Προσποιούμενος πως ψάχνω για τα αδύνατα ίχνη ενός παιδιού θρυλικού [του Οιδίποδος], στην πραγματικότητα έψαχνα για το παρελθόν, έψαχνα να βρω εικόνες παιδικές που ξαναεμφανίζονταν μετά από τόσα χρόνια θαμμένα μέσα στο παρόν, έψαχνα να βρω μέσα μου το ΓΙΑΤΙ της Ελλάδας.
Αυτό που νόμιζα απλό περίπατο, κυριακάτικη εκδρομή, είχε γίνει ένα ταξίδι πολλών ημερών που με παρέσυρε προς τα Αιγόσθενα, το Πόρτο Γερμενό, την Κόρινθο, την Περαχώρα προτού επιστρέψω στις Θήβες και φύγω για τους Δελφούς. Δεν υπάρχει τόπος πιο πρόσφορος γι’ αυτή την επιστροφή στις πηγές από ετούτο το βουνό που έδωσε στέγη στο βρέφος ‘‘το πιο καταραμένο του κόσμου’’, όπως θα έλεγε η υπερθετική εποχή μας, βουνό σήμερα άδενδρο*, γυμνωμένο, με μεγάλα βράχια κατάστικτα από τρύπες, από σπηλιές όπου φυτρώνουν ακόμα, αρχές Οκτωβρίου, κυκλάμινα, ασφόδελοι και αυτά τα λουλούδια που είναι για μένα η εικόνα του φθινοπώρου στην Ελλάδα, αυτά τα σκυλάκια, μεγάλοι υάκινθοι με τσαμπιά από μωβ λουλούδια που κυματίζουνε κάτω απ’ τον άνεμο σαν κρίνοι κάτω από θαλασσινά ρεύματα.
Κιθαιρώνας: βράχια κυανά, βράχια γκρίζα, γη σαν ελεφαντόδοντο πατιναρισμένο απ’ τον αέρα, άσπρα και μαβιά** λουλούδια. Τα σπάνια δασάκια τά ’χω από ώρα αφήσει πίσω. Δεν έχω πια μπροστά μου κι από πάνω μου, παρά τη γύμνια της πέτρας και τ’ ουρανού. Ευτυχώς φυσάει ένα γλυκό αγέρι που δροσίζει το πρόσωπο και τα μπράτσα. Ανώφελα θ’ αναζητούσες ένα σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να έχουν εκθέσει κάποιο ενοχλητικό βρέφος: δεν υπάρχει, δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχουν πια δέντρα απ’ όπου να το κρεμάσεις από τα πόδια [σφυρά], δεν υπάρχουν θάμνοι για να το χώσεις και –πράγμα που είναι ακόμα πιο σοβαρό– δεν υπάρχουν πια θηρία για να το κατασπαράξουν. Βουνό σαν όλα τα άλλα βουνά. Αλλά αυτή ακριβώς η γύμνια, αυτή ακριβώς η θλιβερή ανωνυμία, μοιάζουν με ένα μήνυμα. Μια τεράστια συστάδα βράχων και θάμνων που έχει γραμμένο απάνω: ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΠΙΑ ΜΥΘΟΙ.
