Το καφενείο του Γιαλού, το σημείο που συμφώνησε ο Θέμης να συναντηθούν την άλλη μέρα με την Ελεονόρα, απήχε αρκετή ώρα με το αυτοκίνητο, όμως παρά την αυξημένη κίνηση στους δρόμους λόγω καλοκαιριού, η διαδρομή έφευγε σα νεράκι. Η ανυπομονησία τους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, όχι μόνον γιατί επρόκειτο για την πρώτη τους υποψήφια μαθήτρια, αλλά επειδή, ιδιαιτέρως για την Κική, η Ελεονόρα ήταν μία ζωντανή θρύλος της γραφής, την οποία θαύμαζε και αγαπούσε ξεχωριστά. Η απίστευτη σύμπτωση ήταν πως ήδη από καιρό, η Κική είχε αποφασίσει να κάνει ένα μεταπτυχιακό πάνω στο έργο της. Το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο δεν είχε κληρώσει ακόμη το όνομά της αλλά έτσι ασυγκράτητη όπως ήταν, αποφάσισε να λάβει μέρος στο e-learning του ΕΚΠΑ (κάτι σαν σεμινάριο δια αλληλογραφίας ή κάτι παρόμοιο, ένα πρόγραμμα πάντως που πλήρωνες περίπου 300 ευρώ για να διαβάσει κάποιος την εργασία που έγραψες και να υπογράψει σε ένα χαρτί ότι εσύ την έγραψες και αυτός την διάβασε.) Ακόμη δεν είχε μαζέψει τα χρήματα για να το πραγματοποιήσει, παρόλα αυτά επεξεργαζόταν ήδη στο μυαλό της το θέμα και τον τίτλο της εργασίας της, που κάθε εβδομάδα άλλαζε μορφή και τώρα είχε διαμορφωθεί ως εξής: «Μια λακανική ανάγνωση του έργου της Ελεονόρας Κουχλούμπερη Watson με βάση τον τρανσβεστισμό της συγγραφικής περσόνας, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο φεμινιστικής προσέγγισης του έργου της.»
Για πολλά από αυτά που είχε σκεφτεί δεν ήταν σίγουρη και για ακόμα περισσότερα ήταν παντελώς σίγουρη και τώρα θα της δινόταν η ευκαιρία να συζητήσει για το καθετί από αυτά με την ίδια την συγγραφέα αυτοπροσώπως! Όλα τούτα, τα μοιραζόταν με μια γλώσσα που έτρεχε σαν μοτέρ με τον Θέμη, ο οποίος λίγες αντιρρήσεις μπορούσε να φέρει, της εφιστούσε ωστόσο την προσοχή, ώστε να μην παρασυρθεί από τη φιλολογική εργασία της και ξεχαστεί ότι η Ελεονόρα ήταν μία πελάτισσα. Ήταν μέχρι στιγμής, η πελάτισσα. Τα λοιπά φιλολογικά δεν τον πολυαπασχολούσαν, ούτε τα πολυκαταλάβαινε. Η μόνη του επαφή με τη λογοτεχνία ήταν ο Μπουκόφσκι και αυτό ήταν και το μόνο σχόλιο επάνω στη γραφή της Ελεονόρας που είχε συγκρατήσει. Είπε κάποτε η Κική πως ο Μπουκόφσκι έμαθε να εκφράζει έτσι ελεύθερα τα μέσα του προς τα έξω και να γράφει με αυτόν τον τόσο χειμαρρώδη λόγο, επειδή όταν ήταν παιδί τον ξυλοκοπούσε ο πατέρας του. «Τόσο ξύλο διώχνει όλη την υποκρισία από μέσα σου. Έτσι έμαθα να γράφω. Απ’ τον αναίτιο πόνο», φέρεται να είχε πει. Ε, το λοιπόν, παρόμοια περίπτωση αποτελούσε η Ελεονόρα, αλλά από την πλευρά του πατέρα. Ο πληθωρικά σαδιστικός τρόπος που φέρεται στις ηρωίδες της, ο τρόμος και η αγωνία που αρέσκεται να προκαλεί στις ανυποψίαστες και φαινομενικά αθώες αναγνώστριες, βασίζεται στην αγάπη της προς αυτές και την επιθυμία της να τις δει εξυψωμένες*. Σε τέτοιο βαθμό, που ο Θέμης φανταζόταν κάθε πρωί την Ελεονόρα λίγο πριν καθίσει στο γραφείο της για να γράψει, να παίρνει μια βέργα και να ξυλοκοπά όποιον περνούσε από μπροστά της.
