρος 12ον: Ζαλάδα

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Διαβάστε εδώ το 11ο μέρος
Διαβάστε εδώ το 13ο μέρος

Περίληψη προηγουμένων:

Ο Σούπερ Κασιμάτης καταφέρνει την τελευταία στιγμή σε μια κρίση υποσυνειδησίας να αποφύγει την αναγνώριση. Στο μεταξύ στην ΕΥΠ επικρατεί αναβρασμός, ο Γ νιώθει οτι είναι πολύ κοντά σε κάτι μεγάλο…

…………………………………………………..

«Λέγε», είπο πράκτορας Α (ο κοντός) στον πράκτορα Β (τον ψηλό).
«Λοιπόν….εεεε…. εεε…. τι μπορεί να λέγανε ρε;»
«Που να ξέρω ρε; Κάτσε, να το πάρουμε λογικά. Ο γκριζομάλλης είναι κτηνίατρος, έτσι;»
«Ναι, Γαβρίλη τονε λένε.»
«Και ο άλλος;»
«Δεν τον ξέρω ρε!»
«Έλα ρε, αφού τον έχουμε ξαναδεί..»
«Τον έχουμε ξαναδεί;»
«Ναι ρε, μεσαρίτης είναι.»
«Μπράβο ρε, μας είπες κάτι καινούριο!»
«Ε, ‘ντάξει, τώρα τι ψάχνεις; Μήπως ξέρει ο Γ ποιόν παρακολουθούσαμε;»
«Ποιόν παρακολουθούσαμε;»

Το Ρώ όπως το γράφεις μοιάζει με Φί, βάζε το μπαστουνάκι στην άκρη του Ο

Το Ρώ όπως το γράφεις μοιάζει με Φί…

«Λέμε τώρα…. εξάλλου εμείς εκεί είμασταν, το @#%κουμπο δεν είχε πατηθεί»
«Άρα δεν ξέρουμε πως τον λένε;»
«Όχι».
«Να του βρούμε ένα όνομα.»
«Ντάξ. Πες ένα μεσαρίτικο όνομα»
«Μμμμμ… δε μού ’ρχεται» είπε ο Ψ και λύθηκαν στα γέλια.
«Μανόλης Κασιμάτης», συμπλήρωσε ο Α στο ειδικό ορθογώνιο του «Πρότυπου Εγγράφου Απομαγνητοφώνησης Συνομιλών στον Avlemonas» της ΕΥΠ.
«Ωραία, αντε τώρα να βρουν ποιός είναι»
«Καλού κακού όμως να γράψουμε μια άσχετη αθώα κουβέντα, μην πάρει κανέναν η μπάλα».
«Εύκολο, κτηνίατρος, θα πούμε οτι τον ρώτησε για το σκύλο του.»
«Όχι σκύλο, λίγοι έχουν σκύλο, να πούμε γάτα, μια γάτα υπάρχει παντού»
«ΡΙΡΙΚΑ» συμπλήρωσε ο Α στο ειδικό ορθογώνιο «Θέμα Συνομιλίας» του «Πρότυπου Εγγραφου Απομαγνητοφώνησης Συνομιλών στον Avlemonas» της ΕΥΠ.
“Το Ρώ όπως το γράφεις μοιάζει με Φί, βάζε το μπαστουνάκι στην άκρη του Ο» παρατήρησε ο Β.
«Χέσε με τώρα»

«Απομαγνητοφώνηση Συνομιλίας Μανόλη Κασιμάτη με τον Κτηνίατρο Γαβρίλη – Avlemonas»

