Διαβάστε εδώ το 10ο μέρος
Διαβάστε εδώ το 12ο μέρος
Περίληψη προηγουμένων:
Τη στιγμή που στην Εξωδημοτική Υπηρεσία Πληροφοριών αναζητούν στοιχεία για τη δράση του Εφραίμ Χαρούπη, ο Σούπερ Κασιμάτης επισκέπτεται τα γραφεία της εφημερίδας «Η φωνή του Μέσα Δήμου» ύστερα από πρόσκληση του διευθυντή της.
…………………………………………………….
«Καφεδάκι;» ρώτησε ο Μανώλης Κασιμάτης ο δημοσιογράφος το Μανώλη Κασιμάτη τον υπερήρωα. Για να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε να πούμε «ρώτησε τον Μανώλη Κασιμάτη τον ανειδίκευτο εργάτη» καθώς η κρυφή του ιδιότητα παραμένει κρυφή ακόμη και από τον θρυλικό ρεπόρτερ και εκδότη της Φωνής του Μέσα Δήμου.
«Όχι μωρέ, ήπια ένα απ´αυτά τα ενερτσητρήκ* στο γυμναστήριο και σάμπως με πείραξε» είπε ο Σούπερ Κασιμάτης. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του κι ένα παρατεταμένο γουργουρητό ήρθε να συνηγορήσει στα λεγόμενά του. «Ή αυτό ή με πείραξε μιά χυλόπιτα» συμπλήρωσε ο ΣΚ σε μία σπάνια για τα δεδομένα του επίδειξη αυτοσαρκασμού.
«Ένα τήλιο ή ένα χαμομήλι ίσως σε βοηθούσε τότε».
«Σα νά’ χεις δίκιο. Μιά φασκομηλέα ανέ υπάρχει πιο καλά ακόμα».
«Φασκόμηλο λοιπόν» είπε ο εκδότης, αρχισυντάκτης, γελοιογράφος, τυπογράφος και διανομέας της μεγαλύτερης εβδομαδιαίας εφημερίδας του Μέσα Δήμου καθώς σήκωνε το ακουστικό του τηλεφώνου για να καλέσει το καφενείο του Μανώλη Κασιμάτη προκειμένου να παραγγείλλει. «Έλα Μανώλη, ο Μάνος είμαι. Τι ποιός Μάνος, ο Μανώλης ο Κασιμάτης. Όχι ρε, ποιός ηλεκτρολόγος, ο δημοσιογράφος είμαι. Μοιάζουν οι φωνές μας; Ναι μου το έχουνε πει κι άλλοι αυτό. Θα μας φέρεις έναν ελληνικό μέτριο διπλό σε κούπα και μιά φασκομηλέα; Δεν έχεις φασκόμηλο; Τήλιο μήπως; Χαμομήλι; Ούτε χαμομήλι; Τι έχεις να μαλακώσει το στομάχι του φίλου μου εδώ; Γκρήν τι; Ε πες πράσινο τσάι χριστιανέ μου! (Εντάξει Μανώλη;) Εντάξει, πράσινο τσάι. Τι; (Σκέτο ή με γκότζι μπέρι Μανώλη;) Σκέτο. Γειά, γειά.»
«Συγνώμη κιόλας ρε Μάνο αλλά πράσινο τσάι με πιπέρι θα με θερίσει μωρέ ετσά όπως είμ’ εγώ τώρα» είπε ντροπαλά ο Σούπερ Κ.
«Δεν είπα πιπέρι, γκότζι μπέρι είπα».
«Ήντα διάλος είναι τούτο πάλι ρε Μάνο;»
«Ένα μπιρμπιλόνι είναι, μια υπερτροφή, πολύ της μόδας».