Από την πολλή τους λαχτάρα όμως, αντί για τις τέσσερις που είχαν δώσει το ραντεβού, έφτασαν στο Γιαλό ήδη ένα μισάωρο νωρίτερα. Βρήκαν ένα τραπεζάκι με σκιά κάτω από την κληματαριά και παράγγειλαν καφέ. Η αγωνία τους αύξανε με την ώρα και τούτη η εσπευσμένη άφιξη την ενέτεινε περισσότερο. Χάζευαν γύρω τούς παραθεριστές και είχαν συγχρόνως τα μάτια τους ανοιχτά για το πότε και από πού θα φανεί η Ελεονόρα. Δεν είχαν ιδέα πώς ήταν η όψη της. Την Κουχλούμπερη δεν την έχει δει ποτέ κανείς. Η Κική είχε σχηματίσει τόσα χρόνια μια συγκεκριμένη εικόνα, την οποία όμως περίμενε αυτονόητα να διαλυθεί από την πραγματική, όταν εκείνη εμφανιζόταν μπροστά τους. Για αυτό και κόντεψε να πάθει συγκοπή όταν, στα δέκα μέτρα μακριά τους, χαμηλά, σε ένα τραπεζάκι μεταφερμένο επί τούτου στην ακτή, πήρε τυχαία η ματιά της το είδωλο ακριβώς που είχε πλάσει στο μυαλό της για τη μορφή της Ελεονόρας, να κάθεται κόντρα στο κύμα και να ατενίζει σε άγνωστο σημείο με τα μάτια της να πετάνε πάνω από τα δικά τους.
«Αυτή είναι! Αυτή!» σκούντηξε τον Θέμη με ταραχή και την έδειξε με ένα νεύμα της, σαν νά ’βλεπε μπροστά της φάντασμα ή αερικό.
«Κάτσε ρε,» την συγκράτησε ο Θέμης. «Αφού δεν την έχεις δει…»
«Αυτή είναι το νιώθω! Δεν μπορεί να μην είναι», να επιμένει η Κική. «Δες το στυλ της, τη σοφία στο βλέμμα της, το φως που πηγάζει από μέσα της και πάει κόντρα ακόμα και στο φως του ήλιου!»
«Νομίζω, αρχίζεις να το χάνεις», της έκανε εκνευρισμένος ο Θέμης. «Πρώτον, οι ξένοι είναι τυπικοί και έρχονται πάντα στην ώρα τους, δεύτερον, δεν μου ακούστηκε έτσι στο τηλέφωνο, τρίτον, είναι ήδη τέσσερις και πέντε και τούτη δε δείχνει να ψάχνει για κανένα ραντεβού να συναντήσει. Είναι χαμένη στο διάστημα. Γι’ αυτό, κάτσε δω και περίμενε».
Και τούτο πράξανε. Κάθισαν στη θέση τους και περιμένανε. Ο Θέμης κοιτάζοντας κάθε τόσο την ώρα στο κινητό του, η Κική έχοντας στυλώσει τα μάτια της στη μυστήρια γυναίκα που καθόταν στο γιαλό ερευνώντας με περιέργεια τις κινήσεις της. Ώσπου, κατά τις τέσσερις και είκοσι, επάνω στο βρασμό του απογεύματος, δύο χέρια πέρασαν μπροστά από τα πρόσωπα και των δύο καλύπτοντάς τους τα μάτια και μια ψεύτικη φωνή ακούστηκε πίσω από την πλάτη τους να λέει:
«Κόου-κόου!»
