Σε εκείνον που πέρασε τη δυσκολότερη μέρα -ή νύχτα, έρχεται κάπως ευκολότερο να εκφραστεί έξω από τα δόντια, την ίδια ώρα που οι άλλοι τείνουν να αυτολογοκρίνονται. Ο Θέμης λοιπόν, ήταν εκείνος που ξέμεινε πρώτος από καλούς τρόπους και επέστρεψε αυτόματα ένα «χέσε μας τώρα!» στον ενθουσιασμένο Στέλλιο. Δεν υπήρχε μία στο εκατομμύριο να θυσίαζε την τύχη του εγχειρήματός του για τη γραφικότητα και τη καλαμπορτζία του φιλαράκου του. Αυτά τα ξεκούρδιστα, κακότεχνα χειροποιήματα που είχε κουβαλήσει ο Στέλλιος μαζί του, ουδέποτε τον συγκίνησαν, ούτε καν τον έπεισαν για το καλλιτεχνικό κίνητρο του δημιουργού τους. Περισσότερο του θύμιζαν την αισθητική που έχουν κάτι αμερικάνικα ντοκιμαντέρ με δραματοποιήσεις των γεγονότων –(κι ας μην είναι εμφανής η σύνδεση, όμως ο ήρωάς μας πάσχει από συναισθησία)-, παρά μουσικό όργανο, ικανό μάλιστα να διαφημιστεί στην ίδια μπροσούρα με την δική του επαγγελματική τέχνη. Δεν υπήρχε περίπτωση λοιπόν, του εξήγησε και στις τρεις γλώσσες του φυλλαδίου.
Η δε Κική, αν και η «μαμά» της παρέας, δεν μπόρεσε να μην στενοχωρήσει τον φιλοξενούμενό της, συντασσόμενη ξεκάθαρα στο πλευρό του Θέμη. Έστω με πιο τρυφερό και παιδαγωγικό τρόπο, προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί μια τέτοια συνεργασία δεν ήταν η καλύτερη ιδέα για τους στόχους και των τριών. Αλλά τι τα θες; Η απόρριψη γεννά τον ίδιο πόνο, όπως και να την σερβιριστείς. Ο Στέλλιος κατέβασε δήθεν προσβεβλημένος τα μούτρα του, μέσα του όμως ένιωθε μέχρι το κόκκαλο την απαξίωσή του από τους ανθρώπους που θεωρούσε προορισμένους να τον κάνουν να αισθάνεται το τελείως αντίθετο. Ξεσαρκωμένος από τα λόγια τους, έκανε να φύγει πίσω προς την κρεβατοκάμαρα.
«Είστε ηλίθιοι», τους είπε μόνο, γυρνώντας με στυλ προς το μέρος τους. «Με αυτή τη σαχλαμάρα που φτιάξατε, θα πατώσετε. Ούτε τρεις φορές δε θα χτυπήσει το τηλέφωνο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού».
«Βάζεις στοίχημα;» τον προκάλεσε με ενόχληση ο Θέμης.
«Ναι, ρε βάζω!», του απάντησε φουντώνοντας ο Στέλλιος.
«Ε, κόφτε το πια!» διέταξε η Κική, που δεν της έμεναν πλέον αντοχές για άλλες συγκινήσεις και τους ανάγκασε ειρηνικά να πάνε όλοι για ύπνο.
Λίγες μέρες αργότερα, τα διαφημιστικά μονόφυλλα ήταν έτοιμα. Τυπωμένα έγχρωμα, σε χαρτί ιλουστρασιόν, με τα στοιχεία επικοινωνίας στο κάτω μέρος, τηλέφωνο και e-mail. Η ανάγκη για αλλαγή σελίδας, έκανε τον Θέμη να αλλάξει και τηλέφωνο. Δεν ήθελε σε καμμία περίπτωση να τον ξαναέβρισκε η απαιτητική Αναΐς και εκείνος να μην μπορέσει να αντισταθεί στον πειρασμό να το σηκώσει, έτσι, για ένα ακόμα γαμ* μεροκάματο. Όχι, η Αναίς θα έχανε τα ίχνη του από το νησί. Αν ποτέ ξαναβρισκόντουσαν ή ξαναμιλούσαν, θα ήταν επειδή το αποφάσισε αυτός ο ίδιος και το επιθύμησε σφοδρά· ενδεχόμενο το πλέον απίθανο. Τώρα τίποτα δεν τον σταματούσε. Ούτε το τσούξιμο από τα 100 ευρώ που πλήρωσε για τις 500 κάρτες. Ο Στέλλιος τον ξαναείπε βλάκα και πως καλύτερα θα ήταν να τα τύπωνε μόνος του στο σπίτι, αλλά ο Θέμης τον έβαλε οριστικά στη θέση του, εξηγώντας του αυστηρά πως θα εκτιμούσε τα μέγιστα αν σταματούσε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο επάνω στην επιχείρηση ελληνομάθειας που ξεκινούσαν εκείνος και η Κική και περιοριζόταν στην μελέτη της αρχαίας λύρας του.