ΚΤΗΝ/ΟΣ ΓΑΒ: ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΤΙ ΚΑΝΗΣ
ΜΑ. ΚΑΣ: ΚΑΛΑ ΕΥΧΑΡΗΣΤΩ. ΕΣΥ ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΣΟΥ
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ: ΚΑΛΑ ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΔΟΞΑ ΣΗ ΚΥΡΙΕ
ΜΑ ΚΑΣ ΟΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΚΑΛΑ? ΠΩΣ ΠΑΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΤΗΝΗΑΤΡΙΟ ΣΟΥ?
ΚΤΗΝ/ΟΣ ΓΑΒ: ΔΟΞΑ ΤΟ ΘΕΩ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΟ. ΕΣΥ ΠΟΥ ΧΑΘΙΚΕΣ ΡΕ ΦΥΛΕ, ΕΤΣΙ ΕΙΠΑΜΕ? ΔΥΟ ΕΣΠΡΕΣΣΟΥΣ ΜΕΤΡΙΟΥΣ ΜΑΡΙΓΩ.
ΜΑ. ΚΑΣ:: ΕΙΧΑ ΔΟΥΛΗΕΣ ΜΩΡΕ. ΘΑ ΜΟΥ ΦΕΡΕΙΣ ΤΗ ΖΑΧΑΡΗ ΧΩΡΗΣΤΑ. ΞΕΡΕΙΣ ΤΩΡΑ ΕΙΧΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΕΣ.
ΚΤΗΝΟ/ς ΓΑΒ: ΤΙ ΣΕ ΦΕΡΝΕΙ ΕΔΩ ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΝΟΛΗ
ΜΑΚΑΣ : ΕΦΕΡΑ ΤΟ ΚΑΤΣΙ ΜΟΥ ΤΗ ΡΙΡΙΚΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΝΑΝΕ ΒΙΧΑ
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ ΞΕΡΟ Ή ΜΕ ΦΛΕΜΑΤΑ;
ΜΑ?ΚΑΣ: ΞΕΡΟ
ΚΤ/ΗΝΟΣ ΓΑΒΡΙΛΗΣ: ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΒΙΧΕΙ
ΜΑ.Κ: ΠΟΛΛΗ ΚΑΙΡΟ, ΑΠΟ ΤΗ ΚΑΘΑΡΟΔΕΦΤΕΡΑ ΝΟΜΗΖΩ
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ:ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΧΕΙΣ ΦΕΡΗ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ. ΠΟΥ ΤΟ ΕΧΗΣ ΤΟ ΖΟΑΚΙ ΣΟΥ ΤΟΡΑ
ΜΑΚΑΣ: ΤΗΝ ΕΧΩ ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΗΔΙΚΗ ΤΣΑΝΤΑ ΓΙΑ ΖΟΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΕΔΩ ΜΑΖΗ ΜΟΥ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΙ ΧΡΟΣΤΑΜΕ.
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ : ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΦΙΛΕ. ΠΙΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΟΥ ΚΑΙ ΣΥΡΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΓΙΑΤΡΗΟ ΜΟΥ ΝΑ ΤΗΝΕ ΔΩ ΓΙΑΤΗ ΜΕΤΑ ΠΡΕΠΗ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΠΗΣΚΕΨΗ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΥΛΑΚΗ ΠΟΥ ΕΧΗ ΑΝΕΜΟΒΛΟΓΗΑ
ΜΑΚΑΣ : ΛΕΩ ΝΑ (ΑΚΑΤΑΡΗΠΤΟΝ)
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ : ΠΑΡΤΑ ΠΗΣΩ ΡΕ ΕΙΠΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. ΠΩΣ ΤΟ ΒΛΕΠΗΣ ΤΟ ΠΕΧΝΙΔΙ ΣΗΜΕΡΟ
ΜΑΚΑΣ: ΕΠΗΜΕΝΩ ΕΓΩ ΣΕ ΦΩΝΑΞΑ. ΟΛΑ ΝΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΕΡΔΗΣΕΙ Ο ΚΑΛΗΤΕΡΟΣ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΘΡΗΛΟΣ ΜΟΝΟ ΕΠΗΣΟΔΙΑ ΜΗ ΓΙΝΟΥΝΕ ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΠΛΙΡΩΜΕΝΑ; ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ;
ΚΤΗΝΟΣ ΓΑΒ: ΕΛΑ ΡΟΥΦΑ ΤΟΝΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΝΑ ΠΑΓΑΙΝΩ ΚΙ ΕΓΩ ΓΙΑΤΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΤΣ. ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΣ ΘΑ ΠΛΙΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ AVLEMONAS;
ΜΑΚΑΣ: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. ΑΝΤΕ ΠΑΜΕ ΠΑΜΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΤΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΕΒΓΑΛΕΣ
*ΤΕΛΟΣ ΣΗΝΟΜΙΛΙΑΣ*

