Διαβάστε εδώ το 5ο μέρος
Διαβάστε εδώ το 7ο μέρος
Περίληψη προηγουμένων:
«Θα της στείλω την Πολεοδομία», είπε εκνευρισμένος στο Γαβρίλη. «Το Καλακάθι είναι περιοχή Natura και η πολεοδομική νομοθεσία δεν επιτρέπει κτίρια με οχλούσες χρήσεις».
«Μα δεν είναι οχλούσα χρήση ένα κρυφό εργαστήριο σούπερ ηρώων» του απάντησε, γνωρίζοντας οτι αυτό μάλλον σε κάποιο καφενείο το άκουσε, δεν θα μπορούσε να το είχε σκεφτεί από μόνος του.
«Δεν έχει σημασία, δεν προβλέπεται από το ΓΠΣ του ’85.» (Πάντα διαβασμένα τα καφενεία στα Κύθηρα.)
«Καλά, εσύ δεν ξέρεις ούτε που είναι.»
«Αυτός δεν είναι λόγος.»
………………………………………………………………………………………………….
Ο Μανώλης είχε ξυπνήσει μετά δυσκολίας. Λογικό ήταν, καθώς δεν βρήκε ταξί στο Διακόφτι και αναγκάστηκε να περπατήσει μέχρι τα Δόκανα. Ευτυχώς του είχε μείνει ένα παξιμάδι και μπόρεσε να κάνει το υπόλοιπο της διαδρομής πετώντας γιατί ακόμη θα ήταν στον δρόμο. Ετοίμασε το πρωϊνό του. Λίγο κατσικίσιο γάλα (παλιά αγαπημένη γεύση) και λίγα παξιμάδια και αισθάνθηκε και πάλι δυνατός. Έτσι αναζωογονημένος άρχισε να κάνει σχέδια. Έφερε ξανά στη μνήμη του τα όσα είχε ακούσει το προηγούμενο βράδυ. Τα ξαναέφερε. Τα ξαναματαέφερε. Κάθε φορά κάτι του φαινόταν διαφορετικό. Μόλις καταστάλαζε κάπου και άρχιζε να καταστρώνει ένα σχέδιο τα πάντα άλλαζαν. Όπως θα θυμάστε (αν όχι, κακώς, να είστε πιο προσεκτικοί, δεν θα τα λέμε εκατό φορές) ο Σούπερ Κασιμάτης έχει μεν υπεράνθρωπη ακοή, όμως δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις πληροφορίες του επειδή για άγνωστο λόγο ο εγκέφαλός του αμέσως παράγει δεκάδες εναλλακτικά σενάρια με αποτέλεσμα ο ατρόμητος ΥπερΤσιριγώτης να μην μπορεί να δράσει με ξεκάθαρο στόχο και τακτική. Μέσα στην απελπισία του, ξαφνικά είχε μια έκλαμψη: Θα μάθαινε όσα μπορούσε περισσότερα για αυτόν τον Χαρούπη, θα τα κατέγραφε και μετά… «Μετά θα αφήσω το ένστικτο και την αγάπη μου για τον τόπο να με οδηγήσει», σκέφτηκε μεγαλόφωνα. Πριν κάνει οτιδήποτε όμως θα πήγαινε να δει τον μέντορά του, τον Γαβρίλη. Μπορεί να τον απασχολούσε αυτή η υπόθεση με τον Χαρούπη, όμως αυτό που τον έκαιγε περισσότερο ήταν αυτή η παρείσακτη, η Σούπερ Κάθι που του χάλαγε τη μόστρα. Τι διάολο, για ένα κούτελο ζούμε.
Απογοητευμένος που η ιδέα του να καταγγείλλει την Κάθι στην πολεοδομία είχε καταρριφθεί από το σοφό Γαβρίλη, ο Μανώλης κατσούφιασε και άρχισε να παίζει με το μουστάκι του, σημάδι μεγάλης ψυχικής ταραχής (βέβαια ενίοτε είναι απλά σημάδι πως η αγαπημένη του σκύλα η Μπέλα τον έχει κολλήσει πάλι ψύλλους). «Περίεργο όμως να κολλάει ψύλλους μόνο στο μουστάκι» σκέφτηκε ο Γαβρίλης ο οποίος έβλεπε από την αρχή με καχυποψία την στενή σχέση του Μανώλη με τη Μπέλα. Καθώς όμως ήξερε πως ο Μανώλης είχε ψεκάσει το μουστάκι με εντομοαπωθητικό μόλις δύο ημέρες πριν, ο έμπειρος κτηνίατρος συμπέρανε με ασφάλεια πως ο μαθητής του βρισκόταν υπό καθεστώς έντονης αναστάτωσης.
