Φεύγουμε από το βούρκο του ψευτοπατριωτικού λαϊκισμού και συναντάμε την Ελλάδα που ακόμα και στα δύσκολα μάς κάνει υπερήφανους και χαρούμενους. Αλλά πριν απ’ όλα να γνωρίσουμε πού πάμε. Στις αποσκευές ένας χάρτης της Λέσβου, λίγες πληροφορίες για τις Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην διάσωση και υποδοχή των προσφύγων, δυο-τρεις σημειώσεις για τον «Πλάτανο», για τον παπα-Στρατή, για την Αιολία της προσφυγιάς … και βέβαια ο Μυριβήλης:
«Καταμπροστά στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί της Παναγιάς τα Ράχτα. Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει τη χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε.»
«Σαν ακούστηκε τότες, ύστερ’ από τον πόλεμο του 12-13, πως οι Τούρκοι θα διώξουν από την Ανατολή το χριστιανόκοσμο, είπε στους ταραγμένους χωριανούς: Μην κάνετε δα έτσι. Όλοι για προσώρας είμαστε όπου και να πάμε. Μόνο, το νου μας, νάχουμε τον μπόγο δεμένο για παρτέντζα την πάσαν ώρα. Κ’ ένα μαχαίρι, να κόψουμε γρήγορα την πρυμάτσα . . . «
«Και μια φορά που τόνε ρώτησε ένας αστόχαστα από πού είναι, σώπασε καμπόσο, ύστερα του απάντησε κοιτάζοντας μακριά: Από τούτο τον κόσμο είμαι και εγώ, γιε μου. Πατριωτάκια είμαστε, βλέπεις.
Τώρα, είναι χρόνια που σηκώθηκε κ’ έφυγε (κανένας δεν έμαθε πού πήγε και πότε πέθανε), ακόμα κι ακόμα η κουβέντα του γυρίζει από στόμα σε στόμα, σαν παραμύθι και σαν παροιμία: Από τούτο τον κόσμο είμαι κ’ ελόγου μου, πατριωτάκια είμαστε, γιε μου.»
Σημείωση:
Τα αποσπάσματα είναι παρμένα από το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» 1948.