«Πως σου φαίνεται;»
«Μια χαρά. Δεν καίμε κανένα φουκαρά, βάλαμε και το γαύρο μέσα να χαρεί και ο Γ, ούτε γάτα ούτε ζημιά»
«Γάτα υπάρχει»
«Σωστά. Αλλά δεν έκανε καμμιά ζημιά, έναν ξερόβηχα έχει.»
«Καλά είσαι φοβερός»
«Βρίσκεις;»
«Ναι ρε. Πολύ ρεαλιστικό, ψάρωσα»
«Από ορθογραφία εντάξει; Νομίζω καλά είναι.»
«Ναι ρε, τι λες τώρα, εγώ σε ζηλεύω είσαι πολύ καλός, εγώ κάνω πολλά λάθη. Πρέπει να ήσουν καλός και στην έκθεση, έ;»
«Φαίνεται; Ήμουν από τους καλύτερους στην τάξη. Στις εξετάσεις για την ΕΥΠ πήρα δεκατέσσερα μισό»
«Έλα ρε!»
«Βέεεβαια.»
«Τι θέμα σας είχε πέσει εσάς;»
««Γιατί αγαπώ την αποταμίευση». Εσάς;»
«Πως πέρασα το Σαββατοκύριακο.»
«Τι βαθμό σου βάλανε;»
«Πήρα 11.»
«Τι λες τώρα! Με τόσο εύκολο θέμα;»
«Εύκολο αν είχα περάσει καλά. Αλλά έβρεχε και είχα μείνει μέσα οπότε και το 11 που μου βάλανε καλό ήταν.»
«Κοίτα ρε πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη ζωή του ανθρώπου… Νάαα σου πω…»
«Τι;»
«Τι βύσμα είχες εσύ;»
«Το φούρναρη»
«Του Ποταμού ή του Καραβά;»
«Του Ποταμού. Εσύ;»
«Του Καραβά»
«Τυχεροί είμαστε»
«Άστα, χωρίς φούρναρη δεν πας πουθενά τη σήμερον ημέρα»
«Έτοιμο» είπε ο εκλεκτός του φούρνου του Ποταμού κοπανώντας μια σφραγίδα «Άκρως Απόρρητον» πάνω στον φάκελο με την απομαγνητοφώνηση. «Πάμε να το δώσουμε στον Γ πριν τον πιάσουν πάλι τα διαόλια του.»
«Από τότε που χάσανε το αήτηττο από την ΑΕΚ εχει γίνει ανυπόφορος»
«Άμα το φέρει η κουβέντα η μπάλα χτύπησε τον Μιλιβόγιεβιτς στη μασχάλη, γκέγκε;»
«Φυσικά. Για χαζό με πέρασες; Πάμε τώρα γιατί πήγε τρεισήμιση κιόλας»

