Γεννηθήκαμε ανυπόμονοι ώστε να μας επιτραπεί να πιστεύουμε, παρήγορα, ότι ο θάνατος καθυστερεί. Στη συνέχεια, ανυπομονώντας, παραβλέπουμε ότι ο θάνατος μπορεί κάλλιστα να εξοφλείται δίχως τυμπανοκρουσίες, με πολλές μικρές δόσεις μαρτυρικής επιβίωσης σε μια ομιχλώδη και καταθλιπτική βιομηχανική πόλη του Bορρά. Έτσι, το ότι οι πρόσφυγες ζουν με το όνειρο ενός ‘‘καλύτερου μέλλοντος’’, όπως το χαρακτηρίζουν ευγενικά οι δημοσιογράφοι, ανεξαρτήτως του πόσο θα τους κοστίσει κάτι τέτοιο, το ότι ελάχιστα προθυμοποιούνται να συλλάβουν το μέγεθος και τη μελαγχολία της αποξένωσης που συνοδεύει όλους εκείνους τους φονικούς κραδασμούς που δέχεται η ψυχή στην εξορία, τέλος το ότι δηλώνουν εμπράκτως πως τίποτα δεν τους συγκινεί πλην της προοπτικής να γίνουν δεκτοί στη Γερμανία ως υποψήφιοι προλετάριοι που θα μπορούν, σε τριάντα χρόνια από σήμερα, να καυχώνται ότι είναι αυτοδημιούργητοι επαγγελματίες με κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα και πρόσβαση σε γρήγορο Ίντερνετ –, όλα τα παραπάνω δεν συνηγορούν υπέρ της πρόβλεψης ότι, στο εξής, θα υποφέρουν απ’ τις ερωτικές απογοητεύσεις της νοσταλγίας. Επομένως, αφήνουν πίσω τους κάτι απείρως σημαντικότερο και πιο βαθιά ριζικό από μια κατεστραμμένη πατρίδα σε μια γωνία του χάρτη.
Διότι ναι μεν το να θέλεις να απομακρύνεις τα παιδιά σου από το θέατρο του πολέμου είναι μια εύλογη πρόνοια, αλλά να ξεκινάς για τη Γερμανία πεζός και με την ανεπιφύλακτη πρόθεση να ενσωματωθείς εκεί πάση θυσία, αυτό ενδέχεται να αποδειχτεί μια φιλοδοξία που προδίδει πως εκείνοι που τη μοιράζονται έχουν ξεριζωθεί διπλά, αφενός εξαιτίας του πολέμου, αφετέρου λόγω των πειρασμών του τεχνολογικού μέλλοντος που εισβάλλει από τη Δύση ακάθεκτο. Είναι διωγμένοι πρώτα απ’ τον τόπο τους κι έπειτα απ’ την κουλτούρα τους, της οποίας οι παραδόσεις σχετίζονταν κάποτε με κρυφούς, περιφραγμένους κήπους στη μέση της ερήμου και με τη μοιρολατρική ενατένιση των αστερισμών λίγο πριν απ’ την ανατολή του ηλίου. Όλα αυτά μοιάζουν τώρα να έχουν εξανεμιστεί καθώς τα παρασύρει το ωστικό κύμα της Ιστορίας προς τα εκεί όπου η ημισέληνος τρεμοσβήνει. Δεν υπάρχει πλέον μαγεία και τα πνεύματα των πηγών και των δέντρων έχουν σιγήσει.
Έτσι, και καθώς οι ξεριζωμένοι εμφανίζονται ικανοί να ανταλλάξουν σιωπηρά την πολιτισμική τους ταυτότητα μ’ ένα περιζήτητο ταξιδιωτικό έγγραφο της Ένωσης, μπορείς να πεις ότι δεν τους μένουν και πολλά για να πάρουν μαζί τους στη βόρεια Ευρώπη, μόνον η δήλωση πίστης στο Κοράνι και η υποχρέωση να βγάζεις τα παπούτσια σου προτού μπεις στο τέμενος• οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν αποκλείεται να νομίζουν ότι μια χώρα όπου επιτρέπονται τα διαζύγια και οι εκτρώσεις αποτελεί, αυτονοήτως, παράδεισο ελευθερίας. Θα μπορούσαν, φέρ’ ειπείν, να διαλέξουν την παραμονή στην Τουρκία ή στην Ελλάδα, όπου, βέβαια, αν μιλάμε για πληθυσμούς εκατοντάδων χιλιάδων, δεν θα ήταν ακριβώς ευπρόσδεκτοι, αλλά μήπως στην Κεντρική Ευρώπη τους υποδέχονται με λουλούδια; Εντούτοις, διαλέγουν αυτή την τελευταία, κόντρα σε όλες τις ηθικές δυσκολίες και τα σωματικά βάσανα, τους εξευτελισμούς και την ανασφάλεια, την ψυχρή ιδιοσυγκρασία των Βορείων και τους βίαιους αυτοματισμούς της κοινωνικής ζωής, επιπλέον την έλλειψη εξοικείωσης με το κλίμα και το φάσμα του αδυσώπητου ανταγωνισμού που κυριαρχεί στις προτεσταντικές κοινωνίες, χώρια τα εκκωφαντικά ιστορικά διδάγματα σχετικά με το γερμανοαυστριακό ρατσιστικό παρελθόν, ναι, θα υποφέρουν αγόγγυστα όλες αυτές τις εξοντωτικές δοκιμασίες αρκεί να βρεθούν σε απόσταση αναπνοής από τα στοιχειώδη δολώματα του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού, ένα διαμέρισμα με μοντέρνες ανέσεις, ένα αξιοπρεπές αυτοκίνητο και σπουδές για τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο.
Άρα μένουν πολλά ακόμη να ειπωθούν για το είδος της φυγόκεντρου που αναπτύσσεται γύρω απ’ την προσφυγική έκρηξη, εφόσον τη διακρίνουμε από το ένστικτο της επιβίωσης ή απ’ τα θεάρεστα εν τέλει κίνητρα μιας άτακτης φυγής μπροστά στον τρομώδη ορυμαγδό του πολέμου•τα ΜΜΕ έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν αυτά τα δύο ζητήματα σαν ένα και το αυτό: το όνειρο των αστικών ελευθεριών στον Βορρά, περιλαμβανομένης της ελευθερίας που υποτίθεται ότι εγγυάται η οικονομική ανεξαρτησία, και η επιθυμία απόδρασης από τόπους όπου η άσκηση τυφλής βίας διευθύνει τις καθημερινές εξελίξεις είναι συμβάντα που, για λόγους ιδεολογικού χειρισμού της επικαιρότητας, γίνονται αντιληπτά σαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ενώ θα έπρεπε κανονικά να τα αντιδιαστέλλουμε. Είναι τέτοιος ο φόβος μας απέναντι σε κάτι που διαισθανόμαστε ότι καιροφυλακτεί στις αβύσσους του συλλογικού υποκειμένου, λχ. με τη μορφή μιας ξαφνικής απήχησης της λαϊκίστικης ακροδεξιάς ξενοφοβίας, ώστε κάθε κριτική του πεπρωμένου που οι πρόσφυγες προορίζουν για τον εαυτό τους αναβάλλεται επ’ αόριστον – εδώ αίφνης η ανυπομονησία λείπει με τρόπο απόλυτο.
Αναβάλλοντας όμως την κριτική, αναβάλλουμε και τη σκέψη και, αναβάλλοντας τη σκέψη, προετοιμάζουμε, στην πράξη, καινούργια καραβάνια προσφύγων που δεν θα βρουν τη λύτρωση όσο πειστικά και αν ισχυριζόμαστε στη γλώσσα των επιτελικών σχεδιασμών ότι πρόκειται απλώς για ‘‘ροές’’. Ποιες ‘‘ροές’’; Τίποτα δεν ρέει• όλα κινούνται σπασμωδικά και διά της τεθλασμένης σ’ έναν κυκεώνα ψευδαισθήσεων που καταρρέουν και ανάμεσα στα πτώματα των πνιγμένων.
ΠΗΓΗ: www.lifo.gr