Τρομαγμένοι τράβηξαν ταυτόχρονα τις μεγάλες παλάμες από τα μάτια τους και γύρισαν αυτόματα προς τα πίσω για να δουν τον Στέλλιο με ένα χαζό γέλιο μέχρι τα αυτιά να τους λέει:
«Να σας συστηθώ με το νέο μου όνομα: Ελεονόρα Watson. Κουχλούμπερη-Watson! Χαχαχαχαχα!»
Μείνανε και οι δύο με τα μούτρα κατεβασμένα από την αηδία. Ετούτο τον τύπο, ο Θέμης το γνώριζε από μικρό παιδάκι. Λίγα χρόνια μικρότερος από τον ίδιο, τον έφερνε μαζί της η θεία του τα καλοκαίρια για παραθερισμό στο νησί. Ήταν ανιψιός της από τη μεριά του άντρα της, αλλά ο Θέμης τον αντιμετώπιζε ακριβώς το ίδιο με τα ξαδέρφια του. Έχοντας αποκτήσει ήδη την πρώτη του κιθάρα από την ηλικία των δέκα ετών και γνωρίζοντας μουσική ήδη σε προχωρημένο στάδιο, ο Θέμης ήταν για τον μικρό Στελλάκη κάτι περισσότερο και από θεός. Ο μικρός θαύμαζε τον τρόπο του, τις ικανότητές του, την ευκολία με την οποία έκανε φίλους, το πόσο καλά ήξερε να παίζει κιθάρα αλλά και ποδόσφαιρο και κυρίως, καθώς μεγάλωναν ανανεώνοντας κάθε χρόνο το ραντεβού τους για το επόμενο καλοκαίρι, το πόσο αγαπητός γινόταν στα κορίτσια. Επειδή ο Στελλάκης ως μοναχοπαίδι και αθηναίος ήταν σχετικά ντροπαλός και άβουλος, ο Θέμης συχνά αναλάμβανε πρωτοβουλίες υποστήριξής του, τον έπαιρνε στην παρέα του, αργότερα μαζί του διακοπές, του μάθαινε μουσική και του γνώριζε φίλες του. Ήταν για αυτόν ο μικρός αδερφός που δεν είχε και πάντοτε τον έβαζε μπροστά και από φίλους για να τον προστατέψει. Και τώρα, τριάντα και βάλε καλοκαίρια μετά από την πρώτη τους γνωριμία, ετούτος ο χοντρόπετσος μαντράχαλος που τους είχε κουβαλήσει για χάρη γούστου στου διαόλου τη μάνα μέσα στο καταμεσήμερο και που τον έβλεπε τώρα μπροστά του να γελάει σπαστικά, όφειλε σε κάτι να του θυμίσει εκείνον τον αγαπητό μικρούλη. Όφειλε να το κάνει γρήγορα, γιατί αν αργούσε λίγο ακόμα, ο Θέμης ήταν έτοιμος εκτός από το να τον διαολοστείλει, να του δώσει και δυο μπουνιές. Και όμως, τίποτε δεν έκανε ο Στέλλιος για να διευκολύνει τη θέση του, αλλά και καμμία από τις επιθετικές κινήσεις που διψούσε να κάνει ο Θέμης δεν έγινε τελικά. Τόσες ενοχές είχε απέναντί του λοιπόν;
«Μαλάκα, τι κρύο χιούμορ έχεις..», του είπε μόνο και εκείνος ξεκαρδίστηκε ακόμα πιο πολύ.
«Δε σε πιστεύω, δε σε πιστεύω!» ούρλιαξε η Κική, που με κανένα τρόπο δε μπορούσε να ανακαλέσει τη συμπάθειά της στο πρόσωπό του τούτη την ώρα. Σηκώθηκε, πήρε άρον άρον τον Θέμη από το χέρι στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το σπίτι. Έτσι που έφυγαν θυμωμένοι, τόσο πιο πολύ πετυχημένη θεώρησε τη φάρσα του ο Στέλλιος και κάθισε στο Γιαλό να το γιορτάσει μόνος του, πίνοντας μια μπύρα.
