Η Ρ και ο Τ είναι και οι δύο επαγγελματίες μουσικοί και ζευγάρι στη ζωή και στο πατάρι. Η μουσική τούς ένωσε δέκα χρόνια πριν, όταν η Ρ αντικατέστησε την τραγουδίστρια στο σχήμα του Τ και από τότε, η μουσική τούς κρατάει κοντά και τους βοηθάει να τα βγάζουν πέρα, ακόμα περισσότερο από τότε που ήρθε στον κόσμο και η κορούλα τους. Στην πόλη που ζουν, έχουν βγάλει καλό όνομα με το ταλέντο και τον επαγγελματισμό τους και έτσι, ακόμα και όταν τα «νυχτοκάματα» μειώθηκαν σημαντικά, εκείνοι κατάφεραν να διατηρήσουν τη ζήτησή τους και να επιβιώνουν αξιοπρεπώς. Πολλά χρήματα, δεν έβγαζαν ποτέ, αλλά και τώρα, έχουν βρει τον τρόπο μειώνοντας από εδώ και από εκεί, να συνδέουν αρμονικά τη ζωή με την τέχνη τους, ακόμα και εν μέρει «ξεπουλώντας» την.
Πάντως, τα πιο σοβαρά από τα μαγαζιά στην πόλη, τούς θέλουν στην αρχή κάθε χειμερινής σαιζόν για το πρόγραμμά τους, ενώ για τα καλοκαίρια, κλείνουν εδώ και χρόνια σταθερά εμφανίσεις σε πολυτελές θερινό συγκρότημα σε συγκεκριμένο νησί, οπότε, μετακομίζουν μαζί με το παιδί προσωρινά εκεί. Αν και οι μισθοί που συμφωνούν είναι -δεδομένης της συγκυρίας- ικανοποιητικοί, αυτό το καθιερωμένο ξεσπίτωμα κάθε χρόνο και η έλλειψη χρόνου διακοπών, κάνουν την κατάσταση λιγότερο αξιοζήλευτη από όσο μπορεί να φαντάζει. Η δουλειά διαρκεί μέχρι αργά τη νύχτα και πέφτοντας για ύπνο σχεδόν ξημερώματα, η μισή ημέρα χάνεται, η μικρούλα απολαμβάνει ελάχιστες ώρες μαζί τους, ενώ στα έξοδά τους, προστίθεται και ο μισθός της νταντάς που αναγκαστικά τους βοηθά, αφού οι γιαγιάδες είναι πλέον μεγάλες για τέτοιες μετακινήσεις.
Επιπλέον, δυσκολία είναι για την Ρ και τον Τ και η ίδια η εμφάνισή τους μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ένα πεντάστερο ξενοδοχείο που έχει τη δυνατότητα να προσλάβει ζωντανό μουσικό σχήμα για ολόκληρο το καλοκαίρι, γεμίζει με ανάλογους πελάτες, δηλαδή με πλούσιους παραθεριστές και το λιγότερο, ευκατάστατους θαμώνες. Οπωσδήποτε η θητεία τους σε αυτόν τον χώρο δεν προσφέρεται για το δημιουργικό κομμάτι της καριέρας τους, παρά μόνο για την αυτοσυντήρησή της. Το ρεπερτόριο οφείλει να είναι και λίγο τετριμμένο και λίγο εύπεπτο, ακόμα και όταν θα παριστάνει το ποιοτικό, με ελάχιστες αποκλίσεις από την πεπατημένη. Σκοπός είναι αποκλειστικά η διασκέδαση και η καλή γνώμη των ακριβών πελατών. Κάτι που έχουν καταφέρει με επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια, για αυτό και η σύμβασή τους ανανεώνεται χωρίς δισταγμό κάθε καλοκαίρι. Γενικά, αρέσουν στον κόσμο. Πολλοί τακτικοί παραθεριστές τούς γνωρίζουν πια, θυμούνται τη Ρ έγκυο, τον Τ με περισσότερα μαλλιά και μια τυπική αλλά εγκάρδια σχέση έχει αναπτυχθεί ανάμεσά τους.
Μερικές φορές ο ενθουσιασμός κάποιου από το μουσικό σόου των παιδιών είναι τόσο μεγάλος, ώστε μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο επιπλέον «τυχερό», όπως να τους καλέσουν έκτακτα σε μια πιο ιδιωτική εκδήλωση, με σαφώς μεγαλύτερη αμοιβή, ικανή για να παραβλέψουν μια δυσδιάκριτη αλλά αναπόφευκτη αίσθηση εκχυδαϊσμού της τέχνης τους, και συγχρόνως επιτρέποντάς τους να εξασφαλίσουν και κάτι για τους νεκρούς επαγγελματικά μήνες του Φθινοπώρου. Αυτά τα έκτακτα πολλές φορές καταλήγουν σε όμορφες βραδιές, ελευθερωμένες από προκάτ ρεπερτόρια, αληθινά ανθρώπινες και εμπνευστικές. Άλλες φορές όμως, όση και να είναι η αμοιβή, και οι δυο τους εκ των υστέρων θα προτιμούσαν να την είχαν αρνηθεί.
Όπως αυτό που ζήσανε πριν από δύο χρόνια. Ένας Έλληνας, διευθύνων σύμβουλος σε μια μεγάλη εξαγωγική εταιρεία, είχε από τότε χτισμένο το εξοχικό του στα δύο χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο. Αρκετά βράδια του καλοκαιριού ερχόταν στον χώρο της πισίνας και έπινε το ποτό του υπό τους ήχους του προγράμματος της Ρ και του Τ. Δυο μέρες πριν την πανσέληνο του Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, ήρθε μαζί με μια μεγάλη παρέα, την οποία αποτελούσαν και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας και μαζί ο γιος του ιδιοκτήτη, κληρονόμος κανονικός, γύρω στα σαράντα πέντε, καλοντυμένος με μια όψη παρατεταμένης νεότητας. Εκείνες τις μέρες, είχε φτάσει στο νησί με το σκάφος του και γύριζε μαζί με τον διευθυντή του τη στεριά και τη θάλασσα όλη τη μέρα. Άκουσε το πρόγραμμα και του άρεσε πολύ. Αμέσως μετά το τέλος, και ενώ τα παιδιά ακόμα μάζευαν τα όργανά τους, πήγε, τα βρήκε και τους έκανε την εξής πρόταση: την Τρίτη, που η Ρ και ο Τ είχαν το ρεπό τους, θα τους έπαιρνε μαζί του στο σκάφος για μια βόλτα στην πανσέληνο – δυο τρεις ωρίτσες υπόθεση-, δώρο προς τον διευθυντή του, που θα είχε τη μέρα εκείνη τα γενέθλιά του. Η αμοιβή που ζήτησαν η Ρ και ο Τ, χωρίς να έχουν αποφασίσει αν θέλουν να τη δεχτεί ο «κληρονόμος», ήταν πεντακόσια ευρώ συμπεριλαμβανομένης της μικροφωνικής εγκατάστασης. Αυτό θεώρησαν πως ήταν το ελάχιστο ποσό που θα τους έκανε να θυσιάσουν το ρεπό τους, γιατί κατά τα άλλα, το σκηνικό μόνο ελκυστικό δεν ήταν για τα γούστα τους και την αισθητική τους.