Ο Γ διάβασε προσεκτικά την απομαγνητοφώνηση. Κάποια στιγμή τα μάτια του φωτίστηκαν. «Τι;» του ξέφυγε ένα επιφώνημα. Μετά από λίγες γραμμές ξαναφώναξε «Πλάκα μου κάνετε;» Οι δύο πράκτορες ήδη είχαν πάρει θέση εκκίνησης για το γρηγορότερο κατοστάρι της ζωής τους αλλά φεύ! η Πένυ Μάνυ είχε κλειδώσει την πόρτα πίσω τους. Κάποια στιγμή, τους κοίταξε πάνω από τη σελίδα και φώναξε «ΖΩΑ!».
«Για…για…γιατί αρχηγέ;» ψέλισε ο ένας (δεν έχει σημασία ποιός, ας πούμε ο πιο πράσινος).
«Όχι, λέω, το «ΖΩΑ» γράφεται με ωμέγα. Αγράμματοι…» είπε και αποτελείωσε την ανάγνωση της αναφοράς. Μετά άφησε το έντυπο στο γραφείο. Ακολούθησε αινιγματική σιωπή 27 δευτερολέπτων. Ύστερα είπε προσπαθώντας να ελέγξει την ταραχή του:
«Ξέρετε καλά μου παιδιά, αστέρια της υπηρεσίας μας, ΤΙ λαυράκι πιάσατε;»
«Τι κάναμε;»
«Συγ-χα-ρη-τή-ρι-α.»
«Για ποιό πράγμα;»
«Ξέρετε πόσο καιρό ψάχνει η υπηρεσία μας να βρεί τα ίχνη της Φιφίκας;»
«Της ποιάς;»
«Της γάτας» είπε μέσα απ´τα δόντια χώνοντας μια αγκωνιά στη μασχάλη του συναδέλφου του ο πράκτορας Β, πράγμα που δεν διέφυγε της προσοχής του Γ καθώς τίποτα δε διαφεύγει της προσοχής του Γ:
«Τι τον χτυπάς στη μασχάλη ρε; Ο Μιλιβόγιεβιτς είναι;»
Οι πράκτορες υποχρεωτικά χαμογέλασαν με το αστείρευτο χιούμορ του αρχηγού αλλά καλού κακού πήραν στάση άμυνας με το ένα μάτι στην πόρτα και το άλλο να ψάχνει το δωμάτιο για το κλειδί.
«Α! Της Ριρίκας, ναι μωρέ…» είπε ο Α.
«Τι είπες; Ριρίκας; Όχι Φιφίκας;» ρώτησε ταραγμένος ο Γ κι έτρεξε να ξαναδιαβάσει την αναφορά.
«Φιφίκας! Φιφίκας! Απλά το Φι μοιάζει λίγο και με Ρω» έσπευσε να τον ηρεμήσει ο Β ξανααγριοκοιτάζοντας τον Α, ξεχνώντας την αγκωνιά τούτη τη φορά.
SK fifika«Είπα κι εγώ…. Λοιπόν, η Φιφίκα βρίσκεται στο στόχαστρο της υπηρεσίας μας εδώ και πολύ καιρό. Προσπαθούμε εδώ και μήνες να την εντοπίσουμε χωρίς επιτυχία»
«Σοβαρά τώρα;» ρώτησε με έκδηλη δυσπιστία ο πράκτορας Α.
«Πολύ σοβαρά μάλιστα.»
«Μάλιστα» μουρμούρισε σα χαμένος ο Α.
«Εμ, δε μου λες αφεντικό, γιατί την ψάχνουμε αυτή τη Φιφίκα;» ρώτησε ο Β
«Η Φιφίκα δεν είναι μια οποιαδήποτε γάτα πράκτορα Β. Αυτό το πονηρό αιλουροειδές με την αθώα εμφάνιση, τη ροζ μυτούλα και τη γούνα της τη γκρι που είναι σαν από μετάξι είναι στην πραγματικότητα μία στυγνή εγκληματίας.»
«Μιλάμε για τη γάτα τώρα έτσι αφεντικό;» είπε ο Α, που ακόμα φοβόταν οτι ο Γ τα έχει καταλάβει όλα και απλά παίζει λιγάκι με τα μελλοντικά του θύματα.
«Φυσικά!»
«Η γάτα είναι εγκληματίας…» ξαναείπε ο Β που είχει αρχίσει να υποψιάζεται οτι η αθώα συνομιλία που είχαν σκαρφιστεί για να καλύψουν τη γκάφα τους μόλις είχε περιπλέξει τη κατάσταση αντί να την ηρεμήσει.
«Κουφός είσαι παιδί μου; Είπα: Στυγνή εγκληματίας.»
«Και, αν επιτρέπεται, τι ακριβώς εγκλήματα έχει κάνει;» ρώτησε ο Α νιώθοντας, με μια μικρή καθυστέρηση είναι αλήθεια, ένα σφίξιμο στο στομάχι.
«Έχουμε βάσιμα στοιχεία που μας υποδηλώνουν πως η Φιφίκα παίζει ρόλο κλειδί στο λαθρεμπόριο καυσίμων, στην προστασία νυχτερινών μαγαζιών και, το κυριότερο, σε μια σειρά ύποπτων θανάτων στο Μέσα αλλά και τον Έξω Δήμο όπως για παράδειγμα την εξαφάνιση του Θόδωρου του υδροβιολόγου που χάθηκε από προσώπου γης πριν ένα χρόνο χωρίς ίχνη. Καθώς εικάζεται πως ο αγνοούμενος επιστήμονας είχε βρεί στοιχεία που θα έστελναν τον Εφραίμ Χαρούπη στη δικαιοσύνη, υποψιαζόμαστε πως η Φιφίκα συνδέεται με τον Χαρούπη και τον πανίσχυρο πεθερό του. Για το Μανώλη Κασιμάτη που παρουσιάζεται σαν αφεντικό της δεν είχαμε μέχρι τώρα κάτι που να μας κεντρίσει την προσοχή. Μέχρι τώρα όμως!» τελείωσε θριαμβευτικά την πρότασή του.
«Σκατά τα έκανες μαλάκα…» σφύριξε μέσα στο αυτί του Α ο Β.
«Που να το φανταστώ βρε καραγκιόζη;» απάντησε ψιθυριστά κι αυτός.
«Είπατε κάτι;»
«Όχι αρχηγέ, απλά λέμε να πηγαίνουμε σιγά σιγά να τσιμπήσουμε και κάτι, ξέρεις τώρα, νηστικοί από το πρωί, είχαμε και να καθαρογράψουμε την απομαγνητοφώνηση..»
«Αλήθεια ποιός την έγραψε;»
«Ο Α!».
«Και οι δύο μαζί τη γράψαμε.» είπε ο Α αγριοκοιτάζοντας το συναδελφό του.
«Καλά, πηγαίνετε τώρα… αλλά πείτε μου την αλήθεια τώρα…»
«Ωχ! Στο δούλεμα μας είχε» σκέφτηκε ο Α.
«Τη γαμήσαμε» συμπλήρωσε μέσα του ο Β, ακόμα προτιμούσε να αιματοκυλίσει το νησί με ένα ψεύτικο σενάριο παρά να αντιμετωπίσει την οργή του Γ.
«Την αλήθεια είπαμε αρχηγέ!» – «Τι εννοείς αρχηγέ;» είπαν ταυτόχρονα.
«…Είχατε χοντρό βύσμα και σας προσλάβαμε έτσι δεν είναι;»