Ήδη το ίδιο απόγευμα ξεκίνησαν μαζί με την Κική για να γυρίσουν σε όλα –όπως είχαν πει- τα ξενοδοχεία και τα κάμπνιγκ, να μιλήσουν για τη δουλειά τους και να αφήσουν το σχετικό υλικό. Η αλήθεια είναι ότι κανένας δεν τους έδιωξε. Κάμποσοι μάλιστα, καθόλου υποκριτικά, πήραν τις κάρτες με προθυμία, απαγγέλλοντας ρυθμικά ένα ενθαρρυντικό «μπράβο-μπράβο», αφήνοντας με τον τρόπο τους να εννοηθεί πως θα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τους υποστηρίξουν. «Να, θα τις βάλω εδώ μπροστά,» στο γκισέ, στο μπαρ, στην ταμειακή, στο ψυγείο, στις σαγιονάρες, σε ό,τι είχε ο καθένας μπροστά του εκείνη τη στιγμή και θεωρούσε ότι αποτελούσε το περίοπτο σημείο της επιχείρησής του. «Ευχαριστούμε πολύ!» «Να ’σαστε καλά!», «κάνουμε κι εμείς αυτό που μπορούμε, αντί να καθόμαστε να μιζεριάζουμε» ήταν οι πιο τυποποιημένες φράσεις που απάντησαν πολλές φορές εκείνοι ώσπου να βραδιάσει, μέχρι που μούδιασε το στόμα τους, τελείωσαν και οι καρτούλες και πήραν πίσω το δρόμο για το σπίτι.
«Δεν πήγε και άσχημα», ρέμβασε μέσα στο σούρουπο προς τον ουρανό η Κική.
«Καθόλου άσχημα», πρόσθεσε ο Θέμης. «Νομίζω τα τρία τηλεφωνήματα θα χτυπήσουν αύριο κιόλας».
«Καλά, δεν είμαι και τόσο αισιόδοξη, αλλά μέχρι το τέλος του μήνα, το πιστεύω κι εγώ».
«Α, δε θέλω μετριοπάθειες! Μας φτάνει ο άλλος ο γρουσούζης στο σπίτι με τη γκρίνια του.»
«Απορώ σε τι κατάσταση θα τον βρούμε», σημείωσε με αγωνία αρχικού σταδίου η Κική. Και καλά έκανε και απορούσε, εννοώντας ασφαλώς σε τι είδους άσχημη κατάσταση θα τον έβρισκαν. Λίγο χειρότερη από όσο μπορούσε να υποθέσει, ωστόσο.
Ο Στέλλιος, βαριά πληγωμένος και μόνος στο σπίτι, είχε γείρει σε μια παρακμιακή στάση επάνω στον καναπέ, κάπνιζε αρειμανίως όλο το απόγευμα, όπως μαρτυρούσαν τα γεμάτα τασάκια στο πάτωμα, καθετί που είχε χρησιμοποιήσει το είχε αφημένο άπλυτο στο τραπέζι και το νεροχύτη, ενώ στη μοναδική δουλειά που του είχε ανατεθεί, να βγάλει βόλτα τον σκύλο, τα θαλάσσωσε κανονικά, αφού ο σκύλος του είχε ξεφύγει και εδώ και 4 ώρες δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι. Αυτό το τελευταίο, ήταν και το σημείο καμπής στο να κρατούσε τουλάχιστον ενεργή την συμπάθεια της Κικής. Εκείνη, μόλις το έμαθε ξεχύθηκε στους δρόμους να τον αναζητά, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα, και όταν επέστρεψε αργά στο σπίτι, δεν είχε διάθεση ούτε να του θυμώσει του Στέλλιου. Ο Θέμης εξάλλου την καθησύχαζε. «Θα γυρίσει ο κοπριτάκος μας, πάντα έτσι δεν κάνει;» Τώρα, είχαν δουλειά πολλή ακόμα οι δυο τους. Δεν θά ‘πρεπε ο πρώτος υποψήφιος μαθητής να τους βρει απροετοίμαστους. Όφειλαν να οργανώσουν ένα βασικό corpus ύλης για τα μαθήματά τους. Και δεν ήταν αυτονόητα ένας εύκολος στόχος αυτός.
