«Τα αλάθητα όνειρα της κόρης Βερονίκης»
ένα διήγημα του Δημήτρη Λεβέντη

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Τα αλάθητα όνειρα της κόρης ΒερονίκηςΤον πρόσμεναν έξω απ την πόλη, στη στενή σκιά κατά μήκος του δυτικού τείχους. Τούχανε στείλει τα σημάδια κι ήξεραν πως θαρθεί, όπως είχε κάνει και τις άλλες φορές. Ανάμεσά τους κι ο άρχοντας Αρχέλαος κι αναμενόμενα απών ο επίσκοπος. Των πιο αδύναμων τα μάτια ήταν μισόκλειστα, πιθανότατα ενδοσκοπώντας απόκρυφα και σιωπηλά τα τελευταία απομεινάρια ελπίδας. Των πιο πιστών, με πείσμα σαρώνανε τον ορίζοντα, ακολουθώντας την καμπύλη των κυματισμών στους μακρινούς αμμόλοφους, που καθόριζαν με τρόπο κοινά αποδεκτό και συνάμα εντελώς ασαφή τις «πύλες» της ερήμου.

Πρώτη τον είδε η Λαομήδεια (θαυματουργά από εκείνον θεραπευμένη, προσήλυτη κατόπιν και έκτοτε και για πάντα καταδικασμένη σε έναν έρωτα φασματικό, αθεράπευτο και μουγγό). Έτεινε το χέρι υποδεικνύοντας την κατεύθυνση. Το πλήθος σάλεψε, με ένα μουρμουρητό αγαλλίασης, που με αυθορμητισμό υψώθηκε μα έσβησε τάχιστα από σεβασμό για τον ερχόμενο, τον μέγα στην αρετή και θαυμαστό στα έργα φιλέρημο αναχωρητή, που απίστων και θηρίων επιδρομές, θανατικά, επιδημίες κι άλλα δεινά ακόμη είχε άλλοτε αποτρέψει και που τώρα, ήταν η ανηλεής και παρατεταμένη ανομβρία που τους τον έφερνε και πάλι στην ανάγκη τους. Είχαν κι εκείνοι προσευχηθεί, κατά μόνας και ομαδικά, του επισκόπου πρωτοστατούντος, μα οι προσευχές τους δεν εισακούστηκαν. Δεν είχε η πίστη τους την άγρια δύναμη που είχε η δική του, που την είχε κατακτήσει μέσα από την ακραία τυραννία της σάρκας, την υπέρβαση των πειρασμών του πνεύματος και της ηδονής του μαζοχισμού και που περνώντας ξυστά ή και μέσα απ της παραφροσύνης τα αχανή και γλυκύτατα ηχούντα δώματα, τον είχε οδηγήσει στην αγιοσύνη εκείνη, που είναι πέρα απ το λόγο, τη γνώση, μα κι αυτήν ακόμη της αγάπης την παρήγορη ζέστα.

Καθώς η αναμεταξύ τους απόσταση βραχύνονταν και το μαύρο σημάδι της φιγούρας του μεγεθύνονταν, μέσα από το τρέμισμα των πολλαπλών αλληλοδιαδόχων διαθλάσεων των ανερχόμενων θερμικών ρευμάτων, άρχισαν να διακρίνονται κάποιες λεπτομέρειες: οι γαιώδεις αποχρώσεις στο άθλιο ρούχο του, η παλινδρόμηση της μαγκούρας και το σκαμπανέβασμα της βάδισης, προεκβολές εδώ κι εκεί της μακριάς κόμης και της γενειάδας… Συσπειρώθηκαν εκατέρωθεν της πύλης, με τον άρχοντα και την θυγατέρα του, τη Λαομήδεια, να στέκουν στο κέντρο. Σε λίγο θα διάβαινε την πύλη. Θα τον ακολουθούσαν, όχι με απόλυτη σιωπή μα με κατάνυξη, μέχρι που θα τους γινόταν αντιληπτό πως είχε επιλέξει τον τόπο της προσευχής του. Εκεί θα σταματούσαν και θα τον άφηναν να βαδίσει μόνος κι εκείνος…