Αν η όρεξη για δημιουργία ήταν μια μπαταρία, οι ματαιωμένες προσδοκίες αυτής της ημέρας, την είχαν κατεβάσει για τον Θέμη και την Κική κάτω από τη μέση. Όφειλαν για λίγο να παραιτηθούν από αυτές και τούτο συνήθως επιτυγχάνεται μέσω του ύπνου. Τα έκλεισαν δυο μέρες όλα και αφέθηκαν στην ικανοποίηση των φυσικών τους αναγκών και μόνο. Η ψυχολογική τους πτώση ήταν βαθειά και από κοντά τα πολλά πρακτικά –ως επί το πλείστον οικονομικά- προβλήματα, δεν περίμεναν καθόλου, αντιθέτως πίεζαν και καραδοκούσαν.
Συντομότερα έδειξε να συνέρχεται η Κική. Η αιτία υπήρξε η δεύτερη φορά που χτύπησε το τηλέφωνο της μπροσούρας. Ευτυχώς την ώρα που έγινε η κλήση, ήταν μεσημέρι και ο Θέμης κοιμόταν μέσα στο δωμάτιο. Δε θα άντεχε στην κατάστασή του άλλον έναν λανθασμένο συναγερμό. Για την Κική όμως, το τηλεφώνημα αποδείχθηκε πως είχε ιδιαίτερη αξία. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας στρουμπουλός συμπαθητικός κύριος που κρατούσε τον ξενώνα στην παρακάτω γειτονιά. Ευτυχώς που τη μέρα εκείνη είχαν περάσει να αφήσουν και σε εκείνον κάρτες, γιατί έτσι μπόρεσε να βρει στοιχεία επικοινωνίας μαζί τους τώρα που παρουσιάστηκε η ανάγκη. Ο εξαφανισμένος Κάστρο, ο σκύλος της που τον θεωρούσε πλέον χαμένο για πάντα, είχε εμφανιστεί πριν από λίγο στον ξενώνα ταλαιπωρημένος, αλλά καλά στην υγεία του και δεχόταν τις περιποιήσεις των ενοίκων. Λίγα λεπτά αργότερα ο Κάστρο επέστρεφε στο σπίτι αγκαλιά στα χέρια της Κικής και εκείνη αφιέρωσε όλη την ημέρα και τις επόμενες στη φροντίδα του και τα μεταξύ τους χάδια, που είχαν στερηθεί και οι δύο.
Η θλίψη του Θέμη όμως επέμενε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν αντιμέτωπος με το κόστος των επιλογών του στη ζωή. Έτσι είχε πορευτεί όλα του τα χρόνια, από τη μια ποιούμενος την ανάγκη φιλοτιμία και από την άλλη προβάλλοντας συνειδησιακή συνέπεια όταν τα πράγματα τον έφερναν πέρα από τα ηθικά όρια που έθετε ο ίδιος για τον εαυτό του. Ότι η ζωή είναι αγώνας το ήξερε καλά και για τούτο έδινε γενναίες μάχες με όλη του την δύναμη. Πολλές φορές, το να ζεις σύμφωνα με τις αξίες σου αρκεί για να σε κάνει να ξεπεράσεις πολλά εμπόδια και η ηθική ικανοποίηση μιας ήσυχης συνείδησης γίνεται μια κανονική ντόπα, ικανή να σε κρατήσει όρθιο ακόμα και όταν έχεις χάσει τα πάντα. Αλλά το κακό είναι πως, όπως κάθε ντόπα, δεν κρατάει για πολύ. Είτε η ζωή διαρκεί για περισσότερο από όσο θα έπρεπε… Έτσι κι αλλιώς, πάντα του ήταν αθλητής μικρών αποστάσεων, με ξεχωριστή ισχύ αλλά προβληματική αντοχή. Και τώρα η αντοχή στέρευε πάλι. Όλο τον καιρό που προσπαθούσε να πετύχει με το ψαροντούφεκο κανέναν γλωσσομαθή τουρίστα, υπολόγισε πως έχασε τουλάχιστον μισό μηνιάτικο από τη λήξη της συνεργασίας του με την Αναΐς. Και στη σκέψη αυτή, την σιχάθηκε ακόμα πιο δυνατά.