« Υπερτροφή; Δηλαδή Μάνο τι λέεις, πως άμα τονε φάεις αυτόνε το μπεριμπέρη πετείς σαν τον Σούπερ Κασιμάτη;» αστειεύτηκε ο Σούπερ Κασιμάτης. Η συνεχιζόμενη σαρκαστική του διάθεση θα εξέπληττε ακόμη και τον εαυτό του όμως για κακή του τύχη νόμιζε πως «σαρκασμός» σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό, για την ακρίβεια νόμιζε πως ήταν το αντίθετο της χορτοφαγίας. Δεδομένου πως ο ίδιος ήταν φανατικός κρεατοφάγος αυτοχαρακτηριζόταν ως «σαρκαστικός», να λοιπόν γιατί η σαρκαστική του διάθεση δεν του έκανε εντύπωση. Απλά πράγματα. Ωστόσο φρίκη του είχε προκαλέσει ένας Αθηναίος τουρίστας που είχε γνωρίσει το περασμένο καλοκαίρι που του είχε εξομολογηθεί εντελώς χαλαρά πως του άρεσε να αυτοσαρκάζεται, κάτι που του είχε προκαλέσει ουκ ολίγους εφιάλτες στους οποίους έβλεπε τον άγνωστο αυτό άντρα να κανιβαλίζει το ίδιο του το κορμί. Καθώς μάλιστα το γνωστό πρόβλημα παραποίησης της πραγματικότητας δεν τον εγκατέλειπε ούτε και στον ύπνο του, έφτασε στο σημείο να δεί όνειρο αληθινό σπλάτερ στο οποίο είδε τον εαυτό του να περιστρέφεται τσιτσιρίζοντας ως ζωντανό ντονέρ κεμπάπ στο σουβλατζίδικο του Μανώλη (Κασιμάτη φυσικά) ενώ τον έκοβε και τον τύλιγε σε αλάδωτες πίτες ο Δαλάι Λάμα.**
«Έϊ! Μανώλη! Που ταξιδεύεις;» τον επανέφερε στη πραγματικότητα (ή μήπως όχι) ο Μάνος ο Δημοσιογράφος.
«Συγγνώμη» ψέλλισε ο ΣΚ. «Κάτι με ήθελες, κάτι επείγο».
«Έχω πληροφορίες για τον Χαρούπη».
Ο ΣΚ τέντωσε τ´αυτιά του, πάτησε και το REC. «Πέ το».
«Πρώτ´ απ´όλα σχετικά με αυτό που με είχες ρωτήσει».
«Για το έργο που θέλει να πάρει; Αυτό που θα φτιάνει το λεκτρικό ρεύμα μέσα στη θάλασσααα;»***
«Αυτό γειά σου. Αύριο παρουσιάζει την πρόταση μελέτης στην Αναπτυξιακή Εταιρεία Μέσα Δήμου. Ειναι μιλημένη η δουλειά, όπως πάντα δηλαδή».
«Μπορούμε να κάνουμε τίοτες;»
«Δεν νομίζω. Φαντάζομαι θα έχει μαγειρέψει καλά την πρόταση ώστε όλα να φαίνονται εντάξει».
«Και τι με φώναξες τότες;»
«Όπως είπα μου το είχες ζητήσει. Όμως έχω και άλλη πληροφορία».
«Πε τη μου ντε…»
«Δεν ξέρω αν πρέπει…» Ο Μάνος φάνηκε να διστάζει, όμως το καταστροφικό του χούι να μη μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό επικράτησε για μια ακόμη φορά. «Το λοιπόν, ο Χαρούπης είχε καταθέσει προμελέτη για την ανακατασκευή και αλλαγή χρήσης του κάστρου της Χώρας σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής του μετά απο τρομοκρατική επίθεση».
«…» είπε ο ΣΚ.
«Περιττό να αναφέρω πως το κάστρο είχε ασφαλιστεί μόλις πριν δύο μηνες έναντι αστρονομικού ποσού για τον ίδιο ακριβώς λόγο».
«…» επανέλαβε ο ΣΚ.
«Τι έχεις να πεις;»
«Ό,τι είχα να πω το είπα κύριε Μάνο».
