«Ήταν γελοίο! Ήταν τραγικό!»- γκαπ γκουπ το αμάξι στον χωματόδρομο- «δεν πρόκειται να το ξαναδεχτώ κάτι τέτοιο» – ντουγκ ντουγκ- «κλείσε γαμώτο, δεν έχω σήμα» -γκουπ- «θα σε πάρω από πιο κάτω, ή καλύτερα, θα τα πούμε σε λίγο από κοντά.» -γκάπα γκούπα, γκλιν γκλον, ντουγκ.
Ήταν το αλαφιασμένο τηλεφώνημα που έκανε ο Θέμης την ώρα που ξεκινούσε να φύγει από το σπίτι της Αναΐς. Αρχές καλοκαιριού, μέσα στο σκοτάδι, οδηγούσε εκνευρισμένος σε έναν πολύ άσχημο αγροτικό δρόμο μήκους δύο χιλιομέτρων, που συνέδεε το «Αρχοντικό Αναΐς», έναν ιδιαίτερο χώρο πολιτισμού, με τον δημόσιο δρόμο του νησιού, χαμηλά στην αρχή του βραχώδους λόφου.
Η Αναΐς ήταν ελληνίδα, χήρα ευκατάστατου γάλλου συζύγου, η οποία μετά τη συνταξιοδότησή της από τη μέση εκπαίδευση ως καθηγήτριας γαλλικών, χρησιμοποίησε την περιουσία του μακαρίτη για να αναστηλώσει το παλιό αρχοντικό της οικογενείας της στο νησί. Να το αναστηλώσει και να το μετατρέψει σε ένα μεικτό είδος ξενώνα, χώρου εκδηλώσεων και θερινής εξοχικής κατοικίας για την ίδια. Μεσόκοπη πια και διόλου θλιμμένη χήρα, η Αναΐς έτρεφε ψυχή με ποικίλες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Με την εμφάνισή της να ισορροπεί στην κόψη ανάμεσα σε γερασμένη σκυλού και σεβάσμια λόγια, παρήγαγε καλλιτεχνικά προϊόντα που κυμαίνονταν αισθητικά στα ίδια όρια: έγραφε ρομαντικές νουβέλες με ιστορικό υπόβαθρο, ζωγράφιζε σε βότσαλα γοργόνες και μάτια θαλασσιά εναντίον της βασκανίας, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε με χάρη από τραγούδια παραδοσιακά και του Θανάση, έως κινηματογραφικές επιτυχίες της Βουγιουκλάκη. Χάρη στην απαράμιλλη κοινωνικότητά της, έβρισκε πάντοτε -αν και όχι οπωσδήποτε πρόθυμους-υποστηρικτές σε κάθε νέο της εγχείρημα. Ήταν, παρά την ηλικία της, ασταμάτητη, γεμάτη όνειρα και απτόητο θράσος.
Όταν ήθελε να παρουσιάσει κάποιο καινούργιο της βιβλίο, οργάνωνε στη σάλα εκδηλώσεων του αρχοντικού ένα φιλόξενο σουαρέ σε στενό κύκλο. Δεν έβαζε ποτέ ανακοινώσεις για τις εκδηλώσεις της. Από στόμα σε στόμα και με προσωπικά τηλεφωνήματα στον καθένα από έναν κύκλο φίλων και ομοτέχνων, γέμιζε η σάλα με καμιά τριανταριά ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ανακατεύονταν με ιδιαίτερη περιέργεια και ευχαρίστηση οι ξένοι –ως επί το πλείστον- ενοικιαστές του ξενώνα. Η εκδήλωση συνήθως ήταν λιτή και σύντομη, με την συμβολή κάποιου φίλου που θα έλεγε δυο λόγια, καμμιά φορά του ίδιου του εκδότη της, ή του δασκάλου της στην κιθάρα, -όταν επρόκειτο για μια μουσική βραδιά- που θα τη συνόδευε στο παίξιμο και θα υποστήριζε το όλο εγχείρημα στα κενά του. Τέτοιες εκδηλώσεις προορίζονταν συνήθως για την Πανσέληνο του Αυγούστου, την Δευτέρα της Λαμπρής και σταθερά, για τα γενέθλιά της, αρχές Ιούνη, κάθε χρόνο.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, έκλεινε τα 63.Όλα ήταν στημένα στην εντέλεια. Ο χαμηλός φωτισμός, οι θέσεις των παρευρισκομένων, οι κρύοι μεζέδες και το κρασί για μετά, ο Θέμης, που τύχαινε να είναι ο δάσκαλός της στη μουσική, από νωρίς στο αρχοντικό για την τελευταία πρόβα. Ήταν τα πάντα στην εντέλεια εκτός από την προετοιμασία που όφειλε να έχει κάνει η ίδια στο καλλιτεχνικό κομμάτι της βραδιάς που της αναλογούσε. Και η βραδιά αναπόφευκτα, κύλησε αναλόγως. Η ίδια έδειξε να μην παίρνει χαμπάρι από τον εκνευρισμό του Θέμη. Που η μαθήτρια κάθε τρεις και λίγο έχανε νότες και δεν ήξερε πού πατάει, που η ανάγκη για ένα εξτραδάκι τον έβαλε στο ίδιο πάλκο μαζί της, που σταματούσε εκείνη κάθε τόσο τη ροή του προγράμματος για να τον γεμίσει κοπλιμέντα μπροστά σε όλους και «αχ, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τον δάσκαλό μου», που έχωνε καινούργια κομμάτια την τελευταία στιγμή στο πρόγραμμα και που έριχνε το μπαλάκι στο κοινό για «να κάνει παιχνίδι», κυρίως στους ξένους, όσους κατά τη διαμονή τους τούς παρέδιδε μαθήματα ελληνικών, ζητώντας να τραγουδήσουν μαζί της τα εύκολα στιχάκια. Με περίσσια αυτοσυγκράτηση και υπομονή, ο Θέμης έφερε τη βραδιά σε πέρας χωρίς να του ξεφύγει τίποτα προσβλητικό. Φεύγοντας, όμως, αμέσως μετά με το σπασμένο αυτοκίνητο από τον χαλασμένο δρόμο, τι κι αν κρατούσε στο χέρι ζεστό το πενηνταρικάκι, ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να συμμετάσχει ξανά σε μια τέτοια παρωδία.