………………………………………

Ο Μανώλης Κασιμάτης οδηγούσε το μοτοποδήλατό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε λες και ήταν ο ίδιος του ο πανικός αυτός που άνοιγε το γκάζι. Οι παλμοί της καρδιάς του ακόμη βρίσκονταν στα κόκκινα καθώς πριν λίγη ώρα λίγο έλειψε ν´ αποκαλυφθεί η μυστική του ταυτότητα. Μα τι στο διάολο είχε συμβεί; Θυμόταν πως μιλούσε με τον Μάνο τον δημοσιογράφο, θυμόταν πως του έδινε πληροφορίες για τον δόλιο Χαρούπη και πως μετά του είχε πει «ΕΣΥ είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης!» και μετά…. Και μετά πως βρέθηκε ξαφνικά στο στήθος της μακαρίτισσας της μάνας του με μια κουδουνίστρα στο χέρι; Και μετά πάλι, πως βρέθηκε ξανά στο γραφείο του δημοσιογράφου με την ταυτότητά του στο χέρι αντί για το παιχνίδι του και με τον Μάνο να ζητάει συγγνώμη; «Του διαόλου πράγματα» σκέφτηκε καθώς παρκάριζε το παπάκι του έξω από τον σταθμό μετρό των Κασιματιάνικων. Έτρεξε ξέπνοος ακόμη στα εκδοτήρια. «Ένα για Αυλέμονα» είπε.
«Δεν κατάλαβα.»
«Ένα για Avlemonas» επανέλαβε στραβώνοντας ελαφρά το στόμα για να πετύχει τη προφορά ο ΣΚ. «Ελπίζω να ξέρει ντα διάολο μου συνέβηκε ο Γαβρίλης γιατί αλλιώς να δείς αγγελοκρούομαι» σκέφτηκε ανήσυχος ο ΣΚ κι έκανε τον σταυρό του φτύνοντας ταυτόχρονα τον κόρφο του.

…………………………………………..

sk leyko banΜερικά χιλιόμετρα βορειότερα ένα λευκό βαν παραβίαζε όλους τους κανόνες του ΚΟΚ και τρομοκρατούσε τους ανύποπτους Ολλανδούς τουρίστες που βολτάριζαν με τα μικρά νοικιασμένα αυτοκίνητα τους.
«Τι μαλακία ήταν αυτή πάλι;» είπε ξεφυσώντας ο πράκτορας Α κι άναψε ακόμη ένα τσιγάρο.
«Ρε μαλάκα δε γίνονται αυτά τα πράγματα!» επικύρωσε ο Β.
«Άκου ψάχνανε τη Φιφίκα! Τη γάτα τη Φιφίκα ρε να τρελλαθούμε ρε. Πόση γκαντεμιά ρε πούστη μου…»
«Το κάψαμε και το ανθρωπάκι τώρα» είπε ο Β.
«Ποιόν λες, τον τύπο που μιλούσε με τον κτηνίατρο;»
«Ναι ρε.»
«Στ´αρχίδια μας αυτός, εμείς να δούμε πως θα ξεμπερδέψουμε. Αν πάρει χαμπάρι ο Γ πως τον δουλεύουμε ούτε οι φουρναραίοι δεν μας γλυτώνουνε.»
«Κάνε στη άκρη ρε τρεκλέα που μου θέλεις και αυτοκίνητο!» ούρλιαξε ο Α κορνάροντας σαν μανιακός σε ένα γριζομάλλη Ολλανδό που του έκλεινε τον δρόμο με ένα κατσαριδάκι.
«Χαλάρωσε ρε μαλάκα, θα σκοτωθούμε.»
«Άμα δεν μάθουμε ποιός ήταν ο μεσαρίτης θα μας σκοτώσει ο Γ έτσι κι αλλιώς οπότε είμαστε η μία η άλλη» είπε Α βγάζοντας το προπορευόμενο όχημα του – ασπρομάλλη πλέον – Ολλανδού από τον δρόμο. Πέντε λεπτά αργότερα περνούσαν τους μεθοριακούς ελέγχους δείχνοντας τα πλαστά τους διαβατήρια κι έμπαιναν στα εδάφη της Κυθηραϊκής Ομοσπονδίας. Μόλις βγήκαν στην άουτομπαν Α1 ο Α σανίδωσε το γκάζι και το βανάκι όρμησε μπροστά με την κάθε του βίδα να τρίζει.
«Αυτά είναι ρε. Άουτομπαν, ούτε όριο ταχύτητας ούτε τίποτε. Πολιτισμός ρε.»
«Ναι γιατί αν είχε όριο θα το σεβόσουνα» μουρμούρισε ο Β σφίγγοντας ασυναίσθητα τη χειρολαβή της πόρτας του.