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Και το ρωτάειεις;»
«Του λόγου σου τι ρόλο παίζεις;»
«Εγώ; Ρόλο… ήντα ρόλο; Θεατρίνος είμαι δα εγώ;»
«Έρχεσαι εδώ με ρωτάς για τον Χαρούπη και πριν καλά καλά απαντήσω, ΜΠΟΥΜ! Πάρτο κάτω το κάστρο.»
«Ε και;»
«Μετά μαθαίνω πως ο Χαρούπης ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.»
«Και τι σχέση έχω εγώ;»
«Δε σου φαίνεται ύποπτο ο Χαρούπης να είναι τόσο καλά προετοιμασμένος;»
«Τώρα που το λες είναι λίγο περίεργο. Αλλά δε μου λες εγώ τι σχέση έχω.»
«Κάτι ξέρεις εσύ.»
«Μωρέ λέλεψες μου φαίνεται!»
«Λέλεψα; Μπορεί.» είπε ο Μάνος ο δημοσιογράφος κι άνοιξε το συρτάρι του, έβγαλε έναν φάκελο και τον ακούμπησε στο τραπέζι ενώ κοίταζε τον ΣΚ στα μάτια κάνοντας τον να νιώσει πολύ άβολα. Τι στο διάολο προσπαθούσε να πει ο βραβευμένος για το έργο του από το ίδρυμα Εμμανουήλ Γ. Κασιμάτη άνθρωπος της πένας;
«Θυμάσαι Μανώλη πως αμέσως μετά την ανατίναξη του κάστρου εμφανίστηκε πετώντας ο υπερασπιστής του Μέσα Δήμου, ο Σούπερ Κασιμάτης; Το θυμάσαι έτσι δεν είναι;»
«Το ζαβέα; Ναι, πως…» είπε για ξεκάρφωμα ο ΣΚ.
«Κι εσύ εξαφανίστηκες πριν προλάβω καν να σε χαιρετίσω».
« Ναι μωρέ, φοβήθηκα μην είχε αποβάλλει η ζούλα μου η Βασιλική με το μπαμ κι έδραμα να τηνε μερώσω»****
«Έτσι ε; Η ζούλα.»
«Σκιάχτηκε η καημέχολη.»
«Η ζούλα.»
«Ναι μαθές» είπε ο ΣΚ που είχε αρχίσει να ιδρώνει.
«Ήρωας ο ζαβέας όμως.»
«Έλα μωρέ, σιγά τον ήρωα…» είπε κι η φωνή ίσα που βγήκε από τα χείλη του.
Ο βετεράνος της δημοσιογραφίας τον κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Σωστά. Σιγά τον ήρωα.»
«Ναι μωρέ, ώχου τώρα.»
«Ζαβέας παιδί μου.»
«Παλαβέας!»
«Λένε πως είναι και λίγο κουνιστός…»
«Τι; Τι λένε;»… «Εχμ… γκχ… τί, τι λένε;»
«Ότι, ξέρεις, την κουνάει την αχλαδιά.»
«Άντε μωρέ…»
«Τονε ξεσκονίζει τον κουραμπιέ.»
«Τι λες μωρέ, ποίος τα λέει αυτά;»
«Το ψήνει το ψάρι κι από τις δυό μεριές σαν τον Γκλέτσο.»
«ΠΟΙΟΣ ΤΑ ΛΕΓΕΙ ΑΥΤΑ;»
«Όλο το νησί.»
Αναστατωμένος ο ΣΚ κατέβασε μονορούφι το πράσινο τσάι (χωρίς γκότζι μπέρι) που είχε στο μεταξύ φτάσει, καίγοντας τη γλώσσα του.
«Κακοήθειεθ! Δεν το πιθτεύω!»
«Ίσως και να έχεις δίκιο.»
«Θίγουρα! Δαβέαθ μποράει να είναι αλλά μη τονε βγάλουμε και ομοθυλόθηλο τον άθρωπο»
«Σωστά, κακό πράγμα οι φήμες.»
«Είναι αίθχοθ και ντροπήθ πράγματα!»
