Βρισκόμουνα στο Πόρτο Γερμενό, κοντά στα Αιγόσθενα, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, σ’ ένα μικρό ακρογιάλι ενός παραμερισμένου χωριού. Κοντά μου, δύο παιδιά ψαράδων, οχτώ με δέκα χρονών το πολύ, έπαιζαν με το καβουράκι που είχαν πιάσει. Θα πρέπει, χωρίς άλλο να το είχανε μαρτυρήσει, όπως κάνουν όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, γιατί το κοιτούσαν τώρα να χτυπιέται μέσα σε μία λακκούβα νερό, σε μια γούβα του βράχου. Πέρασε ένα λεπτό μέσα στη σιωπή, μετά το ένα από τα δύο παιδιά προχώρησε να βουτήξει. «Τι κάνει;» ρώτησε το άλλο. Κι εκείνο απάντησε: «χαροπαλεύει», που στην κυριολεξία θέλει να πει ‘‘παλεύει με τον Χάρο’’.
Θαύμα τούτης της λέξης, της δυνατής, της πλούσιας, που φέρει μια ολόκληρη λησμονημένη ιστορία και που προφέρεται έτσι ανέμελα, φυσικά, από δύο παιδιά που παίζουν. Ο όρος δεν υπάρχει στ’ αρχαία, τον αποτελούν όμως δύο λέξεις που αυτές υπάρχουν από την αρχαιότητα: Χάρων, όνομα του πορθμέα, που στις όχθες του Αχέροντος παραλάμβανε τους νεκρούς και τους περνούσε στον Άδη και παλεύω, από το αρχαίο ‘‘παλαίω’’. Καθαυτός ο [σύνθετος] όρος θα πρέπει να ανήκει στην ακριτική γλώσσα και ιδιαίτερα σ’ εκείνον τον κύκλο των τραγουδιών του Διγενή που ανατρέχουν ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Ο Χάρων / Χάρος (που στην τελευταία του αυτή μορφή σημαίνει περισσότερο την προσωποποίηση του ίδιου του Θανάτου παρά τον νεκρικό λεμβούχο) και ο Διγενής επάλεψαν, ένα από τα περιφημότερα και δημοφιλέστερα επεισόδια αυτής της μεσαιωνικής εποποιίας. Έτσι, όπως και νά ’ναι, ο όρος έχει μια ζωή δώδεκα με δεκατριών αιώνων.
Προφέροντάς τον τα δύο εκείνα μικρά παιδιά δεν είχανε φυσικά καμιά συνείδηση της μακράς ιστορίας της λέξης ούτε της έννοιας των συνθετικών της. Δεν σκέπτονται πια την προσωποποίηση του Χάροντα όταν λένε στην Ελλάδα για κάποιον που ψυχορραγεί πως χαροπαλεύει…
Πλάι ακριβώς στο γκρεμισμένο οχυρό ένα παρεκκλήσι του Αϊ-Γιώργη προσφέρει λίγη σκιά μέσα στη μεσημεριανή λαύρα. Μπαίνω, κάθομαι με την πλάτη στον τοίχο. Άρωμα από κερί, κρύο λιβάνι, σβησμένο κερί. Το εικονοστάσι, στολισμένο με λαϊκές ζωγραφιές (Παρθένος με το Βρέφος, Χριστός, Άγιος Γιώργης με το δράκο του), το σκεπάζουν σχετικά καινούργιες εικόνες. Στην κορνίζα της Αγίας Ελένης και του Αγίου Κωνσταντίνου, ένα ευλαβικό χέρι έχει αποθέσει ένα μπουκετάκι αγριολούλουδα, ξερά σήμερα πια. Αγαπώ αυτά τα λευκά εκκλησάκια με τα οποία είναι σπαρμένη η Ελλάδα σε όλα της τα βουνά και σε όλα της τα νησιά, που έχει το καθένα να διηγηθεί μια μακριά ιστορία. Μοιάζουν πάντα παρατημένα, αλλά στην πραγματικότητα το νιώθεις ως μια φορά κάθε τόσο, κάποιος χωριάτης, κάποια χωριάτισσα, θα πρέπει να έρχονται και να προσκυνάνε, να φέρνουνε κάποιο τάμα. Η σκούπα και ο κουβάς σε μια γωνιά, σβηστό το καντήλι μα γεμάτο λάδι και πίσω από το εικονοστάσι το σεντούκι γεμάτο από τ’ αντικείμενα της λατρείας, δείχνουν ότι πού και πού, έρχονται.
Και πάντα, σε κάποιο σημείο, οι ΛΕΞΕΙΣ. Κοιτάζοντας μια από τις μικρές εικόνες που παριστάνουνε την Παρθένο με το Βρέφος βλέπω γραμμένο από το χέρι του καλλιτέχνη, σύμφωνα με το βυζαντινό τρόπο, ‘‘Γλυκοφιλούσα’’. Η μαγεία, και εδώ, των αιώνων που επαναλαμβάνονται. Χωριάτικα χείλια, αγράμματα ασφαλώς, που γνωρίζουνε αυτές τις λέξεις και τις προφέρουν στις λειτουργίες, φέρουν τη μνήμη από λέξεις τριών χιλιάδων χρόνων. Γλυκό και Φιλώ. Ενωμένες μεταξύ τους από τη βυζαντινή πίστη.
Και με διασκεδάζει, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση να νιώθω τα χείλια μου ποτισμένα απ’ αυτά τα ψιθυριστά φωνήματα, με διασκεδάζει, μέσα στον ίσκιο που βουίζει, να επαναλαμβάνω αδιάκοπα «γλυκοφιλούσα», ώσπου να νιώσω να με πιάνει ζαλάδα…