Την Τρίτη, λοιπόν, γύρω στις 9 το βράδυ η Ρ και ο Τ περίμεναν ήδη μισή ώρα με όλη τη σκευή στην προβλήτα, μπροστά από τον κάβο του σκάφους, τον «κληρονόμο» με την κουστωδία του να εμφανιστούν. Με τρία τέταρτα καθυστέρηση, έφτασαν όλοι και αφού φόρτωσαν και έστησαν, έλυσαν σχοινιά και ανοίχτηκαν στα γαλήνια νερά του ανοιχτού κόλπου. Στην αρχή ήρθαν από το προσωπικό οι μεζέδες και ένα δροσιστικό κοκτέιλ για το ξεκίνημα. Είχε περάσει ήδη η πρώτη ώρα όταν δημιουργήθηκε πια το κατάλληλο κλίμα για να αρχίσει το σχήμα να παίζει μουσική. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, αλλά το σκάφος είχε ένα διαρκές κούνημα, μια ξεκάθαρη αίσθηση πως τα βήματα σου, ασταθή, ακουμπούν σχεδόν κατευθείαν το νερό. Η Ρ δεν είναι συνηθισμένη στη θάλασσα και το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Το τραγούδι την βοηθούσε κάπως να καλμάρει την ναυτία, αλλά μέσα της παρακαλούσε να έρθει η ώρα να πατήσει το πόδι της ξανά στη στεριά.
Πέρασε και η δεύτερη ώρα που έπαιζαν, τελείωνε σιγά σιγά η πρόχειρη λίστα τραγουδιών που είχαν στήσει για τούτη τη βραδιά, και οι δυο τους πίστευαν πως σε λίγο η ταλαιπωρία φτάνει στο τέλος της. Οι κληρονόμοι και οι διευθυντές όμως, είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη διάθεση. Τώρα μόλις είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι. Άρχισαν το λοιπόν επιθετικά να δίνουν «παραγγελιές»: το «ελεύθερο πουλί» ο ένας, » εγώ δε ζω γονατιστός» ο άλλος και πάει λέγοντας για ακόμη δυο βασανιστικές ώρες. Στις τέσσερις τα χαράματα, οι οικοδεσπότες με βρεγμένα τα ρούχα τους από ιδρώτα, σαμπάνια και εμετούς, τρίκλιζαν πάνω στο κατάστρωμα αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον και στρέφοντας το κεφάλι προς τον ουρανό. Ο Τ άλλη υπομονή δεν είχε. «Παιδιά», τελευταίο κομμάτι και γυρίζουμε πίσω», τους είπε με καθαρή και αυστηρή φωνή. Οι διαμαρτυρίες που ακολούθησαν δεν είχαν πια την ίδια ένταση με πριν από μια ώρα. Τώρα, θα ήταν σίγουρα το τελευταίο τραγούδι. «Μην κλαις»! το «μην κλαις»… παίξε!», παράγγειλε ο εορταζόμενος διευθυντής με μια φωνή σαν λυγμό. Ωραία λοιπόν. Ξεκινούν ο Τ την κιθάρα, η Ρ τα λόγια μόνη της μέχρι που την έπνιξαν οι άγριες φωνές όλων των μεθυσμένων:
«Μην κλαις και μη φοβάσαι το σκοτάδι / εμείς, που ζήσαμε φτωχοί…..»
Πέντε παρά τέταρτο στην προκυμαία, τα μηχανήματα και τα όργανα φορτωμένα στο αυτοκίνητο. Η Ρ εξαντλημένη στη θέση του συνοδηγού να περιμένει τον Τ που μιλούσε λίγα μέτρα πιο κει με τον κληρονόμο. Σε λίγο, ο Τ ήρθε στο αυτοκίνητο, κάθισε στη θέση του οδηγού και άφησε στα ξεψυχισμένα χέρια της τέσσερα εκατοστάρικα. «Ο μαλάκας, μού έκοψε εκατό ευρώ. Να τον συγχωράμε λέει, αλλά δεν «βγαίνει» κι αυτός!»
Τελευταία στροφή πριν από τα ενοικιαζόμενα όπου τους περίμενε κοιμισμένη σαν αγγελούδι η μικρή με την νταντά της. Η ναυτία δεν υποχώρησε λεπτό. Η Ρ με όλη της τη δύναμη ξέρασε τα σωθικά της μέσα στο αυτοκίνητο. Λερώθηκαν τζάμια, δάπεδο, ταπετσαρία, αλλά το περισσότερο έπεσε στα αφημένα επάνω στην φούστα της εκατοστάρικα.