Παραιτημένος σε μια μισοχαλασμένη καρέκλα στην αυλή, αργά το απόγευμα, ανακάτευε χωρίς ειρμό όλες τούτες τις σκέψεις μέσα στο μυαλό του. Πού θα έβρισκε τη δύναμη να προσπαθήσει ξανά; Πού να στρέψει και πάλι από την αρχή το ενδιαφέρον του και με τι κουράγιο, ώστε να αντέξει την επιβίωση; Πώς το έκανε αυτό η Κική, χωρίς και εκείνη να έχει τίποτε χειροπιαστό να γαντζωθεί από πάνω του; Το ήξερε πως οι ρόλοι είναι «όποιος τους προλάβει». Δε γίνεται στο ίδιο σπίτι να κατεβάζουν όλοι ρολά και συνειδητοποίησε πως η παραίτησή του ήταν ενδεχομένως και μια πολυτέλεια σε βάρος των υπολοίπων απελπισμένων του οίκου και του κόσμου τούτου. Βλέποντας την Κική να τον πλησιάζει από το βάθος της αυλής, του ήρθε μετά από καιρό ένα ειλικρινές χαμόγελο στο πρόσωπο, σαν σημείο ότι ανάρρωσε, ή ότι έστω, ξεκινούσε σιγά σιγά να αναρρώνει.
Όταν έφτασε από πάνω του η Κική, είδε πως κρατούσε στο χέρι της το τηλέφωνό του, που χτυπούσε επίμονα.
«Θέλεις να το σηκώσεις; Είναι ολότελα up to you», του είπε προτείνοντάς του τη συσκευή. Ο Θέμης το πήρε σκεπτικός και χάζεψε την οθόνη που αναβόσβηνε με τον επίμονο αριθμό.
«Μα, τι στο καλό; Κάτι μου θυμίζει…» είπε σουφρώνοντας με απορία το μέτωπό του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πάτησε το κουμπί και απάντησε στον άγνωστο συνομιλητή του.
«Λέγετε;»
«Επιτέλους!» άκουσε από την άλλη μεριά, «σε βρίσκω, πού χάθηκες;»
«Αναΐς;! Εσύ;»
«Φυσικά εγώ. Σε παίρνω τόσες φορές και είναι κλειστό, κόντεψα να παρεξηγηθώ.»
«Γιατί να παρεξηγηθείς; Από πού και ως πού;» άρχισε αμήχανα να τα μασάει ο Θέμης.
«Νόμισα πως με αποφεύγεις, αλλά γνώρισα τον φίλο σου και μου είπε πως έχασες το τηλέφωνό σου και πήρες καινούργιο. Εκείνος μου έδωσε και το νούμερο.» (Ώστε ο Στέλλιος είχε βαλθεί κανονικά να τους ανακατώσει ολόκληρο το καλοκαίρι;) «Άκου να σου πω. Δεν έχουμε χρόνο. Η πανσέληνος είναι σε πέντε μέρες. Ξεκίνησα με τον Στέλλιο να ετοιμάσω ένα πρόγραμμα, θα συμμετέχει κι εκείνος.»
«Κάτσε, κάτσε!» κατάφερε να την διακόψει ο Θέμης. «Τι θα πει θα συμμετέχει κι εκείνος, και γιατί μου τα λες όλα αυτά και πού ξέρεις αν εγώ θέλω να είμαι μέσα σε αυτό και μήπως σου πέρασε από το μυαλό να ρωτήσεις πρώτα τι κάνεις –λέμε τώρα- και άλλα τέτοια τυπικά ευγενικά πράγματα ή το μόνο που νοιάζεσαι είναι για τα δικά σου;».