«Ίσως αν της μίλαγες;»
«Να πούμε τι δάσκαλε; Δε θέλω παρτίδες με την παλιοξωτάρα, να ξεκουμπιστεί να φύγει θέλω.»
«Παράλογο αυτό που λες. Με ποιά δικαιολογία θέλεις να φύγει από το νησί της; Κι αυτή Τσιριγώτισσα είναι όπως κι εσύ»
Ο Μανώλης πήρε ένα μάλλον ανθυγιεινό βυσσινί χρώμα ενώ το μουστάκι του άρχισε να αραιώνει επικίνδυνα.
«Το Υγειονομικό; Να της στείλω το Υγειονομικό;»
«Τι λες βρε Μανώλη;»
«Ο ξάδελφός μου ο Μανώλης που έχει την ταβέρνα έτσι ξεφορτώθηκε τον απέναντι.»
«Δεν είναι ταβερνιάρισσα η Κάθι, σύνελθε!»
«Τον ΣΔΟΕ τότε… Όχι, το ΙΚΑ! Το ΙΚΑ Γαβρίλη!»
«ΜΑΝΩΛΗ!»
«Την Αρχαιολογική υπηρεσία. Το λιμενικό. Την πυροσβεστική. Την ΥΠΑ. Να της γίνει έλεγχος καυσαερίων.»
Ο Γαβρίλης αναστέναξε.
«Δε μπορώ άλλο δάσκαλε. Όπου πάω, το δούλεμα πάει σύννεφο. Μέχρι και άρμα στο καρναβάλι με κάνανε. Είδες τη γελοιογραφία του XK στη Δραγονέρα*;»
«Εγώ λέω πως πρέπει να τη βρεις και να της μιλήσεις. Έχετε τόσα κοινά. Σκέψου πως κι αυτή ζει κρυπτόμενη όπως κι εσύ»
Το πρόσωπο του Μανώλη άλλαξε χρώμα και από βυσσινί έγινε ένα μάλλον κοριτσίστικο φούξια, κάτι που παρατήρησε αμέσως ο Γαβρίλης.
«Ρε, μπας και σου αρέσει;»
«Τι; ‘Ελα Παναγία μου Μυρτιδιώτισσα, ήντα βουιδίλες λες δάσκαλε; Λώλεψεεες;»
Ο Γαβρίλης χαμογέλασε. «Του αρέσει λοιπόν» σκέφτηκε. «Αυτό το παιδί είχε πάντα περίεργα γούστα». Αποφάσισε να αλλάξει την κουβέντα ώστε να βγάλει το Μανώλη από τη δύσκολη θέση. «Κάτι με ήθελες» του είπε.
Ο Μανώλης του διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί στο πλοίο και οτι σκόπευε να αναλάβει δράση όμως φοβόταν πως θα τα έκανε πάλι μαντάρα και ήθελε τη συμβουλή του. Ο Γαβρίλης τον άκουσε με προσοχή.
«Για τις πληροφορίες που θέλεις δεν χρειάζεται να πας μακρυά. Ο Μάνος ο Κασιμάτης είναι ο άνθρωπός σου.»
«Ο τυροκόμος;»
«’Οχι, ο δημοσιογράφος. Ξέρει πολλά και λέει ακόμα περισσότερα.»
«Κι αν ξεχάσω αυτά που θα μου πει;»
«Έχω μια ιδέα που μπορεί να σε βοηθήσει…»
Ο Μάνος Κασιμάτης, ο δαιμόνιος αυτός δημοσιογράφος, ήταν θρύλος στο Μέσα Δήμο. Ήξερε τα πάντα για όλους. Αν δεν είχε και αυτό το κακό χούι να μην μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό θα είχε καταφέρει και πολλά περισσότερα στη δουλειά του. Όμως, καθώς πριν να γράψει κάτι αυτό είχε ήδη διαρρεύσει από τον ίδιο, δεν έχει καταφέρει ποτέ να δημοσιεύσει κάποια αποκλειστική είδηση. «Ό,τι και να γίνει δεν πρέπει να μάθει ποιος είμαι» σκέφτηκε πολύ σοφά ο Σούπερ Κασιμάτης.