«Να σε ρωτήσω Μανώλη τώρα που το θυμήθηκα. Ταυτότητα έχεις;»
«Αθτυνομική;»
«Ναι. Θέλεις νερό;»
«Ναι ευχαριθτώ. Έχω.»
«Μπορώ να τη δω;»
«Τι τη θεθ;»
«Έτσι, θα’ θελα να τη δω. Πειράζει;»
«Όχι». Ανήσυχος ο ΣΚ εβαλε το χέρι στη τσέπη του σακκακιού του. Μετά σε μια άλλη, μετά σε άλλη. Πετάχτηκε όρθιος και με τις χαρακτηριστικές κινήσεις ανθρώπου που συνειδητοποιεί πως κάτι πολύτιμο λείπει βάλθηκε να αδειάζει τις τσέπες του πάνω στο γραφείο του τίμιου μαχητή της ενημέρωσης.
«Την έχαθα!» είπε μετά από μάταιη αναζήτηση που κράτησε αρκετή ώρα καθώς στις τσέπες του βρέθηκαν ένα σωρό χρήσιμα και μη αντικείμενα, όχι όμως και η αστυνομική του ταυτότητα.
«Αυτή ψάχνεις;» είπε δήθεν αδιάφορα ο γκριζομάλλης δημοσιογράφος βγάζοντας μία αστυνομική ταυτότητα από τον φάκελλο που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του.
«Ναι…» είπε έκπληκτος ο ΣΚ. «Πού τηνε βρήκες;»
Αργά, με στόμφο, τονίζοντας κάθε συλλαβή ο αρχισυντάκτης είπε: «Έπεσε απο τον ΣΚ την ώρα που έκανε φιγούρες για τους τουρίστες αγαπητέ κύριε Μανώλη Κασιμάτη του Μύρωνα και της Πελαγίας. Ή μήπως προτιμάς να σε λέω… Σούπερ Κασιμάτη;!;»
……………………………………………..
Την ίδια ακριβώς ώρα ένας άλλος διάλογος ελάμβανε χώρα, στο Μποταμό:
“Εάν δεν έχω την απομαγνητοφώνηση στις 5 το απόγευμα ετοιμαστείτε για περιπολίες στο Λαχνό!» ούρλιαξε ψύχραιμα ο Γ.
Οι δύο γκαφατζήδες πράκτορες χλώμιασαν αλλά δεν τα έχασαν και εντελώς: «Αρχηγέ φαίνεται οτι έγινε κάποια μαλακία και το ηχητικό σβήστηκε…» είπε ο κοντός.
Βλέποντας την οργή του Γ να ξεχειλίζει και την εικόνα του εαυτού του να συλλέγει στοιχεία στον σκουπιδότοπο πιο κοντά από ποτέ, ο ψηλός έσπευσε να συμπληρώσει: «…ναι, γράφτηκε κατά λάθος το ντέρμπυ του γαύρου από πάνω…» και απόμειναν και οι δύο να αναρωτιούνται πως θα το πάρει ο Γ.
Αυτός έμεινε ακίνητος. Ανέκφραστος τους κοίταζε στα μάτια. Ύστερα, άρχισε να ανθυπομειδιά, μετά να χαμογελάει, μετά στιγμιαία να σοβαρεύει και ύστερα πάλι να γελάει κοιτώντας τους βαθειά στα μάτια. Οι πράκτορες χαλάρωσαν, άρχισε πρώτος ο κοντός να γελάει κι αυτός, μετά κι ο ψηλός και έτσι λύθηκαν και οι τρείς τους σε ένα νευρικό, ακατάσχετο γέλιο.
Η Πένυ Μάνυ έκλεισε το μικρόφωνο για να μην ακούσει τα παρακάτω, ήξερε τον Γ πολύ καλά…..
«Το ντέρμπυ…» είπε εξακολουθώντας να γελάει ο Γ.
«Ναι αρχηγέ, χαχχααα…», κυλίστηκε στο πάτωμα ο κοντός, ενώ ο ψηλός είχε γονατίσει και κρατούσε την κοιλιά του.
«Χαχααα…» συνέχισε ο Γ, «το ντέρμπυ που αναβλήθηκε λόγω επεισοδείων, χαχααα…».