Δεν ήταν εκείνος. Ήτανε πλέον φανερό. Τι κι αν μαζί τόχαν αποφασίσει και μαζί αναχώρησαν κάτω απ τον ίδιο άσπλαχνο ήλιο, την ίδια μέρα στον δρόμο χωρίς επιστροφή. Τι κι αν μπροστά απ αυτήν την ίδια πύλη, είχαν τότε αγκαλιαστεί και φιληθεί ο Μάρκος κι ο Βαβύλας, αφέντης και δούλος κάποτε, παιδιά που παίξανε στη ίδια αυλή, αδέρφια στην πίστη αργότερα, όταν, μετά το θάνατο του πατέρα του ο Μάρκος χάρισε τα υπάρχοντά του, ελευθέρωσε τους δούλους και βαπτίστηκε. Ο Μάρκος ο άρχοντας, έγινε απλώς ο Μάρκος ο ερημίτης πούψαχνε το Θεό, συμπαθής και σεβαστός σε όλους, μα σε καμία περίπτωση «Εκείνος», που πια κανείς δεν πρόφερε το όνομά του και που χαμήλωναν το μάτια όταν τους κεραυνοβολούσε με το βλέμμα που διάβαζε τα κρύφια κι αφανέρωτα στις αμαρτωλές τους ψυχές.

Ο Αρχέλαος παραμέρισε κι ο Μάρκος, χωρίς να ανακόψει την πορεία του, χωρίς να νοιώσει ή έστω, χωρίς να δείξει ταραχή ή προβληματισμό, ταπεινά, μπήκε στην πόλη. Για λίγο, το βλέμμα του πλήθους τον ακολούθησε αμίλητο και μάλλον αμήχανο. Ύστερα, όλα τα κεφάλια συγχρόνως στράφηκαν και πάλι προς την έρημο. Πιο κάτω, μπροστά απ τη θύρα του ναού, ο επίσκοπος περιστοιχισμένος από διάκονους και ιερείς, διαπιστώνοντας πως είναι ο Μάρκος, καθησυχασμένος, του ένευσε μειλίχια ίσως και κατά κάποιον τρόπο απαξιωτικά ή ακόμη και συνένοχα.

Συνέχισε να βαδίζει και βάδισε αρκετά, μέχρι το ένστικτό του να τον οδηγήσει σε μιαν απόμερη γωνιά της πόλης. Εκεί γονάτισε, έκλεισε τα μάτια και μεθοδικά άδειασε το μυαλό του από κάθε σκέψη. Όταν το πέτυχε, άφησε να σχηματοποιηθούν σαν εικόνες και σαν αίσθηση, οι άδειες στέρνες, τα σκασμένα χείλη των παιδιών, οι ξεραμένοι αγροί και τα ψοφίμια των ζώων κι ύστερα με πίστη και θέρμη άρχισε να ψελλίζει λέξεις που αν και δεν είχαν ειρμό και νόημα, ήταν όλες μαζί μια προσευχή στον πολυεύσπλαχνο, όχι για εκείνον, μα για αυτούς που είχαν την ανάγκη, αυτούς που τον περιφρονούσαν.

Από την άχρονη ασυνειδησία τον έβγαλε η μέτριας έντασης διάχυτη βουή του λαού. Ο Βαβύλας είχε έρθει. Πρέπει να όδευε στον τόπο της προσευχής του. Μέσα από το επίπεδο και μονότονο ηχητικό υπόβαθρο, ξεχώρισε κάποια στιγμή, ψηλότερη σε ένταση και χαρακτηριστική σε χροιά και τόνο, τη φωνή του επίσκοπου. Αν και τα λόγια δεν ήταν διακριτά, μπορούσε εύκολα να υποθέσει, πως ο ποιμενάρχης καλούσε τον ερημίτη να προσευχηθεί στον ναό όπως ήταν το πρέπον κι ακόμη ευκολότερα μπορούσε να φανταστεί, πως ο Βαβύλας θα τον προσπερνούσε αγνοώντας τον, με το αφοσιωμένο πλήθος να τον ακολουθεί.

Λίγο αργότερα, σε όλη την πόλη απλώθηκε απόκοσμη σιγαλιά. Ο Βαβύλας προσευχόταν… Ο Μάρκος έμεινε στη θέση και τη στάση που ήταν, γονατιστός, μα πια δεν προσευχόταν. Δεν αισθανόταν τίποτα, ή μάλλον διακατέχονταν από μία και μόνη κυρίαρχη αίσθηση, που εξαφάνιζε όλες τις άλλες. Ήταν μια αίσθηση νομοτελειακής βεβαιότητας και άχαρης ματαιότητας μαζί, αίσθηση κενού και ονειρικής περιπλάνησης σε εκθετήριο ταριχευμένων στιγμών θυμού, θριάμβου, μίσους, έρωτα, σειράς ατέλειωτης, αποτρόπαιων, εκπληκτικών κι ακατανίκητων πόθων και παθών.