Είχε αρχίσει να ξεσπαθώνει κανονικά. Εδώ που είχε φτάσει, το μόνο που του έμενε ήταν να της τα πει χύμα και τσουβαλάτα, να ξαλαφρώσει από αυτό το χρόνιο βάρος για πάντα. Από την άλλη άκρη όμως, δεν άκουσε την αντίδραση που φανταζόταν. Η Αναΐς αντί να αμυνθεί και να προσβληθεί, σχεδόν έμπηξε τα κλάματα. Τον ικέτευε «μη μου το κάνεις αυτό», «χωρίς εσένα δε θα γίνει τίποτε καλό», «έχω απίστευτο κόσμο καλέσει», «δεν μπορούμε χωρίς εσένα», μέχρι και που του έδωσε τον Στέλλιο, που ήταν δίπλα της όλη την ώρα, να του μιλήσει στο τηλέφωνο. Ο Στέλλιος του ζήτησε συγγνώμη για όλα και τον παρακάλεσε κι αυτός να τους στηρίξει. Θα ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζε με τις λύρες του μπροστά σε κοινό, χρειαζόταν οπωσδήποτε τη βοήθειά του. Η Αναΐς, ξαναπαίρνοντας το τηλέφωνο τού έταξε ό,τι εκείνος ζητούσε, αρκεί να μην την πούλαγε στη σημαντικότερη βραδιά του καλοκαιριού.
«Θέλω διακόσια ευρώ Αναϊς. Δε βγαίνω από το σπίτι για λιγότερα» της είπε περισσότερο για να σταματήσει τα αηδιαστικά παρακάλια και τα μίζερα γλειψίματα. Εκείνη το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Θα του έδινε μάλιστα τα μισά ήδη από την πρόβα.
Πανσέληνος του Αυγούστου σε ελληνικό νησί, σε αρχοντικό χήρας γάλλου συζύγου. Ένας αληθινός μουσικός, ένας επιτυχημένος έμπορος –είχε καταφέρει ήδη να πουλήσει στην Αναϊς δύο από τις λύρες του- και μια αχόρταγη νάρκισσος, στημένοι μπροστά σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κοινό. Ανάμεσα στους ακροατές, η κουνιάδα της νονάς της ανιψιάς της Αναϊς και γνωστή συγγραφέας Ελεονόρα Κουχλούμπερη-Watson. Λίγες καρέκλες παρά πίσω της, περισσότερο άβολη με το όλο σκηνικό, η Κική, παράλλασσε από μέσα της τον τίτλο της εργασίας της: «Μια κοινωνιοκριτική προσέγγιση του έργου της Ε.Κ-W., βασισμένη στον κρυφό ρόλο και την ιδεολογία των δευτεραγωνιστών, εκκινώντας από το δίπολο υπεροπτική Σούπερ Κατρίν – υποτελής Μάθιου.»
Ο ήχος ήταν θεσπέσιος και οι μουσικοί σε αυστηρή πειθαρχία. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρξε άνθρωπος που να δούλευε καλύτερα από τον Θέμη, όταν πληρωνόταν καλά. Με εξαγορασμένη την ανοχή στις νότες της λύρας και πανέτοιμος να επαναφέρει τη μαθήτρια με την ειδική ματιά-λέιζερ σε περίπτωση αστοχίας, ατένιζε ικανοποιημένος το κοινό και παράφραζε μέσα του τον Μπουκόφσκι:
Το ευτύχημα με τον κόσμο είναι ότι, αν και οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες, οι ηλίθιοι είναι ικανοί να τους προσφέρουν τα πάντα ώστε να γεμίσουν αυτοπεποίθηση.
ΤΕΛΟΣ
*Κάθε φορά που η Κική μιλούσε ή έγραφε για οτιδήποτε σχετικό με φεμινιστική κριτική, προσπαθούσε να χρησιμοποιεί το θηλυκό ως επικρατούν γραμματικό γένος.