Η Πένυ Μάνυ έφυγε τρέχοντας από τον προθάλαμο και πήγε όσο πιο μακρυά μπορούσε για να μην ακούει. Δεν πρόλαβε όμως, άκουσε τις φωνές του πριν ακόμα φτάσει στη Σπάρτη: η φάρα τους, το σόι τους και η μάνα που τους γέννησε ήταν μεταξύ αυτών που εθίγησαν λιγότερο.
5 λεπτά αργότερα, κρεμασμένοι ανάποδα έξω από το παράθυρο του 5ου ορόφου της ΕΥΠ, οι δύο πράκτορες συνεννοήθηκαν με τα μάτια οτι ήταν μάταιο και δεν θα μπορούσαν αλλιώς να γλιτώσουν. Ο κοντός φώναξε «Λάθοοοος! Σόρρυυυ!...Έκανα λάθος αρχηγέ, το έχω το ηχητικό, τώρα το θυμήθηκα!»
Ο Γ πήγε αργά προς το παράθυρο, άνοιξε νωχελικά το τζάμι, τράβηξε μια ρουφηξιά κοιτώντας τον κάμπο του Μποταμού προς τα Ζαγλανικιάνικα. Ύστερα ακούμπησε το ποτήρι με το ουίσκι στο πρεβάζι, έσκυψε προς τα κάτω και είπε: «Τι είπες καλό μου παιδί;»
«Τώρα το θυμήθηκα, πρέπει να μου έπεσε η κασέτα στο πλάι της πόρτας του συνοδηγού. Το έχουμε, το έχουμε!»
«Ναι, αρχηγέ, κι εγώ, είδα μια κασετούλα, δεν είχα δώσει σημασία αλλά τώρα που μου κατέβηκε το αίμα στο κεφάλι το θυμήθηκα» συμπλήρωσε ο ψηλός.
«Αααα!» είπε τρυφερά το Γ, «τότε θα μπορούσα να έχω την απομαγνητοφώνηση μέχρι τις 4 το απόγευμα σήμερα ή θα κουραστείτε γλυκά μου;»
«Μα τι λες αρχηγέ, για την υπηρεσία εμείς ξενυχτάμε άμα χρειαστεί!»
«Εντάξει, προς στιγμήν νόμισα οτι βαριόσασταν να το κάνετε αλλά χαίρομαι και συγκινούμαι που πρόκειται απλώς για παρεξήγηση. Το απόγευμα λοιπόν» είπε ο Γ και έκοψε το σκοινί.
……………………………………..
Την ίδια ώρα, ο προπροηγούμενος διάλογος συνεχιζόταν στα Κασιματιάνικα:
Ο Μανώλης ξεροκατάπιε. Βρισκόταν ένα βήμα πριν την καταστροφή. Όχι μόνο κινδύνευε να αποκαλυφθεί η μυστική του ταυτότητα, αλλά ο άνθρωπος που θα ανακάλυπτε πως αυτός, ο Μανώλης Κασιμάτης (του Μύρωνα και της Πελαγίας) ήταν στη πραγματικότητα ο Σούπερ Κασιμάτης, ο πρώτος Τσιριγώτης υπερήρωας, ο άγρυπνος φύλακας του Μέσα Δήμου, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος αδυνατούσε να κρατήσει μυστικό πάνω από ένα λεπτό και ήταν μάλιστα και εκδότης εφημερίδας. «Κάηκε η γλώθθα μου και δεν άκουθα τι είπεθ» είπε στον Μανώλη (Μάνο) Κασιμάτη τον θεματοφύλακα της Τσιριγώτικης ελευθερίας του τύπου.
«Είπα πως ΕΣΥ είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης Μανώλη και ιδού η απόδειξη!» απάντησε ο μεσήλικας δημοσιογράφος χτυπώντας τη ταυτότητα του Μανώλη στο γραφείο του.
Ο Μανώλης πήρε μια βαθιά ανάσα και κοιτάζοντας τον Μάνο είπε ήρεμα:
«Όχι.»