Στην πράξη, η προετοιμασία ενός φαινομενικά παιγνιώδους τραγουδιού ώστε να διδαχθεί ως μελωδία και ξένη γλώσσα συγχρόνως, είναι μια πολύ απαιτητική διαδικασία. Γιατί δεν αρκεί η νοηματική απόδοση και εξήγηση των άγνωστων λέξεων. Πρέπει να προσδιοριστούν παράλληλα και ζητήματα ύφους, τόσο των στίχων όσο και της μουσικής. Βέβαια η μουσική, ως διεθνής γλώσσα δεν αποτελεί από μόνη της μεγάλο πρόβλημα. Αν δει όμως κανείς τη δυσκολία των ξενόγλωσσων να προφέρουν τους φθόγγους της ελληνικής, ας φανταστεί πως η δυσκολία αυτή πολλαπλασιάζεται στην προσπάθεια να ακολουθήσουν τη μελωδία. Για κάθε τραγούδι που προετοίμαζαν, λοιπόν, σημείωναν πρώτα τα λόγια με μια απλή φωνητική απόδοση, ενώ προσπαθούσαν να εφαρμόσουν και την μετάφραση στην κοινή αγγλική -που θα αποτελούσε τη βάση συνεννόησης με όλες τις φυλές των μαθητών- στην ίδια μελωδία, ώστε να μην προκύπτει κανένα κενό κατανόησης. Έτσι, το σπίτι γέμιζε μελωδίες, με δεκάδες ακροάσεις τραγουδιών μέχρι να γίνει η επιλογή των καταλληλότερων, ενώ τα χαρτιά γέμιζαν σημειώσεις:
Πέντε πέντε δέκα/ pente pente deka
δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά/ deka deka aneveno ta skalia
για τα δυό σου μάτια για τις δυό φωτιές/ ya ta dio sou matia ya tis dio foties
που όταν με κοιτάζουν νιώθω μαχαιριές/ pou otan me kitazoun niotho maheries
Όχι ολόκληρο το σπίτι όμως. Στο χώρο του ο Στέλλιος έκανε αυτό που του είχε ζητηθεί. Περιορίστηκε στη μελέτη της αρχαίας λύρας και δεν έχασε ούτε στιγμή πριν πέσει με τα μούτρα στα όργανά του. Φανατικός θαυμαστής του Λουίς Πανιάγκουα, ολημερίς μελετούσε με προσήλωση τα αναρτημένα βίντεο του ισπανού καλλιτέχνη στο YouTube και προσπαθούσε με αληθινή αυταπάρνηση να τον μιμηθεί. Αγνοούσε επιδεικτικά τους ήχους του έτερου πρότζεκτ που ετοιμαζόταν στο ίδιο σπίτι και γρατζούναγε τις λύρες του διαδοχικά, καθώς μια νότα την έπαιζε σωστά η μία, μιαν άλλη νότα η άλλη κοκ. Ένας σωστός πόλεμος μελωδιών λάμβανε χώρα στον ακουστικό αέρα του σπιτιού, με τον Καγλ Ζιγό, από τη μια να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά και τον Λουίς Πανιάγκουα από την άλλη να εκστασιάζεται με ένα επαναλαμβανόμενο “έα, έα”. Ως γνήσιος ερασιτέχνης ο Στέλλιος διακατεχόταν από αρκετά μεγαλύτερο πάθος από ό,τι οι φίλοι του, που πάσχιζαν παράλληλα να βρουν τρόπο να εξηγήσουν στον θρυλούμενο πρώτο μαθητή τη διαφορά ανάμεσα στο when I get you drank και when I drink you, και για αυτό, η δική του παρουσία ήταν και αυτή που επιβαλλόταν τελικά.
Όμως, παρά την ενοχλητική συμπεριφορά του, οι φίλοι του έβλεπαν πως δεν χωρούσαν άλλες επιθετικές κινήσεις εναντίον του, ενώ άρχισαν μάλιστα να ανησυχούν για εκείνον. Γιατί, πέρα από τη μουσική του Πανιάγκουα, ο Στέλλιος είχε αρχίσει να μιμείται ολόκληρο το στυλ του: ντυνόταν με χλαμύδες και πεπαλαιωμένα ενδύματα, ανέβαινε στον πέτρινο φράχτη της αυλής τα βράδια, αγκάλιαζε τη λύρα του και έστρεφε αποχαυνωμένος το πρόσωπό του προς το λυκόφως. Καθόταν οκλαδόν και ακίνητος για πολλή ώρα, μέχρι που ξαφνικά έφερνε με μια απότομη κίνηση το χέρι του και χτυπούσε μια χορδή, κόβοντάς τους τη χολή.
Από τη μια δεν τολμούσαν να του πουν κουβέντα, από την άλλη πάλι, ήταν και για αυτούς επιτακτική η ανάγκη να βρουν την ηρεμία και τον προσωπικό τους χώρο. Σκέφτηκαν λοιπόν, να του προτείνουν μια μετεγκατάσταση σε ένα άλλο διαθέσιμο σπίτι κοινών γνωστών, που απλά βρισκόταν μακριά από τη θάλασσα. Έτσι κι αλλιώς, μόνο με τη θάλασσα δεν ασχολιόταν πλέον ο Στέλλιος, παρά μόνο μέσα από τις συνθέσεις του. Ο ίδιος το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα και συναίνεσε σαν έτοιμος από καιρό, πιθανώς και με κάποια ανακούφιση, εφόσον θεωρούσε την συμπεριφορά του ικανή και για χειρότερα αποτελέσματα.