«Η χυδαία, η χυδαία! Επειδή έχει φράγκα, νομίζει ότι μπορεί να μοστράρει. Να πατάει στην ανάγκη μου, για να κάνει τη φιγούρα της!» Έλεγε αργότερα στη φίλη του την Κική, όταν έφτασε με τα πολλά στο σπίτι. Εκείνη τον άφησε για αρκετή ώρα να βγάλει από μέσα του όλη την ένταση με λόγια, ενόσω χάιδευε με το ένα χέρι τον λευκό τους σκύλο στα πόδια της, ενώ με το άλλο, του έγνεφε πού και πού να μιλά σιγανότερα. Στο διπλανό δωμάτιο, κοιμόταν ο Στέλλιος. Άλλο παιδί με προβλήματα και εκείνο. Ο Στέλλιος, φίλος κατά τα άλλα αγαπητός, είχε προαναγγείλει πως θα περνούσε μαζί τους όλο το καλοκαίρι, καθώς, όπως πίστευε, με την παρουσία του στο νησί θα του δινόταν η ευκαιρία να προωθήσει το δικό του εγχείρημα με τις αρχαίες λύρες, που καταπιανόταν και έφτιαχνε μοναχός του. Δεν τον ενθάρρυναν, όμως, καθώς δεν πίστευαν πως το νησί θα έδειχνε ενδιαφέρον για την αρχαία λύρα, παρόλα αυτά, με χαρά τον δέχτηκαν κοντά τους, να περνούν τουλάχιστον μαζί τα ζόρικα που ζώναν και τους τρεις τους.
«Δεν ξαναπηγαίνω. Και να πάει να γαμηθεί και το πενηνταρικάκι» Ήταν η καταληκτική κουβέντα, με την οποία έκλεισε το μονόλογό του ο Θέμης.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε απλά για επιβεβαίωση η Κική.
«Ναι. Είμαι σίγουρος» επιβεβαίωσε μαζί με ένα χαρακτηριστικό κούνημα του κεφαλιού.
«Και θα σου πω και κάτι», συνέχισε αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του μετά από πολλή ώρα συναισθηματικής ταραχής. «Αυτό που κάνει εκείνη, μπορούμε μια χαρά να το κάνουμε εγώ κι εσύ. Μη σου πω και καλύτερα. Καλύτερος μουσικός από εκείνη είμαι, καλύτερα ελληνικά από εκείνη ξέρεις, δε μπορούμε να βρούμε εμείς δέκα ξένους να τους μαθαίνουμε τραγουδάκια και greek traditional πενιές; Ετούτη την εποχή ο τόπος είναι γεμάτος από ξένους, και στα κάμπινγκ έξω και δω στη Χώρα.»
Η Κική χαμογέλασε. Είχε ήδη περάσει δυο χειμώνες να κολλάει χαρτάκια σε κολώνες πως παραδίδονται φιλολογικά μαθήματα- τιμές προσιτές- χωρίς να χτυπήσει ούτε μία φορά το τηλέφωνό της. «Πώς, Θέμη;» ρώτησε σε λιγότερο ενθουσιαστικό τόνο από εκείνον. «Πώς θα τους βρούμε ή θα τους κάνουμε να μας βρουν; Εκείνη τους έχει παγιδευμένους με τον ξενώνα. Ξυπνάνε την πρώτη μέρα, πάνε για πρωινό στην κουζίνα και βρίσκουν ένα φυλλάδιο με τις δραστηριότητες που μπορούν να προσθέσουν στο πρόγραμμά τους. Δεν έχουν διαφυγή. Μέχρι το μεσημέρι, οι μισοί δηλώνουν μαθητές της.»
