Κρίσιμες Business
του Βαγγέλη Πιτσιρίνη

IV. «Σιωπηλή μάρτυς» (πρώτο μέρος)

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

-«Μάρτυς μου ο Θεός κύριε Πρόεδρε αν λέω ψέματα! Να πέσει αρρώστια πάνω στο παιδί μου αν λέω!»

Ορκιζόταν μονοκοπανιά σε θεούς και διαβόλους με μια φωνή τραχιά σαν χείμαρρο που ετοιμαζόταν να ξεπροβάλει από τα βαθιά φαράγγια του στέρνου της. Και το περίεργο, είναι πως ξεστομίζοντας τέτοιες υπερβολές, εκείνη τις εννοούσε με όλο της το είναι.  Σε λίγη ώρα θα ερχόταν η σειρά μου να καταθέσω ως μάρτυς  σε τούτη την μυστήρια υπόθεση, που περισσότερο και από το πώς βρέθηκα μπλεγμένη, απορούσα τι στο καλό μπορούσα να προσθέσω κι εγώ με τη μαρτυρία μου στην εκδίκασή της.

Μόνο έτσι δεν περίμενα ότι θα κατέληγε μια τυχαία γνωριμία με την γειτόνισσα. Τη Φώφη τη γνώρισα όταν, καινούργια στην πολυκατοικία, βγήκα το πρώτο πρωί στο μπαλκόνι να απλώσω τα ρούχα και αντελήφθην πως στο ίδιο ύψος, στο διπλανό μου μπαλκόνι προς τα αριστερά, έπραττε ακριβώς το ίδιο μια στρογγυλή πενηντάρα με ιδιαίτερα παχιά μπράτσα και λιπώδες στέρνο, βαμμένα κατάμαυρα μαλλιά και φουσκωμένα χείλη. Δε συμπαθώ τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν την εμφάνιση κάποιου ανθρώπου, ούτε θα μπορούσα με σιγουριά να εγγυηθώ για το ποιόν οποιουδήποτε ήδη από το πρώτο λεπτό της γνωριμίας μας, εντούτοις, από την στιγμή που η Φώφη μου μίλησε και άκουσα τη φωνή της, ένιωσα τους τρόπους της και κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για ένα οποιοδήποτε είδος του ανθρώπινου βασιλείου. Όπως επιβεβαιώθηκα αργότερα, γνωρίζοντάς την για τα καλά, αποτελούσε ένα σπανιότατο είδος, απειλούμενο κιόλας με εξαφάνιση.

Το σωματικό υπερβάρος, η βροντερή φωνή, οι απότομοι τρόποι στο θυμό και στη χαρά, η ηχηρή ηδονοφιλία που εκφραζόταν με αληθινά γουργουρητά προερχόμενα από τα βάθη της κοιλιακής χώρας σε κάθε απόλαυση των αισθητήρων (ωραίο φαί – ωραίο μπάνιο –  ωραίο αμάξι – ωραίο γλέντι – ωραίο φουστάνι – ωραίο τραγούδι!), όλα ήταν κοινά στοιχεία μιας απόλυτα πληθωρικής προσωπικότητας. Αν την έβλεπες έτσι, όπως εγώ κάθε πρωί με  τις πιτζάμες, δε θα μπορούσες να φανταστείς ότι η γυναίκα αυτή είχε στη ζωή της χαρεί τόσο πολύ τον έρωτα και την κατ’ αυτή νοούμενη «μεγάλη ζωή». Αργότερα, όταν πήρε το μάτι μου τι τύποι έμπαιναν τα Σαββατόβραδα στο σπίτι της, κατάλαβα πως έπαιζε μπάλα στα χωράφια του αλλόκοτου και των ξεχωριστών –ίσως και ακραίων- βίτσιων.

Συνταξιούχος πλέον επί διετία λόγω του ανήλικου τέκνου, είχε στο ενεργητικό της τρεις γάμους και τρία διαζύγια. Υπάλληλος από νεαρή κοπέλα στην πολεοδομία της μικρής μας πόλης, όσοι την ξέρανε ορκίζονταν ότι ο μισθός της αποτελούσε μόλις το εν τρίτο των μηνιαίων της εξόδων. Επί λέξει, ορκίζονταν πως όσα και να είχε η Φώφη, ήταν ικανή να τα φάει όλα, όπως καταβρόχθιζε τους κεφτέδες από το πιάτο. Έμενε φυσικά μετέωρη μια απορία για το πού μπορούσε να βρίσκει τα υπόλοιπα δύο τρίτα, η οποία σερβιριζόταν όμως σαν σαφές υπονοούμενο. Το οποίο, εντούτοις, δεν ήμουν εις θέσιν να προσδιορίσω επακριβώς. Να ήταν  οι «εξυπηρετήσεις»; Η Φώφη ποτέ δεν παραδέχτηκε μπροστά μου ότι έλαβε χρήματα για να πάρουν παράνομα ρεύμα τα μισά αυθαίρετα στο χωριό της. Όταν μιλούσε για τις μικρές μα θαυματουργές επεμβάσεις της στον φάκελο κάποιου συγγενή ή γνωστού, είχε το ύφος της οσίας και ακτιβίστριας. «Τόσα έκανα για αυτούς», συνήθιζε να λέει, ομολογουμένως με παράπονο. Είμαι τώρα σίγουρη, πως αν την ρωτούσα κάποια στιγμή κατευθείαν: «τα έπαιρνες;» θα έβαζε τα κλάματα μπροστά μου εξαιτίας της προσβολής που θα της είχα καταφέρει. Προτιμούσε να θεωρεί κάθε υλική αποζημίωση για το ρίσκο που έπαιρνε ως επίορκη υπάλληλος, σαν εθελούσια προσφορά ευγνωμοσύνης. Έτσι έχτιζε όλα τα χρόνια την αγιοποιημένη της αυτοεικόνα.