Και όμως, υπήρχε ένα μυστικό που ο Μάνος ο Δημοσιογράφος δεν είχε αποκαλύψει ποτέ : στην πραγματικότητα το επώνυμό του δεν ήταν Κασιμάτης αλλά Καλλίγερος… Για την ακρίβεια ήταν ο τελευταίος εν ζωή Καλλίγερος. Η πάλαι ποτέ πολυπληθής και ισχυρή οικογένεια είχε χαθεί από προσώπου γης όταν η φοβερή υπερεκατονταετής βεντέτα με την οικογένεια των Κασιμάτηδων κορυφώθηκε: οι Καλλίγεροι ξεκληρίστηκαν όταν το νερό των Καλλιγεριάνικων, του μόνου χωριού με θέα στη Χώρα, τον Κάλαμο και τα Ντουριάνικα, είχε δηλητηριαστεί από δόλιο χέρι – χωρίς άλλο κάποιου άνανδρου Κασιμάτη. Μέσα σε λίγες ώρες το όμορφο κεφαλοχώρι μετατράπηκε σε σκηνικό φρίκης καθώς άνθρωποι και ζώα πέθαιναν σφαδάζοντας από τους πόνους. Ο μικρός Μάνος είχε βρει ένα τελάρο με γκαζόζες αφύλαχτο και για δυο κρίσιμα εικοσιτετράωρα δεν είχε πιεί στάλα νερό. Έτσι τη γλύτωσε. Έφυγε κρυφά από το νησί και άλλαξε το όνομά του σε Κασιμάτης. Παρότι ορφανός και ανήλικος επιβίωσε, δούλεψε σκληρά και κόντρα στις δυσκολίες κατάφερε να σπουδάσει κοινωνιολογία στο Πάντειο, στη συνέχεια δούλεψε ως δημοσιογράφος σε μεγάλες Αθηναϊκές εφημερίδες μέχρι που οι περικοπές προσωπικού στα μέσα της οικονομικής κρίσης τον άφησαν άνεργο. Στα σαράντα του και με το μίσος για το Κασιματαίϊκο να καίει άσβεστο μέσα του, επέστρεψε στα Κύθηρα ορκισμένος να πάρει εκδίκηση. Ισχυρίστηκε πως ήταν ο γιός του Δημήτρη Κασιμάτη (που πριν χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Αλάσκα και που δεν είχε φανεί ή ακουστεί ξανά), εγκαταστάθηκε στα Κασιματιάνικα και έγινε εκδότης της εφημερίδας «Η Φωνή του Μέσα Δήμου» περιμένοντας την ευκαιρία του.
Ο σούπερ Κασιμάτης χαιρέτισε το Μανώλη τον χασάπη, το Μανώλη τον κουρέα, το Μανώλη το σιδερά, το Μανώλη τον ταξιτζή, το Μανώλη τον υδραυλικό, τον Μανώλη το μικροβιολόγο και το Μανώλη τον αστροφυσικό (όλοι Κασιμάτης στο επώνυμο φυσικά) και έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας. Λέγοντας γραφεία μην φανταστείτε κάτι το σπουδαίο, ένα δωματιάκι 3 x 3,5 μ΄ένα γραφείο από το Πράκτικερ, έναν αρχαίο υπολογιστή και μία λάμπα φθορισμού να ενισχύει το λιγοστό φώς που έμπαινε από το μοναδικό παραθυράκι. Μετά από τις τυπικές ερωτήσεις περί υγείας, μιά γρήγορη ανασκόπηση της πολύκροτης υπόθεσης στημένων παιχνιδιών του Μπεκατσιακού και κάποια σχόλια για τον καιρό (δυτικοί άνεμοι και 101,5% υγρασία) ο ΣΚ (=Σούπερ Κασιμάτης) μπήκε κατευθείαν στο ψητό:
«Δε μου λες ρε συ Μάνο, τι ξέρεις γι’ αυτόν τον Χαρούπη;»
«Μεγάλο λαμόγιο. Αλλά έχει τρομερές διασυνδέσεις και τις πλάτες του πεθερού του και δεν τον αγγίζει κανένας.»
«Γιατί, τι κάνει;» ρωτησε ο ΣΚ και πάτησε με τρόπο το record στο αρχαϊκό ραδιοκασσετόφωνο που είχε μέσα σ’ ένα σακί. Αυτή τη φορά, δεν θα την πάταγε, θα τα θυμόταν όλα χάρη στην επαναστατική τεχνολογία της ηχογράφησης σε μαγνητική ταινία.
«Και τι δεν κάνει. Ειδικότητά του είναι να αναλαμβάνει τη μελέτη και την επίβλεψη δημοσίων έργων τα οποία δεν χρειάζονται, να τα υπερτιμολογεί και να καρπώνεται μεγάλα ποσά σαν αμοιβή, και το κυριότερο, μεγάλες προμήθειες. Το Μετρό ποιος νομίζεις ότι το σκέφτηκε;»
«Μάλιστα. Και τώρα, μήπως ξέρεις τι σχεδιάζει να κάνει;»
Ο Μάνος αναστέναξε. «Όχι. Αλλά φαίνεται πώς σχεδιάζει κάτι μεγάλο. Κοίταξε εδώ.» είπε και του έδωσε μια φωτοτυπία.
