Η ταινία της εβδομάδας, το Room του Lenny Abrahamson βασισμένη στο σενάριο της Emma Donoghue, είναι προτεινόμενη για τέσσερα Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία καλύτερης ταινίας και Α΄ γυναικείου ρόλου. Το θέμα, με το οποίο ασχολείται, είναι πολύ ευαίσθητο˙ μια γυναίκα είναι κλεισμένη εφτά χρόνια σε ένα μικρό δωμάτιο, στο οποίο την κρατάει φυλακισμένη ο απαγωγέας και βιαστής της. Εν τω μεταξύ έχει γεννήσει ένα αγοράκι που τώρα είναι πέντε χρονών, το οποίο δεν έχει βγει ακόμα στον έξω κόσμο. Η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, η όλη δράση εκτυλίσσεται μέσα στο μικρό δωμάτιο και στο δεύτερο, αφού έχει προηγηθεί η απελευθέρωση, παρακολουθούμε τη σταδιακή προσαρμογή της μάνας και του παιδιού στον κανονικό κόσμο. Αξίζουν άραγε όλα αυτά την επιβράβευση ενός Όσκαρ ή μήπως το πιασάρικο του θέματος αρκεί για να έχει την επιθυμητή εμπορική προσοχή;
Η ταινία αρχίζει ωραία. Ο αρχικός, μόνο κατά τα φαινόμενα, παράδεισος, μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, αποκαλύπτει την κόλαση που βιώνουν μάνα και παιδί και η ταινία μετατρέπεται σε θρίλερ, το οποίο ωστόσο κάποια στιγμή οδηγείται σε θετική έκβαση. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς ότι η ταινία δεν τέλειωσε αλλά, αντιθέτως, βρίσκεται ακριβώς στη μέση! Τότε αναρωτήθηκα κι εγώ τι θα δείξει την επόμενη μία ώρα˙ για μένα, τουλάχιστον, το ενδιαφέρον χάθηκε. Πρέπει να παραδεχτούμε, βέβαια, ότι απαιτείται θάρρος από τον δημιουργό της οποιαδήποτε ταινίας να μην την τελειώσει στη κορύφωση του δράματος και της δράσης. Αυτό, όμως, δεν βαίνει πάντα για το καλό του έργου. Συνήθως, η πεπατημένη οδός είναι και η καλύτερη.
Οι συντελεστές φιλοδοξούν η ταινία τους να μην καταχωρηθεί ως ένα ακόμα ψυχολογικό θριλεράκι αλλά να είναι ένα στιβαρό κοινωνικό δράμα. Ουσιαστικά το καταφέρνουν, ή τουλάχιστον αυτό υποδεικνύουν οι θετικές κριτικές, που αν μη τι άλλο αποτελούν μια σαφή ένδειξη ότι η ταινία κέρδισε το υφολογικό στοίχημα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ένα είδος προβλήματος, ότι γίνεται υπερβολικά σοβαροφανής. Έχει πλάκα ότι στο δεύτερο μέρος καυτηριάζει την ανθρωποφαγία και την μηντιακή εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος. Έχω την εντύπωση ότι οι συντελεστές πέφτουν ακριβώς στην παγίδα να κάνουν αυτό που, έμμεσα, κριτικάρουν. Η παρουσίαση του ανθρώπινου πόνου δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις του τύπου ‘‘εγώ σου δείχνω με σοβαρό τρόπο πόσο υποφέρει η κακοποιημένη γυναίκα’’ σε αντίθεση με εκπομπές «στυλ Τατιάνας» που είναι αδιάκριτες και νοσηρές. Και οι δύο δεν παύει να ικανοποιούν τα κατώτερα ηδονοβλεπτικά ένστικτα του θεατή, που δεν είναι στόχος της κινηματογραφικής τέχνης.
Αυτό που κρατάμε, λοιπόν, είναι το πρώτο μέρος της ταινίας και τη φοβερή ερμηνεία του δεκάχρονου πιτσιρικά Jacob Tremblay ο οποίος υποδύεται το παιδί που μεγάλωσε σε ένα δωμάτιο. Έχει μεν αβανταδόρικο ρόλο αλλά τον υποδύεται με φυσική ζωντάνια, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του μελό, την οποία παγίδα δεν αποφεύγει πάντοτε η Brie Larson στο ρόλο της μητέρας του.