Έτσι, ένα δροσερό πρωινό, ο Στέλλιος φόρτωσε τα πράγματά του στο αγροτικό του Μπάμπη του γείτονα, που εκτελούσε και χρέη ταξιτζή και αποχαιρέτησε προσωρινά τους ταλαιπωρημένους φίλους του, λίγο πριν η σχέση τους βλαφτεί ανεπανόρθωτα. Και σχεδόν από το πρώτο λεπτό της αποχώρησής του, επήλθε η πολυπόθητη ηρεμία μέσα στο σπίτι και η ευλογημένη αύξηση των κατά κεφαλήν τετραγωνικών. Το μόνο που είχαν να κάνουν πλέον ο Θέμης με την Κική, ήταν να κρατούν την αναπνοή τους, μέχρι να χτυπήσει για πρώτη φορά το τηλέφωνο από κάποιον καλλιεργημένο, φιλομαθή τουρίστα, που ονειρεύτηκε να γνωρίσει την Ελλάδα και πέρα από τα μπιτσόμπαρα και τα κρεμαστά χταπόδια και το τζατζίκι. Ήταν γεγονός πως τα τρία τηλεφωνήματα δεν είχαν γίνει από την πρώτη μέρα. Ούτε καν ένα από αυτά. Απέμενε να δουν αν θα συνέβαιναν έως το τέλος του μήνα.
Πέρασαν μόνο λίγες ώρες που είχαν μείνει οι δυο τους, όταν το τηλέφωνο του Θέμη με το νέο του νούμερο, εκείνο που αναγραφόταν στα διαφημιστικά φυλλάδια και μόνο από εκεί μπορούσε να το βρει κανείς, χτύπησε για πρώτη φορά.
«Ε, ρε τον γρουσούζη, καλά το είπα! Με το που έφυγε, άνοιξε η δουλειά!» είπε τρελαμένος από την χαρά του ο Θέμης και έτρεξε προς το κινητό να το σηκώσει.
«Έλα, μην λες τέτοια», του είπε μαλώνοντάς τον χαμογελαστή η Κική, κάνοντας του νόημα με τα μάτια την ώρα που εκείνος απαντούσε.
«Χαλλόου, λέγετε;… Ναι, εμείς είμαστε…. Μιλάτε Ελληνικά; Καταπληκτικό….. Πείτε μου…. Εμένα με λένε Θέμη. Μμμμ…. Αχμμ…. Μάλιστα, φυσικά. Όποτε θέλετε… Αύριο στις τέσσερις στο καφενείο του Γιαλού. Οκ! ….. Με χαρά να τα πούμε από κοντά Ελεονόρα! Καλή σου μέρα!»
«Για πες, για πες», έκανε ανυπόμονη η Κική μόλις έκλεισε το τηλέφωνο.
«Δεν θα το πιστέψεις», της λέει ο Θέμης με το χέρι ακόμα ψηλά, με το τηλέφωνο σε θέση ομιλίας. «Ήταν η Ελεονόρα Κοχλούμπερη.»
«Η γνωστή;*!»
«Ναι, η γνωστή. Παραθερίζει στο νησί και θέλει, λέει, να τελειοποιήσει τα Ελληνικά της για να μην χρειάζεται βοηθό όταν γράφει τα βιβλία της.»
«Απίστευτο! Ουάου!» στρίγγλισε η Κική σφίγγοντας τις γροθιές της και κλείνοντας τα μάτια. «Πώς την άκουσες; Είναι σοβαρή ή κανένα σαχλοκούδουνο;»
«Όχι, μια χαρά σοβαρή. Έχει ένα κάπως αμερικάνικο αξάν, και μάλλον χοντρή φωνή για γυναίκα, σχεδόν αντρική· αλλά ευγενέστατη.»
«Ε, καπνίζουν πολύ αυτές οι Αμερικάνες, συνηθισμένο.»
«Τι να πω. Εντυπωσιακό. Θα τη δούμε από κοντά αύριο στις τέσσερις το απόγευμα. Έχω μείνει άφωνος.»
*Πρόκειται για τη γνωστή fiction-fantasy-horror συγγραφέα και πρωτοπόρο στη μάχη κατά των αναδημοσιεύσεων, Ελεωνόρα Κουχλούμπερη-Watson, το έργο της οποίας δημοσιεύει κατά αποκλειστικότητα η Dragonerarossa.