Τόπος ιδεώδης λοιπόν γι’ αυτή την αντιστροφή των εικόνων, την άμπωτη και την παλίρροια αλλοτινών και σημερνών Γιατί. Σού ’ρχεται να κουβαριαστείς πάνω σ’ έναν απ’ αυτούς τους καμπούρικους κι όλο ρωγμές βράχους, να ζαρώσεις, να ξαναπάρεις από την ανάποδη το δρόμο της συνείδησης και της ζωής. Γιατί από την Ελλάδα, δεν μένει και Αυτό πλάι στις ορθολογικές (αστρονομία, γεωμετρία, μαθηματικά, ιατρική, πολεοδομία, δημοκρατία, ιστορική συνείδηση) γενέσεις της; Δεν μένει άραγε και τούτη η καθαρή και μοναδική –για την εποχή μας– καταγραφή του εσωτερικού τόπου, της αντικειμενικής τύχης του ανθρώπου αντιμέτωπου με τους εσωτερικούς θεούς και δαίμονές του; Υπάρχουν και στην Ελλάδα σημεία όπου καλύτερα απ’ ό,τι στους Δελφούς και τις Μυκήνες, περισσότερο απ’ όσο στην Ολυμπία, στην Επίδαυρο, στην Ελευσίνα***, μπορούμε να συλλάβουμε ή να ξαναβρούμε την πηγή Αυτού που μας κατοικεί. Τέτοιοι τόποι είναι όλοι εκείνοι που διάλεξαν και ένιωσαν σαν τόπους διάβασης οι Έλληνες, σαν τόπους ισόπεδους, προεκτάσεις του χθόνιου κόσμου, που αποκαλούσαν εισόδους ή διαβάσεις του Άδη και γύρω από τους οποίους γεννήθηκαν και έζησαν μύθοι, αφηγήματα που αγγίζουν τον υπόγειο κόσμο της ψυχής:
Η Τροιζηνία, όπου η Φαίδρα εκθέτει, κάτω από το φως του μεγάλου ήλιου, επιθυμίες ως τότε απωθημένες.
Τούτος ο Κιθαιρώνας, το βουνό του Οιδίποδα και πιο πέρα το Άντρο του Τροφώνιου, χρησμοδότη θεού που ο μάντης έπρεπε να συμβουλεύεται πάντοτε νύχτα, πάνω από τον πυθμένα ενός πηγαδιού, όπου –ανάμεσα σε θορύβους και οράματα– ελάμβανε μέσα στη χθόνια νύχτα την απάντηση στο ερώτημά του.
Αλλά πιο αποκαλυπτικές ακόμα ήταν οι δύο πηγές που αναβλύζαν εκεί, της Λήθης και της Μνημοσύνης, που το νερό της, έτσι και το έπινες μια φορά, επέτρεπε στον άνθρωπο να ξαναζήσει, να ξαναθυμηθεί όλο το παρελθόν του. Ούτε οι Σουμέριοι, ούτε οι Αιγύπτιοι, ούτε οι Σημίτες δεν θα ανορθώσουν ποτέ –ούτε θ’ ανυψώσουν ως την συνείδηση– αυτόν τον εσωτερικό κόσμο, το υπόγειο νερό της πηγής της Λήθης, αυτόν τον μαύρο ήλιο μέσα στον άνθρωπο, όπως το έκαναν οι Έλληνες. Αυτό υπερισχύει μέσα μου στο όνομα Ελλάδα: αυτό το πρώτο κοίταγμα, αυτή η πρώτη σχισμή (η μισάνοιχτη πόρτα μέσα στην ψυχή από την οποία ο Οιδίποδας βλέπει στη νυφική κάμαρα το κρεμασμένο πτώμα της μάνας – συζύγου) που ανακάλυψαν και δαμάσανε οι Έλληνες, αυτό το αβάσταχτο πρώτο φως που κοιτάς κατά πρόσωπο, το κυριολεκτικά εκτυφλωτικό.
Όσοι αναζητούν στην Ελλάδα κάποιον τόπο προσκυνήματος ή λατρείας –όπως το έκαναν άλλοτε ο Ρενάν, ο Φλωμπέρ, ο Λαμαρτίνος και ο Μορεάς– δεν θά ’πρεπε να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη αλλά στον Κιθαιρώνα. Δεν θα προσκυνούσανε πια τη λογική αλλά –ποιος ξέρει;– σ’ αυτόν τον γυμνό ναό, ίσως αντιλαμβάνονταν, ίσως εισχωρούσαν στο αίνιγμα της πρώτης κραυγής.
* Το δάσος κάηκε στον πόλεμο. Το βουνό αναδασώθηκε αμέσως μετά.
** Επισημαίνοντας πιθανό σφάλμα σημειώνω ότι μαβής σημαίνει γαλάζιος.
*** Η Ελευσίνα (με το Πλουτώνειον) ανήκει μάλλον στην κατηγόρια των τόπων χθόνιας διάβασης.