Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά
της κρίσης το φαιόμαυρο σκοτάδι,
μ’ από του Δημαρχείου τα σκαλιά
αυτά τα ίδια που πατούν καθημερνά οι σκλάβοι
μια λάμψη φέγγει σκίζοντας το βράδυ
ίδια με φως που βγαίνει από βαθύ πηγάδι.
Εκεί, στο Δημαρχείο, κατοικεί
ο φάρος της φυλής, ο φεγγοδότης
αγέραστο στεφάνι δάφνης ξακουστό
φέγγει απ’ το φως του όλη η ανθρωπότης,
του Γένους θησαυρός μέσα σε πλεξιγκλάς
να μην το πιάνουν κι όλοι οι μπας-κλας.
Πάνω σε θρόνο ξαποσταίνει ακριβό,
σαν την Ελλάδα -δεν πεθαίνει ούτε αυτό,
θυμίζει σ’ όλους κι απ’ τα πέρατα πιο πέρα
την μέρα που ήρθε με χρυσή αερογαλέρα
ο Υψηλότατος Πάκης, εις του νησιού μας το χώμα να πατήσει
και σ’ όλους φως και λάμψη –απ’ τη δική του λάμψη– να χαρίσει.
Ο πλουμισμένος θρόνος ακριβώς
σαν κάσα που φυλά βαρύ φορτίο
αφήνει άλαλο κάθε προσκυνητή,
από του καπλαμά τη μαστοριά και μεγαλείο
κι αναλογίζεται σκεπτόμενος κανείς στο πέρασμα της μέρας
τον θρίαμβο … της ντιβανοκασέλας.
Μες στη βιτρίνα μισόξερο στεφάνι κατοικεί
όπως του ήλιου η μισοσβησμένη ακτίδα,
όμως οι γαλανόλευκες κορδέλες μαρτυρούν
ολόκληρου του γένους την ελπίδα
πάλι να γίνει κάτι από την Κομισιόν
και να την βγάλουμε φτηνά, τηρουμένων των αναλογιών.
Και όπως στην Πόλη τα μπαρμπούνια καρτερούν
το δοξασμένο ξύπνημα του Γένους,
για αιώνες μισοτηγανισμένα κολυμπούν
δείχνοντας την αδυναμία του τέλους,
προσμένουν τον παιάνα να σαλπίσoυν
και στο τηγάνι να ξαναγυρίσουν.
Έτσι κι εδώ η Ιστορία μια μέρα θα μιλήσει
και τότε το ξερό δαφνόφυλλο θα ξαναπρασινίσει.