«Όχι, όχι, δεν είναι έτσι», διαφώνησε ο Θέμης. «Εκείνη ζει απομονωμένη στο λόφο, εμείς είμαστε μέσα στην κίνηση. Θα απευθυνθούμε σε όλα τα ξενοδοχεία, σε όλα τα κάμπινγκ τριγύρω και θα φτιάξουμε κυριλέ επαγγελματικές κάρτες. Θα τις αφήνουμε είκοσι είκοσι και θα δεις. Και μάλιστα σύντομα. Πριν φύγει ο Ιούνης.»
Ήταν η πρώτη φορά που ο Θέμης αναλάμβανε εκείνος τέτοια πρωτοβουλία, χωρίς να παίζει το ρόλο του κυνικού αποθαρρυντή και, όσο και αν θα της άρεσε της Κικής να του επιστρέψει την άρνηση που είχε δεχτεί η ίδια πολλές φορές στο παρελθόν, η ευκαιρία να συναντηθεί στο δικό της πεδίο οραμάτων με τον αγαπημένο της, φάνταζε εκείνη τη στιγμή η διασκεδαστικότερη επιλογή.
«Πάμε λοιπόν. Πες μου πώς ακριβώς το έχεις στο μυαλό σου και ξεκινάμε», συγκατένευσε και αφέθηκαν στην υπερένταση που τους είχε κλέψει τον ύπνο ανεπιστρεπτί, καθισμένοι πάνω από τον υπολογιστή, παίρνοντας ιδέες, σχεδιάζοντας, γράφοντας, υπολογίζοντας, ετοιμαζόμενοι.
Κόντευε το χάραμα, όταν ο Στέλλιος που κοιμόταν βαθιά από νωρίς, σηκώθηκε προς νερού του και τους βρήκε και τους δυο με μάτια σαν βρικολάκων, να έχουν απλώσει ένα σωρό χαρτιά και να σιγομουρμουρίζουν περίεργους φθόγγους. «Ρε σεις; Τι κάνετε τέτοια ώρα ξύπνιοι;», τους ρώτησε με ζαρωμένα μάτια και το μισό του κορμί να κοιμάται ακόμη. Γύρισαν και οι δύο τον κοίταξαν, χαμογέλασαν με όση δύναμη τους είχε μείνει από την αϋπνία και σήκωσαν μαζί ένα χαρτί που μόλις ξερνούσε ο εκτυπωτής και του το έδειξαν με ικανοποίηση: «Ντα-ντάαν!»
Ήταν το προσχέδιο για τις μπροσούρες που θα παράγγελναν το πρωί να τους ετοιμάσει επαγγελματίας του είδους. Παιδεύτηκαν με το google translate όλη τη νύχτα προκειμένου να έχουν το περιεχόμενο τουλάχιστον τρίγλωσσο, ενώ έφτιαξαν και μια πελώρια λίστα με αντικείμενα που θα μπορούσαν να διδάξουν από την οποία διέγραφαν σταδιακά: μουσική, παραδοσιακά όργανα, ελληνική ποίηση, αρχαίο θέατρο και φιλοσοφία, ιστορία ελληνική και τοπική, ξεναγήσεις, συζητήσεις για την επικαιρότητα, συνοδεία σε ταβέρνες και μαγαζιά ως πολιτιστικοί διερμηνείς, φύλαξη παιδιών με εξάσκηση στα παραδοσιακά ελληνικά παιχνίδια, εθιμολογία του τόπου και λοιπά και λοιπά. Και οι δύο συμφώνησαν πως για αρχή καλό θα ήταν να περιοριστούν απλά στη συνδυασμένη μορφή μουσικής και λογοτεχνίας που προσέφερε το τραγούδι και αν έβλεπαν ότι γεννάται ενδιαφέρον, θα ήταν έτοιμοι να επεκτείνουν τους κωδικούς δραστηριότητας.
Όλα τούτα, τα εξηγούσαν στον Στέλλιο όση ώρα εκείνος είχε σταματήσει στο δρόμο του προς την τουαλέτα για να εισπράξουν ως αντίδραση ένα ενθουσιώδες δυνατό: «Ουάου!». Όσο καλά και να γνώριζαν το φίλο τους, ομολογουμένως η ιδιαίτερη αυτή εκδήλωση εξωστρέφειας δεν ήταν αναμενόμενη ούτε και για τους ίδιους. Πριν προλάβουν όμως να αναρωτηθούν, ο Στέλλιος τους πέταξε κατευθείαν εκείνο που δεν τόλμησαν, ούτε σκόπευαν να προβλέψουν: «Είναι καταπληκτικό! Να βάλουμε μέσα και τις λύρες μου!».