Έκπληκτος από την ψυχραιμία που επέδειξε ο συνομιλητής του (αλλά όχι τόσο όσο εκείνος εδώ που τα λέμε) ο Μάνος αποστομώθηκε προς στιγμήν.
«Όχι;»
«Όχι.»
«Και η ταυτότητα; Πώς το εξηγείς αυτό;» Ο ΣΚ είχε πιά κερδίσει αρκετό χρόνο για να θυμηθεί την εκπαίδευσή του. Για καλή του τύχη ο σοφός μεντοράς του, ο κτηνίατρος Γαβρίλης γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο αδέξιος στις συζητήσεις προστατευόμενός του δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε μια τέτοια κατάσταση ανάγκης είχε φροντίσει να τον εκπαιδεύσει υποβάλλοντάς τον προηγουμένως σε ύπνωση. Όταν ο Μάνος ο δημοσιογράφος τον στρίμωξε λέγοντάς του «ΕΣΥ είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης» άθελά του είχε πει τη φράση κλειδί που έστελνε τον αγαθό Μανώλη Κασιμάτη σε κάποιο μέρος μακρινό και έφερνε στη επιφάνεια τον Μανού τον Τίγρη, το σκοτεινό άλτερ έγκο του που μπορούσε να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία με ψυχραιμία και στυλ.
«Φέρε ένα τσιγάρο και πες μου κι άλλες τέτοιες ιστορίες, με διασκεδάζεις» είπε ο ΣΚ αφήνοντας άφωνο τον Μάνο.
«Δεν ήξερα πως καπνίζεις.»
«Απ´ ό,τι φαίνεται τίποτε δεν ξέρεις.»
«Σε ρώτησα κάτι και απαιτώ να μου απαντήσεις!» επανήλθε τσαντισμένος ο Μάνος.
«Θυμάσαι το φιάσκο της τελετής υποδοχής του Κιμ Τζονγκ Ουν στη βρύση του ΑηΓιάννη στα Βιαράδικα τις προάλλες;»
«Εγώ το θυμάμαι. Εσύ μήπως θυμάσαι την ερώτησή μου;»
«Σιλάνς. Θα θυμάσαι φαντάζομαι πως ο Σούπερ Κασιμάτης παραβίασε τον εναέριο χώρο της Κυθηραϊκής Ομοσπονδίας κάνοντας μαντάρα τη τελετή μαζί με την άλλη τη μπεκάτσα τη Σούπερ Καθυ με χιλιάδες κόσμου και εκατοντάδες δημοσιογραφους και τηλεοπτικά συνεργεία να είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του γεγονότος. Σωστά;»
«Σωστά, φυσικά και το θυμάμαι, εκεί ήμουν κι εγώ. Είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης, ναι ή ού;»
«Ού»
«Πως εξηγείς τη ταυτογκχηγκουχγκουχ τα σταμάτα να μού φυσάς καπνό στη μούρη τι σέπιασε βλοημένε γκουχγκουχ»
«Εσύ πως εξηγείς το γεγονός πως ήμουν καθ´ όλη τη διάρκεια του περιστατικού στον Avlemonas κι έπινα καφέ με τον κτηνίατρο Γαβρίλη;»
«Ήσουν…»
«Στον Avlemonas» είπε απομακρύνοντας λίγο το αριστερό του χέρι για να κοιτάξει με ενοχλημένο ύφος μια απείθαρχη παρανυχίδα.
Ο Μάνος έχασε προς στιγμήν τα λόγια του ξαναβρήκε όμως αμέσως την αυτοκυριαρχία του.
«Έχεις μάρτυρες που μπορούν να το βεβαιώσουν;»
«Φυσικά. Την ταυτότητά μου παρακαλώ.»
«Ορίστε.»
«Και κάτι ακόμη.»
