Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ
Ο δεκαετής πόλεμος έχει τελειώσει. Η Τροία η επτάλοφη έχει παραδοθεί στις φλόγες των νικητών, οι νικημένοι τρέχουν για να σωθούν. Τέσσεροι στρατιώτες οδηγούν την Ελένη στο στρατόπεδο των Δαναών.
Ευτυχισμένη πού ’φυγες όπως σου δίδαξε η θεά
Σοφή εσύ που διάλεξες τόλμη κι ελευθερία
Και με του πόθου τα φτερά ταξείδεψες στην άλλη άκρη του πόντου
Μα τώρα πώς θα επιστρέψεις στα βαθουλά των Αργιτών καράβια
Πώς θα σταθείς μπρος στο Μενέλαο, καθώς θα σε κοιτάζει
Χωρίς κακία, χωρίς θυμό, με τα γλυκά του μάτια να σε ρωτούν
«Γιατί;» – Και πώς θ’ αντέξεις τη ντροπή
Άλλοι να σε κατηγορούν για το αίμα των συντρόφων
Κι αυτός –ο πληγωμένος πιότερο– να μη μιλά, να μην οργίζεται,
Μονάχα να σε ρωτά με τα γλυκά του μάτια «Γιατί;»
Κι εσύ στο μέσο τόσων ανδρών ζωσμένων
τα αιματορράντιστα σπαθιά τους, να σιωπάς˙
Κι ύστερα να ψελλίζεις δυο κουβέντες μόνο
«Νά ’χουνε ανθίσει άραγε οι πορτοκαλιές στη Σπάρτη;»
– Και ποιος να ξέρει, δέκα χρόνια τώρα, μακρυά ’πο την πατρίδα; –
Και πάλι σιωπή˙ σιωπή ονείρου… – Αχ! Ωραία-Ελένη
Θα συγχωρέσεις, άραγε, ποτέ, την τόση μας ακατανοησία;