3

Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι έλαβε χρήματα για να πάρουν παράνομα ρεύμα τα μισά αυθαίρετα στο χωριό της.

Και ίσως θα μπορούσε σε κάποιον άλλον ουρανό, η Φώφη  να γινόταν μια αγία και να μας φορέσει ολονών μας τα γυαλιά. Ετούτο, εφόσον δεν θα είχε πλαστεί  τόσο, μα τόσο λαίμαργη και αχόρταγη ως προς τες ηδονές του βίου. Όμως όλοι μας έχουμε δει πώς συμβαίνει από την ίδια μάνα ακόμη να γεννηθεί ένα παιδί ολιγαρκές και μετρημένο και ένα άλλο θορυβώδες και απαιτητικό. Να, για παράδειγμα, η γράφουσα, το ήξερα, ήμουν γεννημένη να συγκρατούμαι, όμως η Φώφη δεν το κατάφερε ποτέ. 

Πέρα από τις φυσικές καταβολές, υπάρχει ασφαλώς και η προσωπική πορεία του καθένα επάνω στον χάρτη του εαυτού του και σίγουρα πουθενά δεν συνέπιπταν οι διαδρομές μας με την εξαιρετική μου γειτόνισσα και από πολύ νωρίς το λογικό θα ήταν να είχα ξεκόψει κάθε επαφή μαζί της. Έλα μου όμως που και εγώ με τη σειρά μου είχα πλαστεί τόσο, μα τόσο περίεργη και «φιλομαθής». Το θαυμαστικό «τι είναι τούτο;» που με παρακινούσε να κρατώ στενή απόσταση από το φαινόμενο Φώφη, στάθηκε και η βασική αιτία που τώρα ήμουν μπλεγμένη σε μια δικαστική υπόθεση ολότελα άβολη και αναξιοπρεπή.

Η στιγμή που εξέπεμψα το λάθος σήμα ήταν όταν δέχτηκα να βγούμε μαζί για έναν καφέ. Μην πω πως τον προκάλεσα κιόλας. Ήλπιζα ότι θα κατάφερνα να της πάρω δυο λέξεις περισσότερες για το  βιογραφικό της, μπας και κατανοήσω και διευκολυνθώ στην ταξινόμηση. Κλείσαμε λοιπόν για ένα Σάββατο πρωί, μετά τη λαϊκή σε ένα συνοικιακό καφέ. Το προτιμούσα από το να εισβάλει είτε η μία είτε η άλλη στο σπίτι της αλλονής. Αγκαλιά με τα ζαρζαβατικά μου, έφτασα πρώτη και εξασφάλισα πριβέ τραπεζάκι περιμένοντας να φανεί.

afth

Μικρές μα θαυματουργές επεμβάσεις στον φάκελο κάποιου συγγενή ή γνωστού.

Ανοίγει ξάφνου η πόρτα του μαγαζιού και βλέπω έναν σκοτεινό όγκο να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Πλησιάζοντας άρχισαν να στραφταλίζουν διάφορα σημεία του lay out της, ενώ όταν πια με έφτασε  και με καλημέρισε, δυσκολεύτηκα να κρύψω την έκπληξή μου μπροστά στο θέαμα. Τι το μαλλί του κομμωτηρίου, τι τα χρυσά διάσπαρτα φό μπιζού σε όλο το σώμα, τι η μακριά αμπιγιέ φούστα με τις μπρονζέ γόβες, τι το μαύρο γουνάκι που τύλιγε το πλούσιο λαιμό κάτω από το μπογιατισμένο πρόσωπο. Και εγώ, με μόνο τη φόρμα μου και τα αθλητικά μου, να είμαι αυτή που ήρθε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη δεν έδειχνε να πάσχει καθόλου από το άγχος της παραβίασης του ενδυματολογικού κώδικα.