………………………………………

«Πάμε μάγκες» είπε η Φιφίκα στον Χνούδη και τον Αφράτο* και πήδηξε από τη καρότσα του αγροτικού του Θανάση του ψαρά. «Καλωσορίσατε στον όμορφο Αυλέμονα αγόρια» συνέχισε αστειευόμενη.
«Έχεις ξανάρθει εδώ αφεντικό;» ρώτησε με ασυνήθιστα μεταλλική φωνή για γάτο ο Χνούδης.
«Φυσικά. Τι νομίζατε ρε γατάκια; Η Φιφίκα είναι περπατημένη, όχι σαν και σας που δεν ξεμακραίνετε από την πλατεία των Κασιματιάνικων.»
«Θα φάμε και παγωτό;» ρώτησε ο Αφράτος, κι αυτός με μεταλλική χροιά.
«Άρπα μία που μου θες και παγωτό κοτζάμ μαντράχαλος» είπε τραβώντας του μια καρπαζιά η Φιφίκα.
«Αμάν ρε αφεντικό»
«Χαχα! Σου τη σβεντούριξε γερή μαλάκα!»
«Άρπα τη και συ!» είπε ο Χνούδης κοπανώντας τον στο κεφάλι.
«Θεέ μου με τι ηλίθιους έχω μπλέξει, μιλάνε και σκέφτονται σαν τον 3CPO» σκέφτηκε η Φιφίκα και έδωσε τέλος στο αλληλοκαρπάζωμα με ένα διπλό κεφαλοκλείδωμα που έφερε σκοτοδίνη και πονοκέφαλο στους δύο σωματώδεις αλλά ηλίθιους σωματοφύλακές της.
«Πάμε γιατί έχω ραντεβού με τον κτηνίατρο για μια κολονοσκόπηση» είπε η Φιφίκα όταν έπαψαν επιτέλους να στριφογυρίζουν οι δύο μπράβοι.
«Εχγχεςς τφτθφ φεντχχχχχκο»
«Παρδόν;»
«Είσαι καλά αφεντικό γκουχ γκουχ νιαααααργκιχχ; Τι τη θες την κωλοσκόπηση;»
«Για ξεκάρφωμα. Βασικά έχω κανονίσει μια συνάνηση με το Δημήτρη Σφηκάκη της Myrtoon Oil για κάτι δουλειές. Καταλαβαίνεις. Ή μάλλον όχι τώρα που βλέπω τη φάτσα σου.»
«Όχι αφεντικό» είπε κατεβάζοντας τα μάτια ο Χνούδης.
«Καλύτερα. Δεν είναι δική σου δουλειά να σκέφτεσαι. Αφράτε είσαι καλά.»
«Γκχιιιν» ο Αφράτος έγνεψε καταφατικά παλεύοντας ακόμη να οξυγονώσει τον εγκέφαλό του.
«Αφεντικό αυτός ο Σφηκοτέτοιος δεν είναι που αγόρασε τους Λοκαλίστας;»
«Αυτός είναι.»
«Θα χτίσει το γήπεδο λέει και θα γκρεμίσει την παράγκα λέει.»
« Βέβαια. Ο Πάνθηρας είναι ακέραιο άτομο.» είπε γελώντας η Φιφίκα.
«Βάμος Λοκαλίστας! Ερχόμαστε!!!»
«Πάμε λοιπόν. Όσην ώρα είμαι στον γιατρό εσείς να είστε φρόνιμοι. Και όχι πολλά πολλά με αγνώστους έτσι; Ο Avlemonas έχει γίνει φωλιά ξένων πρακτόρων.»