«Ιντρεπόλ, επείγον» διάβασε δυνατά ο ΣΚ. «Σσσς!!!» έκανε ο Μάνος. «Και οι τοίχοι έχουν αυτία» Ο ΣΚ διάβασε σιωπηλός το υπόλοιπο. Ο Κάρλος η Αλεπού στα Κύθηρα! Μα γιατί;
«Πιστεύεις πως έχει σχέση ο Χαρούπης;»
«Ναι…»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις;»
Ο Μάνος αναστέναξε και πάλι. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Όμως το ένστικτό μου δε με γελά εμένα. Δεν πιστεύω πως είναι σύμπτωση. Γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται ο Κάρλος στο νησί, κακοχράχει.»
«Έχει ξανάρθει;»
«Είχε έρθει ανάλογο σήμα λίγες μέρες πριν εξαφανιστεί ο Θόδωρος, ο υδροβιολόγος.»
«Και γιατί δεν τον συλλαμβάνουν λοιπόν;»
«Κανείς δεν ξέρει πως είναι ο Κάρλος στην πραγματικότητα. Η Ιντερπόλ απλά έχει κάποιες γενικές πληροφορίες. Το πιθανότερο άλλωστε είναι ο Κάρλος να αλλάζει διαρκώς εμφάνιση.»
«Ρε για δες τι γίνεται και δεν το παίρνουμε χαμπάρι» σκέφτηκε ο ΣΚ.
«Εσύ Μανώλη, γιατί ενδιαφέρεσαι, αν επιτρέπεται;»
Ο ΣΚ προς στιγμήν τα έχασε, ξαναβρήκε όμως αμέσως την αυτοκυριαρχία του.
«Τίποτε, τον είδα στο καράβι, καιιι…ε, να, ρώτησα ποίος είναι αυτός ο ξένος που τον χαιρετάνε όλοι.»
«Ένα κάθαρμα είναι φίλε μου. Μην μπλέξεις μαζί του.»
«Εγώ; Τι δουλειά έχω εγώ καημένε» είπε ο Μανώλης «Εγώ δεν έχω, έχει όμως ο Σούπερ Κασιμάτης», είπε μέσα του.
Σηκώθηκε να χαιρετίσει τον Μάνο, όταν ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει.
«Σεισμός!!!» φώναξαν ταυτόχρονα και πετάχτηκαν έξω ενώ μια τρομακτική βοή σκέπαζε κάθε άλλο θόρυβο. Μέσα σε λίγα λεπτά η πλατεία των Κασιματιάνικων είχε γεμίσει από κόσμο.
«Εκεί! Εκειδαέ!!!» φώναζε ο Μανώλης ο περιπτεράς δείχνοντας προς τη Χώρα.
«Που; Που;»
«Ποδιαπάνω, στο κάστρο μωρέ!!!» Τα κεφάλια όλων γύρισαν ταυτόχρονα και τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα από φρίκη.
Ένα τεράστιο σύννεφο καπνού και σκόνης σκέπαζε τον χώρο όπου κάποτε βρισκόταν το Κάστρο της Χώρας. Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν. Και οι δυο σκέφτονταν το ίδιο όνομα:
«Ο Κάρλος» είπε ο Μάνος.
«Ο Κάρλως» είπε και ο ΣΚ.
«’Ωωω!!! Κάρλος….» είπε με ύφος ερωτευμένης παιδούλας και ο Εφραίμ Χαρούπης ακουμπώντας ευλαβικά το φλυτζανάκι του καφέ στο σιδερένιο τραπεζάκι του καφενείου στα Σταθιάνικα.
Όμως γιατί; Αναρωτήθηκαν. Η αλήθεια, δυστυχώς πιο τρομακτική από οποιοδήποτε σενάριο, δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί.**
…………………………………………………………………………………………………..
*Αναφέρεται στον πασίγνωστο γελοιογράφο Χ.Κασιμάτη της γνωστής διαδικτυακής φυλλάδας Dragonera Rossa.
** Όχι όμως σήμερα διότι έχω μία κοινωνική υποχρέωση το βράδυ. Μέχρι να κάνω ένα ντους, να ντυθώ, να βαφτώ, να πάω να αγοράσω ένα δωράκι για την οικοδέσποινα, δεν θα προλάβω η γυναίκα. Ζητώ την κατανόησή σας. Ελ.Κ-W