Ήταν αυτό μια μικρή γεύση για το ποια γίνεται η Φώφη έξω από το σπίτι της και ανυπομονούσα να μάθω μέσα από τη συζήτηση κι άλλα στοιχεία που θα μου συμπλήρωναν το παζλ της προσωπικότητάς της. Στις τυπικές ερωτήσεις δεν στάθηκα και πολύ τυχερή. Φάνηκε ότι τις αντιπαθούσε και τις απόφευγε με μαεστρία. Πότε παντρεύτηκε, με ποιους, γιατί χώρισε, πότε διορίστηκε, με ποια διαδικασία. Ειδικά για το τι και το εάν είχε σπουδάσει το οτιδήποτε, ευκολότερο ήταν να εκμαιεύσεις από τον Αρτέμη Σώρρα πού βρήκε τα δισεκατομμύρια,  παρά να σου απαντήσει η Φώφη. Γρήγορα γρήγορα, κατεύθυνε τη συζήτηση προς τα εκεί που επικεντρωνόταν το ενδιαφέρον της. Στους διάφορους τρόπους εξασφάλισης πόρων. Μη φανταστείτε ότι μου φανέρωσε τα επαγγελματικά της μυστικά. Απέξω απέξω κατάφερα να μπω σταδιακά στο νόημα. Είχε πάντα τους «χορηγούς» της και το αυτό με συμβούλευε να πράξω κι εγώ όσο είμαι νέα και περνάει ακόμη η μπογιά μου. Με τους καταπληκτικούς τις «φίλους», είχε γυρίσει τα μπουζούκια όλης της χώρας. Είχε κάνει τρικούβερτα γλέντια και απανωτά ξενύχτια μέχρι λιποθυμίας. Είχε ζήσει μεγάλες δόξες και αξέχαστες στιγμές. Μετά όμως, δυσκόλεψαν τα πράγματα.

Με το ξεκίνημα της κρίσης πρόλαβε και βγήκε σε σύνταξη, ετών σαράντα οκτώ, αλλά δεν άξιζε τον κόπο, έκρινε. Ψίχουλα έπαιρνε. Αναγκάστηκε να περιορίσει πολύ τα έξοδά της. Ανάμεσα σε άλλα, ζήτησε μείωση στο ενοίκιο, κατάργησε το δεύτερο κινητό και ανέβαλε τα σχέδια αγοράς ενός καινούργιου κάμπριο. Πράγματα φοβερά. Και ω, δυστυχία της, στο καπάκι, αρρώστησαν οι γονείς της του θανατά και τους έφερε από το χωριό στο σπίτι. Εκεί τους περιποιήθηκε για κανένα χρόνο, μέχρι να πεθάνουν και οι δυο με μικρή διαφορά μεταξύ τους και παράλληλα εισέπραττε -ηθικά δικαίως- τις συντάξεις τους. Στο μεταξύ τους είχε αναγκάσει με τους ευγενικούς της τρόπους και την αυτοθυσία της, να της γράψουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας στο χωριό, σε βάρος της αδερφής της που κατοικούσε αμέριμνη και αδιάφορη στο εξωτερικό. Τους έκλαψε πολύ όταν πέθαναν. «Σαν τη  μάνα και τον πατέρα δεν είναι τίποτα, κορίτσι μου…  για αυτό κι εγώ τους έκανα κάτι κηδείες! Κάτι μνημόσυνα! Πού νά ’βλεπες τα κόλλυβα της μάνας μου στα σαράντα! Ήταν μια θεόρατη γόνδολα, από το ένα ψαλτήρι ως το άλλο, στολισμένη σαν επιτάφιος. Έμειναν όλοι με ανοιχτό το στόμα στο χωριό!», είπε μέσα σε όλα και θαύμασα την αρραγή συνέπεια της αισθητικής της.

Τίποτε περισσότερο δεν κατάφερα να αλιεύσω σε εκείνο το καφεδάκι. Είχα μάθει όμως, πως πράγματι, όλα τα χρόνια η Φώφη κατάφερνε και ξόδευε τρεις φορές τα έσοδά της. Η εποχή των χορηγών όμως είχε παρέλθει, οι συντάξεις των γέρων είχαν δια θανάτου διακοπεί, η περιουσία στο χωριό ήδη ξεκοκαλιζόταν με ταχείς ρυθμούς και οι τράπεζες με τις φουσκωμένες κάρτες και τα καταναλωτικά, έδιναν όλο και πιο απειλητικά το παρόν τους. Εκείνη την περίοδο, βρισκόταν σε αληθινό αδιέξοδο και η κακή της διάθεση διαχεόταν στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Η τηλεόραση ξεχασμένη στη διαπασών μέχρι τα ξημερώματα, φωνές και καυγάδες με τον έφηβο γιο, καμμένα φαγητά, απεριποίητα τα φυτά στο μπαλκόνι. Ώσπου ένα πρωί, όπως όλα τα προηγούμενα που βγαίναμε να τινάξουμε τις κουβέρτες, στρίβω το κεφάλι μου αριστερά και αντικρίζω για πρώτη φορά τον Πίπη. Ναι, αυτό το γεροντάκι που κάθεται τώρα απέναντι στην αίθουσα του δικαστηρίου, σε ρόλο κατηγόρου, που με κοιτάζει και γελάει. Όπως γελούσε ακριβώς και το πρωί εκείνο.

(Συνεχίζεται)

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *