Έκανα τότε το πρώτο βήμα και του είπα μια χαρούμενη «καλημέρα» γεμάτη περιέργεια, αλλά δεν πήρα απάντηση, παρά μόνο δυνάμωσε το γέλιο του, σαν κάτι να προσπαθούσε να μου εκφράσει με αυτόν τον τρόπο. Στη στιγμή, ξεπρόβαλε από την μπαλκονόπορτα και η Φώφη, με καταφανώς αλλαγμένη διάθεση. Με καλημέρισε σαν να καμαρώνει για κάποιο νέο απόκτημα και μου σύστησε τον Πίπη, με τον ίδιο τρόπο που συστήνουν οι δασκάλες στα νηπιαγωγεία, τα καινούργια παιδάκια της τάξης.
Μόλις το προηγούμενο βράδυ τον είχε φέρει μαζί της από το χωριό. Ήταν παλιός της «πελάτης» και φίλος και τώρα τον βρήκε γερασμένο να ζει σε άθλια κατάσταση, για αυτό και αποφάσισε να τον πάρει υπό την προστασία της. Το σπίτι που έμενε το μοιραζόταν με τα ποντίκια, οι υπόλοιποι χωριανοί τον κορόιδευαν επειδή από μικρός ήταν κάπως σαλός και η μοναδική του αδερφή που τον φρόντιζε, πέθανε τον προηγούμενο μήνα. Τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Τώρα όμως θα έμενε εδώ στην πόλη. Θα έτρωγε καλά, θα κοιμόταν σε καθαρό κρεβάτι και θα πλενόταν καθημερινά. Θα τον είχε όπως είχε και τον πατέρα της, τίποτε λιγότερο.
Ο Πίπης, κρυμμένος ανάμεσα στα άπλυτα μαλλιά του και τα μακριά γένια, στημένος όρθιος καμαρωτός (παρά τα χρόνια του είχε σώμα εφήβου) τα άκουγε όλα με τα χέρια πιασμένα μπροστά στην κοιλιά του και χαμογελώντας, ταλάντωνε το κορμί του μπρος πίσω στο ρυθμό της ομιλίας της Φώφης. «Καλωσήρθες λοιπόν, Πίπη, χαίρομαι για τη γνωριμία», του είπα στο τέλος των συστάσεων και εκείνος μου απάντησε με την παιδική και γερασμένη ταυτόχρονα φωνή του «χαίρομαι! χαίρομαι!»
Οι εμφανίσεις της Φώφης στο μπαλκόνι και τους υπόλοιπους χώρους όπου γινόταν ορατός ο ιδιωτικός της βίος, αυξήθηκαν κατακόρυφα τις επόμενες μέρες μετά από εκείνη. Σχεδόν πάντοτε την παρουσία της, ακολουθούσε σαν ουρά ο Πίπης. Σύντομα τον ξύρισε, τον κούρεψε, του ψώνισε καινούργια ρούχα από το κινέζικο της γειτονιάς και βάλθηκε με αυταπάρνηση να τον κάνει να περνάει καλά. Αυτός, που μόλις χτες έμοιαζε με θηρίο που κάποιος το απέσπασε βίαια από την ορεινή σπηλιά του, τώρα γυρνούσε τα βράδια σε ταβερνεία και καφετέριες απολαμβάνοντας με τη μία όσα δεν είχαν δει τα μάτια του ποτέ.
Η Φώφη επέμενε πολύ ώστε με κατάφερε πιεστικά να συνδράμω σαν συντροφιά σε όλες αυτές τις εξόδους. Υπέθεσα τότε ότι κουραζόταν από τις επικοινωνιακές ανάγκες του Πίπη και αναζητούσε βοήθεια, διαισθανόμουν όμως πως σαν να έχω προγραμματιστεί ώστε να είμαι αυτόπτης μάρτυς μιας ολόκληρης ιστορίας, που κάποτε θα καλούμουν να αφηγηθώ. Παρόλα αυτά όσο και αν μου είχε φανεί εξαρχής παράξενη η πρωτοβουλία της να υιοθετήσει το γεροντάκι, άργησα πολύ να υποψιαστώ ότι μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό από το ειλικρινές της ενδιαφέρον για τον άμοιρο συγχωριανό.
Ένα βράδυ, όμως, που είχαν πιει και οι δύο τους πολύ, έτυχε να μάθω περισσότερα. Ενημερώθηκα πάνω στην κουβέντα πως «τα πίναμε» με αφορμή την πώληση ενός χωραφιού του Πίπη που είχε δρομολογηθεί την ίδια μέρα. «Και όταν πάρουμε τα λεφτά, θα πάμε όλοι παρέα τριήμερο στη Λάρισα να τα φάμε στα μπουζούκια!» είχε ξεστομίσει η Φώφη πριν από το πολλοστό τσούγκρισμα του ποτηριού της, βγάζοντας από το σώμα της όλους εκείνους τους χαρακτηριστικούς ήχους της ασυγκράτητης χαράς. Μια ευχή που, εφόσον συμπεριελάμβανε κι εμένα, μόνο ως απειλή μπορούσα να την εκλάβω.
Παράλληλα ο κόσμος είχε ξεκινήσει ήδη τους ψιθύρους. Που η Φώφη σπίτωσε τον γέρο, που ασχολιόταν διαρκώς μαζί του και παραμελούσε το παιδί (μέγα ψέμα -το παιδί ερχόταν μαζί μας σε όλα τα ξενύχτια), που εκείνος -ο Πίπης- της είχε δώσει το ελεύθερο να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς του λογαριασμούς με τη δικαιολογία πως καλύπτει έτσι τα έξοδα της φιλοξενίας του.
«Όσο για τις κατηγορίες για οποιαδήποτε κολάσιμη μεταξύ τους σχέση θα ήμουν οπωσδήποτε η πρώτη που θα πιστοποιούσε πως δεν ήταν δυνατό αυτή να υπάρξει. Και το καταθέτω και τώρα εδώ ενώπιόν σας, κύριε Πρόεδρε. Όχι που της έριχνε τόσα χρόνια ή που είχαν τόση διαφορά στην εμφάνιση και την κατασκευή, αλλά επειδή ο κύριος Πίπης στην πραγματικότητα είναι ένα δεκάχρονο αγόρι που ο χρόνος έχει περάσει ξυστά από την ψυχή του και έχει πλήξει βάναυσα μόνο το σώμα του.
Το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας του, ήθελε να βγαίνει βόλτες, να παίζει ηλεκτρονικό με το γιο της γειτόνισσάς μου, να απορροφάται στην τηλεόραση από παιδικά προγράμματα και να διαβάζει –τρόπος του λέγειν- τα βιβλία με τις περιπέτειες του Ιουλίου Βερν που τον προμήθευα καθημερινά. Με είχε καταπλήξει η ταχύτητα με την οποία τα εξαντλούσε, τόσο ώστε κάθε μέρα να μου ζητά από δύο καινούργιους τόμους. Μέχρι που ένα απόγευμα τον είδα καθισμένο στην πολυθρόνα του μπαλκονιού να βαστά ανάποδα το βιβλίο και να κάθεται εκεί για ώρα, γυρίζοντας με ευλαβή ρυθμό τις σελίδες του. Κατάλαβα πως δεν ξέρει να διαβάζει, κύριε Πρόεδρε.»
Το είχα υποψιαστεί φυσικά και τότε που με κουβάλησαν στη συμβολαιογράφο να υπογράψω ξανά ως μάρτυρας, για να καταθέσει τη διαθήκη του. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγραφε η διαθήκη, ούτε για ποιο λόγο η Φώφη είχε προθυμοποιηθεί τόσο πολύ να τον βοηθήσει στη σύνταξη και κατοχύρωσή της. Ο Πίπης, όπως πάντα, κουβέντες έλεγε ελάχιστες, μόνο γελούσε με έναν χαρακτηριστικό σκανταλιάρικο τρόπο, που σε έκανε να περιμένεις μια φάρσα να συμβεί αλλά που δε συνέβαινε ποτέ. Τότε ήταν που η συμβολαιογράφος τον φώναξε να βάλει την υπογραφή του και εκείνος της απάντησε «δεν υπογράφω». Παρενέβη όμως με πειθώ η Φώφη και τον έβαλε να γράψει με κάτι κολλυβογράμματα, σε σπαστά Ελληνικά το όνομά του. Ανάθεμα και αν το είχε ξαναγράψει ποτέ, είχα σκεφτεί.
«Τον πρώτο καιρό έδειχνε χαρούμενος και ευχαριστημένος. Η Φώφη, με το χέρι στο ευαγγέλιο, σας πιστοποιώ πως του φερόταν καλά. Τουλάχιστον αυτό που ζούσαν έδειχνε βγαλμένο από κάποια μεταξύ τους συμφωνία. Η δική του συμπεριφορά ήταν εκείνη που άλλαξε πρώτη και συγκεκριμένα από την ώρα που ήρθαν και τον βρήκαν τα ανίψια του από το χωριό. Ξεκίνησε να κρεμάει τα μούτρα του, αν κάποιο βράδυ δεν βγαίναμε έξω. Πλήθαιναν ολοένα οι σκανταλιές που έκανε σαν ζωηρό παιδί που θέλει να τραβήξει αρνητική προσοχή: κατουρούσε τις γλάστρες στο μπαλκόνι, αρνιόταν να πλύνει τα χέρια του πριν από το φαγητό, έφευγε από το σπίτι τα απογεύματα χωρίς να δώσει σημεία ζωής για ώρες και ένα σωρό άλλα, που μου αφηγήθηκε σε έναν μακρύ κατάλογο η Φώφη την ημέρα που μου ανακοίνωσε ότι ο Πίπης θα επέστρεφε στο χωριό.»
Βέβαια, εγώ είχε τύχει να ακούσω και μια μεταξύ τους συζήτηση, που είχε γίνει στην κουζίνα, καθώς νόμιζαν, χαμηλόφωνα, λίγες μέρες πριν ληφθεί η απόφαση. Με ανοικτή την πόρτα της βεράντας και αν καθόμουν ήσυχη, μπορούσα να ακούσω τα πάντα και εγώ, το ομολογώ, έστησα εκείνη την ώρα αυτί. «Θα με τρελάνεις άνθρωπέ μου;» έλεγε αναστατωμένη η Φώφη. «Εσύ δε συμφώνησες να πουλήσουμε το χωράφι;». «Είπα-ξείπα! Είπα-ξείπα!» επαναλάμβανε με έναν κωμικά αυταρχικό τρόπο ο Πίπης. «Ωραία, λοιπόν, ακυρώνουμε την αγοραπωλησία και φεύγεις. Γύρνα στο χωριό μαζί τους!» ήταν η τελευταία κουβέντα της Φώφης.
«Νομίζω πως το βλέπετε μπροστά σας κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου να πω. Οι μακρινοί συγγενείς που συνοδεύουν σήμερα τον κύριο Πίπη ως κατήγορο εναντίον της εκλεκτής μου γειτόνισσας, είναι εκείνοι που ουσιαστικά την κατηγορούν για αποπλάνηση και προσπάθεια παραπλάνησης με σκοπό την υφαρπαγή της περιουσίας του κύριου Πίπη. Ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο δικαστήριο χωρίς τη βοήθειά τους, όπως αντιλαμβάνεστε. Για τους κυρίους αυτούς, έχω να καταθέσω, ότι ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν νωρίτερα για τον μακρινό τους θείο και απόδειξη είναι ότι ο Πίπης κατοικεί ακόμη στο ακατάλληλο οίκημα από όπου τον είχε μαζέψει η γειτόνισσά μου. Ουδέποτε του προσέφεραν ούτε κατά το ένα εκατοστό τις στιγμές διασκέδασης και την περιποίηση που του προσέφερε η Φώφη. Επιπλέον, ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα που φιλοξενείτο στην οικία της εμφανίστηκαν με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, παρά μόνο για να τον αποσπάσουν από το νέο του σπιτικό και να τον επιστρέψουν εκεί όπου κανείς άλλος, πλην αυτών των ιδίων, θα μπορούσε να διεκδικήσει –ηθικά δικαίως!- μερίδιο επί της κληρονομιάς του. Εκείνοι, λοιπόν, έπρεπε να βρίσκονται στη θέση της κατηγορουμένης τώρα, και όχι η κυρία Φώφη, η οποία έδρασε εντός του πλαισίου των συνειδησιακών προσταγών της.
Με το χέρι στο ευαγγέλιο, λοιπόν, σας ορκίζομαι κύριε Πρόεδρε πως η γειτόνισσά μου είναι αθώα.»