«Τι;»
«Τι λένε τα καλά παιδιά;»
«Ζητώ συγγνώμη;»
«Έτσι μπράβο. Αλλη μία χωρίς ερωτηματικό τώρα» είπε ο Μανού ο Τίγρης και απεχώρησε στα σκοτεινά βάθη της ζούγκλας του υποσυνείδητου, παίρνοντας μαζί του το ψυχρό μπλέ χρώμα της γραμματοσειράς – για να επανέλθει η ντροπαλή προσωπικότητα του Μανώλη λίγο μπερδεμένη και πολύ ζαλισμενη από το πήγαιν´ έλα.
«Σγνμη.»
«Ηντάπεεεθ;» ρώτησε, άρτι αφιχθείς από τις εσχατιές του υποσυνειδήτου του ο ΣΚ.
«Είπα: Ζητώ συγγνώμη,» απάντησε ταπεινωμένος αλλά οχι απόλυτα πεπεισμένος ο Μάνος.
«Δε πειράδει» είπε ψιλοζαβλακωμένος ακόμη ο ΣΚ. «Να παγαίνω τώρα εγώ, ε;»
«Στο καλό. Να ξέρεις πως δεν τελειώσαμε όμως.»
«Εντάκθει» είπε ο ΣΚ που δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε συμβεί αλλά δεν ήταν χαζός να το πολυσκαλίζει. «Τα λέμε.»
«Καλοστρατία» είπε ο Μάνος. «Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, αλλά θα τον βρώ, που θα πάει» σκέφτηκε και σηκώθηκε να ανοίξει ένα παράθυρο καθώς ο Μανού ο Τίγρης ειχε ντουμανιάσει το γραφείο του. Κοίταξε έξω και είδε το μοτοποδήλατο του ΣΚ να απομακρύνεται με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει. Ξαφνικά έβγαλε μια φωνή κι έπιασε με τα χέρια το κεφάλι του.
«Και η ταυτότητα; Έφυγε χωρίς να μου πει πως βρέθηκε εκεί!» αναφώνησε – αλλά αμέσως του ήρθε ζαλάδα στη σκέψη οτι μέσα στη σύγχισή του παρέδωσε το μοναδικό στοιχείο που κρατούσε. «Μιάου» είπε μια όμορφη γατούλα που ήρθε στο παράθυρο ένα δευτερόλεπτο πριν την εκτοξεύσει ο Μάνος ξεσπώντας έτσι τα νεύρα του στο αθώο ζωντανό.
«Θα σε φτιάξω εγώ κάθαρμα» σκέφτηκε η γάτα μετά από την επεισοδιακή της επάνοδο στην ατμόσφαιρα και μια μάλλον άτσαλη προσγείωση πάνω σε μια σκιναρέα και σημείωσε στο μπλοκάκι της το όνομα και τη διεύθυνση του Μάνου. Στη συνέχεια κατηφόρισε προς την πλατεία των Κασιματιάνικων όπου ήταν μαζεμένη όλη η γατοπαρέα του χωριού. «Κανείς δεν τα βάζει με τη Φιφίκα και μένει ατιμώρητος. Κανείς.»
Στο επόμενο: Ο κλοιός χαλαρώνει λίγο αλλά μετά πάλι στενεύει και μάλιστα περισσότερο….
* «..ενερτσητρήκ» = το γνωστό σε όλους μας ενερτσυτρίκ, ο Μανώλης είναι πολύ ανορθόγραφος στον προφορικό λόγο – Ε.K-W.
** Ξύπνησε μόνο όταν ο σαδιστής θρησκευτικός ηγέτης τον τύλιξε σε πιτόγυρο με τζατζίκι η κρύα αίσθηση του οποίου τον έβγαλε από τον εφιάλτη μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως είχε μουσκέψει τα σεντόνια του καθώς η κύστη του θεώρησε απαραίτητο να αδειάσει προκειμένου να διευκολύνει πιθανή διαφυγή από την αλάδωτη πίτα.
*** βλ. στο Μέρος 1ον: Η Γέννηση ενός Θρύλου, σελίδα 1, παράγραφος 2, κάτω κάτω.
**** Capra aegagrus hircus