Σηκώθηκε απότομα, σήκωσε το βλέμμα με θρασύτητα στον μολυβένιο απ τα σύννεφα ουρανό και την ίδια στιγμή άστραψε απ άκρη σ άκρη και ξέσπασε πληθωρική και μανιασμένη η βροχή. Κατευθύνθηκε προς το κέντρο κι όλα εκεί μοιάζαν σαν σε πανηγύρι. Άνθρωποι γύρναγαν στους δρόμους, κάποιοι γελώντας ή και κλαίγοντας ασυγκράτητα, κάποιοι χορεύοντας μονάχοι, άλλοι αγκαλισμένοι κι άλλοι σαν μαρμαρωμένοι, ακουμπισμένοι με το κεφάλι γερτό σε κάποιον τοίχο, να απολαμβάνουν τον ήχο του νερού που γέμιζε τις στέρνες και τις καρδιές τους με ελπίδα και ζωή.

Ένοιωσε πείνα. Χώθηκε στον λαβύρινθο με τα στενά σοκάκια της κάτω πόλης. Δεν χρειάστηκε, μα κι ούτε είχε την υπομονή να περιπλανηθεί για πολύ. Η οσμή του ψημένου κρέατος τον οδήγησε. Δεν χτύπησε την πόρτα. Την έσπρωξε με δύναμη κι άνοιξε διάπλατα με πάταγο. Στο κέντρο του ξύλινου τραπεζιού μέσα σε μια γαβάθα ήταν σερβιρισμένο το αχνιστό κρέας. Δίπλα ψωμί, δυο πήλινα ποτήρια, ένα μεγάλο κι ένα μικρό μαχαίρι. Μια κοπελιά, όρθια κι ασάλευτη, κρατούσε μια κανάτα με κρασί με πρόθεση ως φαίνεται να την πάει κι αυτήν στο τραπέζι. Της την άρπαξε από τα χέρια, έκατσε κι έφαγε λαίμαργα με τα χέρια κι ήπιε τ αψύ παλιόκρασο κατ ευθείαν απ την κανάτα. Όταν χόρτασε, παρατήρησε πως η κόρη καθόταν ακίνητη σε ένα σκαμνί παράμερα, χωρίς να βγάζει άχνα. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκάξι, όχι άσχημη, ντυμένη ελαφρά και φτωχικά. Την έσυρε ως το κρεβάτι. Αλαφιασμένη τού ψιθύρισε: «Σιγά…». Την αγνόησε. Την βίασε επανειλημμένα με την μανία του αδικημένου και το ακάματο σθένος του στερημένου. Είχε καταλαγιάσει το πάθος του όταν μπήκε ο γέρος, που ίσως και να ήταν πατέρας της. Τον χτύπησε και με την απειλή του μαχαιριού τού απέσπασε κάποια λίγα νομίσματα που είχε κρυμμένα. Ύστερα έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

Την κοπελιά την έλεγαν Βερονίκη. Ήταν τυφλή. Δεν αντίκρισε λοιπόν ποτέ το πρόσωπό του, ούτε κι είχε δει ποτέ τη θάλασσα. Όμως τον ονειρεύονταν με το πραγματικό του πρόσωπο, νικηφόρο και παράτολμο πειρατή μες την αντάρα του πελάγου να κουρσεύει πλοία και ανάμεσα σε φλόγες και κραυγές να λεηλατεί πόλεις και χωριά. Τα όνειρά της ήταν πέρα για πέρα αληθινά.

Εκείνος την ξέχασε. Απέκτησε φήμη, πλούτη και αφοσιωμένους υποτακτικούς, χάρη στις απαράμιλλες ηγετικές του ικανότητες, τη σκληρότητα και την έλλειψη ηθικών ή άλλων αναστολών. Η μόνη πράξη μεγαλοψυχίας που θα μπορούσε να του καταλογιστεί, είναι το ότι, όταν σε κάποια απ τις επιδρομές, του έφεραν δέσμιο μπροστά του τον Βαβύλα, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, τον καταδίκασε σε βασανιστικό θάνατο, δωρίζοντάς του την ψευδαίσθηση της εισόδου του στην ουράνια βασιλεία και εξασφαλίζοντάς του, σχεδόν με σιγουριά, μιαν θέση στο μαρτυρολόγιο της επίσημης εκκλησίας.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *