Όταν έκανα τις πρώτες μου επιδρομές στην πατρική βιβλιοθήκη, θυμάμαι ένα λεπτό κιτρινισμένο ποιητικό βιβλίο με παράξενο τίτλο και ακόμα πιο παράξενο όνομα συγγραφέα: «Τα σφυρίγματα του αλήτη» του Τεύκρου Ανθία.
Το παράξενο όνομα δεν ήταν παρά λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Παύλου (Χατζημηνά), Κύπριου ποιητή, δασκάλου (εργάστηκε μάλιστα μεταξύ 1923 και 1927 σε σχολεία της Λακωνίας) και δημοσιογράφου. Οργανωμένος κομμουνιστής, συμμετείχε στα Οχτωβριανά του 1931 και τραυματίστηκε από σφαίρα στο χέρι, συνελήφθη, εδιώχθη, φυλακίσθηκε και εκτοπίσθηκε στο τουρκοκυπριακό χωριό Αντρολύκου της Πάφου, αφορίσθηκε από την Ι.Σ. Κύπρου για την ποιητική του συλλογή «Η Δευτέρα Παρουσία», έζησε για 7 χρόνια στην Αγγλία απ’ όπου επέστρεψε το 1955 στην γενέτειρά του για να πάρει μέρος στον αγώνα κατά των Άγγλων, φυλακίσθηκε μέχρι το 1957 οπότε αποφυλακίσθηκε και έφυγε πάλι στην Αγγλία (ως ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας) όπου και απεβίωσε το 1968.
Δεν θα αναφέρω την εργογραφία του που μπορεί να βρει κανείς στην σελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Αντιγράφω μια παράγραφο από το αφιέρωμα που έκανε ο Νίκος Σαραντάκος στα Μικροφιλολογικά για να αντιληφθούμε τον πνευματικό περίγυρο μέσα στον οποίο διαπλάστηκε ο ποιητής:
Όπως έγραψε αργότερα
Ανδρέας Παύλου ελέγουμουν / και νυν Τεύκρος Ανθίας
ποιηταρούδιν νηστικό, / παιδί της αλητείας.Εδώ χρειάζεται μια παρένθεση. Οι ποιητάρηδες ήταν μια ιδιοτυπία της κυπριακής ζωής: ήταν λαϊκοί ποιητές που γυρνούσαν τις πόλεις και τα χωριά και απάγγελναν τα ποιήματά τους, που ήταν βέβαια εκτενή και είχαν θέματα πατριωτικά, ηρωικά και άλλα, συχνά αντλημένα από την επικαιρότητα. Τα τύπωναν κιόλας σε φυλλάδες, που τις πουλούσαν. Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες ίσως τέτοιοι ποιητάρηδες. Για παράδειγμα, ο Ανθίας τύπωσε το 1914 την πρώτη του φυλλάδα, με τίτλο Η νεοτέρα Ελλάς, όπου εξιστορεί την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους με ιδιαίτερη έμφαση στους πρόσφατους τότε βαλκανικούς πολέμους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δεν θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι.
Για τους περισσότερους που είναι εξοικειωμένοι με το ποιητικό ιδίωμα της γενιάς του ’30 ίσως φανούν αναπάντεχα απλοϊκοί οι παραπάνω στίχοι˙ να θυμίσουμε το έτος έκδοσης της ποιητικής συλλογής: βρισκόμαστε στα 1929, πριν την Στροφή του Σεφέρη και την Υψικάμινο του Εμπειρίκου, πριν τα Ποιήματα του Νικήτα Ράντου και τους Προσανατολισμούς του Ελύτη. Βρισκόμαστε εντός του καρυωτακισμού, πολύ μετά την πολιτική στροφή του Βάρναλη, λίγο μετά το «Φως που καίει» και μόλις στις παρυφές της καινούργιας εκφραστικής που σύντομα θα κατακτήσει και την ελληνική ποίηση.
Ο Ανθίας έχει αναγνωριστεί όχι μόνο ως ο ποιητής της Αριστεράς, αλλά της πονεμένης Κύπρου. Πολιτικοποιήθηκε και χρησιμοποίησε την ποίηση του σαν καταδίκη των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που εξανθρωπίζουν και αλλοτριώνουν την ανθρώπινη ζωή. Τα κύρια θέματα ήταν η ζωή, η αγάπη, η αντίσταση – ήρωες του, οι φτωχοί και καταπιεσμένοι.*
* Απόσπασμα από εκδήλωση με ομιλητές τον ποιητή Γιώργο Μολέσκη και την πανεπιστημιακό Φλόγα Ανθία, κόρη του ποιητή.
ΣΗΜ.: Η ξυλογραφία είναι έργο του Τηλέμαχου Κάνθου.