…………………………..

Η Κάθι κατέβηκε από το μετρό, έβγαλε ένα μπουκαλάκι Evian σε σπρέυ από την τσάντα της και ψέκασε το πρόσωπό της. Στη συνέχεια έβγαλε ένα καθρεφτάκι κι ένα κραγιόν και φρεσκάρισε λίγο τα χείλη της. «Ας κάνω μια βόλτα πρώτα και μετά πάω για ψώνια σκέφτηκε και κατευθύνθηκε προς το Ναυτικό Όμιλο. Περπατούσε ανέμελη χαζεύοντας τις βιτρίνες με τα ρούχα που τις κέντριζαν το ενδιαφέρον στον κεντρικό δρόμο του εμπορικού κέντρου του κεντρικού λιμανιού του νησιού, όταν ξαφνικά η υπερακοή της έπιασε μια περίεργη συνομιλία:
«Νάτος ρε!!!»
«Ποιός;»
«Ο μεσαρίτης που ψάχνουμε!»
«Αμάν! Έχεις δίκιο, αυτός είναι. Πω ρε φάρδοοος»
«Γύρισε η τυχη μας σου λέω! Να και μία γκρίζα γάτα, κοίτα ρε πάει και του τρίβεται!. Τζακ ποτ!. Βγάλε τη φωτογραφική ρε μη τους χάσουμε τώρα που γυρΐζει και τρέχουμε σούμπιντο στο αρχηγείο»
«Προαγωγή ΚΑΙ αύξηση»
Η Κάθι έψαξε στους ενσωματωμένους της σκληρούς δίσκους και δεν άργησε θυμηθεί πως τους ήξερε αυτούς τους δύο τύπους. Ηταν κάποιοι πανύβλακες πρακτορίσκοι της συμφοράς που είχε στρατολογήσει η ΕΥΠ με μέσον τους φουρναραίους του Ποταμού και του Καραβά αντίστοιχα. Τους ειχε δεί αρκετές φορές στο γραφείο του Γ και δεν τους συμπαθούσε γιατί τους είχε ακούσει να σχολιάζουν την εμφάνισή της χασκογελώντας και χρησιμοποιώντας επίθετα που την είχαν στενοχωρήσει αφάνταστα. «Τι κάνουνε εδώ ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος;» αναρωτήθηκε και αύξησε την ευαισθησία των πυκνωτικών μικροφώνων που είχε κρυμμένα στη θέση που κανονικά θα βρίσκονταν τα τύμπανα των αυτιών της.
«Νιάου»
«Κρρρ κρρ νιαρ νιαρ»
«Νιαρρ νια νια»
Η Κάθι προσπάθησε να αγνοήσει τα νιαουρίσματα που την εμπόδιζαν να παρακολουθήσει την ύποπτη συνομιλία των συναδέλφων της, όμως το ενσωματωμένο σύστημα ανίχνευσης ύποπτων διαλόγων έβαλε σε λειτουργία τον κρυφό συναγερμό που της υποδείκνυε πως κάτι τρέχει. Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο εβαλε σε λειτουργία το Google Translate και το ρύθμισε για τα Γατίσια σαν εισερχόμενη γλώσσα.
«Μιάου μιάου νιάρ» (ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΥΝΑΝΙΣΜΟ ΕΣΥ ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΑΥΤΟΝ!)
«Μουαουρ μουρ;» (ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙΣ ΑΦΕΝΤΙΚΟ?)
«Αρνιαρνιαρνιαρ» (ΑΥΤΟΣ ΧΛΙΜΙΝΤΖΟΥΡΑΣ ΕΚΕΙ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΟΜΟΦΥΛΟΦΥΛΟΣ ΠΟΥ ΚΛΩΤΣΗΣΕ ΕΜΕΝΑ ΜΙΑ ΠΡΙΝ ΩΡΑ)
«Κχχχχ κχχχμαοοοοο» (ΝΑ ΒΑΡΕΣΩ;)
«Μνιααααχ μαρ μιάι» (ΑΡΠΑ ΤΗ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΑΥΝΑΝΙΖΕΤΑΙ)
«Νιιιιου» (ΚΑΛΑ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΕΣΥ, ΤΙ ΒΑΡΑΣ;)
«Μιου νιου μιου νιαρρ» (ΠΑΜΕ ΤΡΙΦΤΟΥΜΕ ΜΑΘΟΥΜΕ ΜΗΠΩΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΙΠΟΤΕ. ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΟΣ ΧΑΡΟΥΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ)
«Κουρκουρ κουρ» (ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΣΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΑΥΤΟΣ ΠΩΣ ΨΑΧΝΕΤΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ;)
«Μιάι μιάι μιάι μιαρ» (ΓΙΑΤΙ ΑΚΟΥΣΑ ΕΓΩ ΜΕ ΜΥΤΕΡΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ, ΑΥΤΟ ΕΠΕΙΔΗ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ)
Η Κάθι έψαξε με το βλέμμα να βρεί για ποιόν μιλούσαν όλοι, άνθρωποι και αιλουροειδή.

