Το σκηνικό συνηθισμένο και η κουβέντα συνηθισμένη. Θα μπορούσε να συμβαίνει οπουδήποτε στην Ευρώπη, σε πόλη η χωριό. Τα λόγια θα μπορούσαν να ήταν οποιουδήποτε μετανάστη του προηγούμενου κύματος μετανάστευσης: «Έρχονται εδώ για να πάρουν το επίδομα. Δε θέλουν να δουλέψουν!»
Τι μπορείς να απαντήσεις σε κάποιον που ζει στη χώρα ως μετανάστης και άρα δεν περίμενες πως θα σκεφτόταν έτσι; Έκπληκτος ψελλίζεις κάτι για πόλεμο και βομβαρδισμούς για να εισπράξεις: «Και πού βρίσκουν τόσα λεφτά για να φύγουν;»
Μπορεί να μην ξέρει πως στη Συρία το αλεύρι κοστίζει στην πόλη 79 σεντς το χιλιόγραμμο (στη Μαντάγια η ίδια τιμή ανέρχεται σε 120 δολάρια), ένα κιλό ρύζι 150 δολάρια, πως στην πρωτεύουσα ένα λίτρο γάλα κοστίζει 1,06 δολάρια (στη Μαντάγια φθάνει στα 300 δολάρια), όμως δεν μπορεί να μην είδε εικόνες λιμού από την αποκλεισμένη Μαντάγια, δεν μπορεί να μην είδε βομβαρδισμένες πόλεις δεν μπορεί να μην ξέρει πως το Αιγαίο έχει μετατραπεί σε έναν απέραντο υγρό τάφο.
Αλήθεια, ξέχασε μέσα σε 15 χρόνια πώς έφτασε αυτός ως την ‘‘ευημερούσα’’ τότε Ελλάδα; Στ’ αλήθεια, βλέπει τον πρόσφυγα ως απειλή; Ή απλώς και μόνο θέλει να ξεχάσει από πού ήρθε, πως δεν υπάρχει πια δρόμος επιστροφής και πως δεν είναι πολίτης ούτε της χώρας που άφησε αλλά και ούτε αυτής που τον φιλοξενεί;
Όσοι και όποιοι κι αν ξεχνούν, όσο και ν’ αγνοούν, όσο και ν’ αδιαφορούν, τόσο εμείς πρέπει να θυμόμαστε και να θυμίζουμε.