Και τότε τον είδε.

Ο Μανώλης έσκυψε κι έδωσε ένα χάδι στην αθώα (με αυτο το πλευρό να κοιμάσαι Μανώληηηηη… Ε.Κ-W) γατούλα κι αυτή άρχισε να τρίβεται πάνω του γουργουρίζοντας. «Έ κατσί κατσί!» είπε ο ΣΚ. «Κρρρ κρρρ κρρ» απάντησε η γάτα. Ο ΣΚ χαμογέλασε, τη πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη χαϊδεύει με στοργή. Γύρισε τυχαία το πρόσωπό του προς το μέρος που βρισκόταν η Κάθι, ένα πρόσωπο που φωτιζόταν από τη λάμψη του χαμόγελου που μόνο όποιος χαϊδεύει μια γάτα που γουργουρίζει μπορεί να έχει.
Η Κάθι ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω απ´τα πόδια της και σωριάστηκε αναίσθητη πριν καταλάβει τι έγινε.
«Την κοπέλα παιδιά!» φώναξε ο ΣΚ ενώ έτρεχε προς το μέρος της λιπόθυμης Κάθι. Τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε στη σκιά. Εκείνη άνοιξε τα μάτια κι έβγαλε έναν ανεστεναγμό.
«Τι έγινε; Πού βρίσκομαι;» είπε.
«Όλα εντάξει κοπελιά, μάλλον εζαλίστηκεεες» απάντησε ο ΣΚ.
Και τότε, για πρώτη φορά, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Νάααατα μααας» είπε ο Α.
«Μιαρρρρργρνιαρ» (ΤΙ ΕΧΕΤΕ ΟΛΟΙ ΠΑΘΕΙ ΚΑΙ ΛΑΚΤΙΖΕΤΕ ΕΜΕΝΑ ΣΗΜΕΡΑ ΣΥΝΟΥΣΙΑΖΟΜΑΙ ΜΕ ΤΥΧΗ ΜΟΥ) είπε η Φιφίκα.
Ο Β σιωπηλός ζουμάρησε και άρχισε να τραβάει φωτογραφίες. Δεν είχε καμμία όρεξη να κάνει περιπολίες στο Λαχνό.
«Το έχουμε. Γυρνάμε.»
«Δε θα φάμε τίποτε; Έχω λιμάξει.»
«Πάρε κάτι στο χέρι να τρώς στο αυτοκίνητο γιατί αν αργήσουμε βλέπω να τρώμε κλωτσιές από τον Γ» είπε ο Β κι έβαλε τη φωτογραφική μηχανή στη θήκη της.
«Λες να το χάψει πως η γάτα είναι η Φιφίκα;»
«Ναι μωρέ, όλες οι γκρίζες γάτες ίδιες είναι.»
«Σκέψου λέεει να είναι στ´ αλήθεια αυτή.»
«Έλα ρε, είπαμε, δεν γίνονται αυτά» είπε ο Β μπαίνοντας στο βαν. «Αυτή τη φορά θα οδηγήσω εγώ» είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Καλά σου» μούτρωσε ο Α.
«Κοίτα τον μορφωνιό. Την έριξε τη γκόμενα.»
«Σιγά τη γκόμενα ρε. Σα τη φακλάνα την Κάθι είναι, η στολή της λείπει»
«Τώρα που το λές.»

Σε μια άκρη του δρόμου, μπροστά από το κατάστημα του Αρμάνι, η Κάθι κοιταζόταν στα μάτια με τον Μανώλη.
«Από πότε οι νεράιδες βγαίνουν στη στεριά;» ρώτησε ο Μανώλης.
«Από τότε που τριγυρίζουν στο Αρμάνι όμορφα παλληκάρια» είπε εκείνη και τα αηδόνια άρχισαν να κελαηδούν.

 

Στο επόμενο: Άρχισαν τα όργανα….

 

* Για τις πληροφορίες θέλω να ευχαριστήσω θερμά τη συνάδελφο Mallos. Ε.Κ-W.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *