Η άσχημη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, ανάγκασε σύντομα το Νίκο να αντιπαρέλθει κάθε δισταγμό και να σηκώσει πρώτος μια μέρα το τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει στη Χαλκίδα. Ο Βαρδής δεν είχε σταματήσει να τον προσκαλεί να δουλέψουν παρέα, αλλά καθώς ποτέ δεν έδειχνε να τον παίρνει στα σοβαρά ο Νίκος, χρησιμοποιούσε περισσότερο ρητορικά τις επαγγελματικές προτάσεις που ξεστόμιζε. Χωρίς να φοβάται πιθανή ανταπόκριση, δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκαλύψει πως οι δουλειές δεν πήγαιναν πια τόσο καλά όσο θα ήθελε. Αντιθέτως, του άρεσε να βάζει σάλτσες και μεγαλοστομίες. Ποιος ήξερε, ίσως η φήμη του έφτανε και στα κορίτσια που κυνηγούσαν με τα παπάκια οι δυο τους κάποτε στην Αθήνα.
Επομένως, τη στιγμή που σήκωσε το τηλέφωνο και άκουσε τον Νίκο να του λέει ότι ετοιμάζεται να έρθει στην Χαλκίδα, του κόπηκε κυριολεκτικά η λαλιά. Ναι, φυσικά η πρόταση ίσχυε ακόμα… Απλά….. Θα έπρεπε να γνωρίζει καλά ότι… Στο μαγαζί -αν ήθελε- θα έμπαινε σχεδόν σαν συνεταίρος. Δηλαδή να μοιράζονται τα άγχη και τις δυσκολίες και να καταθέτει την ίδια ενέργεια και θέληση που επένδυε ο ίδιος στη δουλειά. Κάπως πήγε να χάσει την ψυχραιμία του, όταν ο Νίκος ρώτησε «για πόσα μιλάμε», τα κατάφερε όμως να κρατήσει το στυλ του και να του απαντήσει με συγκρατημένη, μα θεία οργή: «τι για πόσα, ρε συ; Έτσι ξεκινάς; Έλα εδώ να δεις, να δοκιμάσεις, να δούμε αν πάει το πράμα και θα φτάσουμε και στα λεφτά.»
Ο Νίκος, αναγκασμένος εκ των συνθηκών, έδωσε νοερά τα χέρια σε μια ασαφή και πρόχειρη συμφωνία και έσκασε μύτη ένα πρωί στην Χαλκίδα, κατευθείαν στο μαγαζί. Χαιρέτησε κεφάτος τη Μαρία, την κοπέλα της πώλησης, χάζεψε με ειλικρινή θαυμασμό τα αντικείμενα που εκτίθονταν στο πωλητήριο και με τον αέρα του τιμημένου πρωτάρη που έχει επιλεγεί από τον διευθυντή κάποιας μεγάλης επιχείρησης, πέρασε στο πίσω μέρος να βρει τον Βαρδή με τα χέρια μουσκεμένα στον χαρτοπολτό, σε μια δημιουργική στιγμή επί το έργον. Λίγα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στο γραφείο, όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις, και συζητούσαν τι στο καλό θα μπορούσε να κάνει ο Νίκος μέσα σε αυτό τον χώρο. Ο Βαρδής φάνηκε προαποφασισμένος. Είχε σκεφτεί όλη τη νύχτα πώς να λύσει αυτό το νέο γρίφο και η λύση που του είχε αποκαλυφθεί ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου, θεωρούσε ότι μπορούσε να ικανοποιήσει και τους δύο και το σημαντικότερο, να αφήσει την φιλία τους αλώβητη:
«Εκτός από όποια βοήθεια μπορείς να προσφέρεις σε μένα, εδώ στο εργαστήριο, θέλω να φτιάξεις σελίδα της επιχείρησης στο Facebook και ό,τι παραγγελία καταφέρεις να κλείσεις ιντερνετικά, θα είναι δική σου. Από το πρώτο ευρώ μέχρι τα 490 το μήνα, που είναι τα νόμιμα για πλήρες πενθήμερο ωράριο.»
Του Νίκου του κόπηκαν τα πόδια. Όμως δέχτηκε, λόγω της άτιμης της Τίνας (There Is No Alternative) και μετά από ένα σύντομο αποκαρδιωτικό διάλογο με το νέο του αφεντικό:
-και αν δεν φτάσω τα 490, τι θα γίνει;
-όσα, βγάλεις. Έτσι είναι το ελεύθερο επάγγελμα φίλε μου, τα ίδια περνάω κι εγώ. Οι δικοί σου, ρε, δε βοηθάνε καθόλου;
-ποιοι ρε συ, αυτοί περιμένουν από μένα πια, ξέρεις πόσο έχουν πέσει οι συντάξεις;
-οι γονείς της Ευγενίας; Δεν είναι καλύτερα εκείνοι;
-οι γονείς της Ευγενίας βοηθάνε τον αδερφό της, που έχει τρία παιδάκια και δεν δουλεύει κανένας τους.
-τι λες ρε παιδί μου; Και εσύ; Εσύ, πώς θα ζήσεις, ρε Νίκο;
Από την πρώτη εβδομάδα, ο Νίκος έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Η σελίδα στήθηκε με γούστο και μεγάλες προσδοκίες, στοχεύοντας σε κοινό από ολόκληρη την υφήλιο. Οι πρώτοι που πάτησαν like, ήταν 25 φεϊσμπουκικοί φίλοι του Νίκου, 132 φίλοι του Βαρδή και κάποιοι της Μαρίας. Πολλές ευχές γράφτηκαν στον τοίχο της σελίδας για καλές δουλειές, αρκετοί μπήκαν στον κόπο να συμπληρώσουν το πεδίο με τις κριτικές πατώντας με τη μία και τα πέντε αστεράκια. Μόνη παραφωνία, o συνονόματος ξάδερφος από την Αυστραλία , Vardis Koukis, που από τη μεγάλη του λαχτάρα έγραψε ένα κατεβατό με ευχές και καλά λόγια στο ίδιο πεδίο, ξεχνώντας όμως να συμπληρώσει αστεράκια και η ψήφος του μέτρησε ως μηδενική, κατεβάζοντας τον ΜΟ στα 4,8 αστέρια.
Από τις κριτικές ξεχώρισε ιδιαίτερα εκείνη του μεγάλου ξενοδοχείου που χτίστηκε το προηγούμενο χρόνο στην Κάρυστο και τοποθέτησε αποκλειστικά καζανάκια Θέτις. Οι ίδιοι, στις φωτογραφίες των δωματίων τους που ανάρτησαν στη δική τους σελίδα, έκαναν tag την Θέτιδα και αυτό ανέβασε αρκετά την επισκεψιμότητα. Πλην όμως, ο Νίκος είχε ήδη συμπληρώσει μήνα στη δουλειά και μια παραγγελία δεν είχε καταφέρει να σταυρώσει. Παρά τις ελκυστικές προσφορές και τις εντυπωσιακές φωτογραφίες από το making of, σταδιακά η επισκεψιμότητα έπεφτε και τα μηδενικά στους δείκτες αναφοράς, ήταν κάθε πρωί που άνοιγε τον υπολογιστή, ένα μαχαίρι στην καρδιά.
Δεν σκόπευε φυσικά να μείνει εκεί για πάντα, απλήρωτος και στενεμένος. Αποφάσισε να διεκδικήσει το ελάχιστο για το οποίο είχε κάνει το ταξίδι αυτό, εκείνο για το οποίο είχε αποχωριστεί την Ευγενία και είχε αποφασίσει να τα δώσει όλα: να γράψει έστω τα λίγα ένσημα που του υπολείπονταν μέχρι να καταφέρει να μπει στο ταμείο ανεργίας. Την άλλη μέρα, θα το έθετε στεγνά στο Βαρδή. Θα πήγαινε πρωί πρωί, για να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση, που να περιλαμβάνει και τις δικές του απαιτήσεις, μια συζήτηση που ουσιαστικά δεν είχε γίνει ποτέ.
Όταν έφτασε στο μαγαζί την επομένη το πρωί, ο Βαρδής απουσίαζε. Βρήκε μόνη της τη Μαρία. Εκείνη τον ενημέρωσε πως το αφεντικό τους θα έλειπε όλη τη μέρα, καθώς συμμετείχε στη στρογγυλή τράπεζα μιας ημερίδας γύρω από τις προκλήσεις του επιχειρείν, του καινοτομείν, κλπ. Από αυτές που περισσότερο λειτουργούν ως group therapy για τους συμμετέχοντες, οι οποίοι μοιράζονται τις εμπειρίες τους και ονειρεύονται από κοινού ένα καλύτερο μέλλον, κάπου μακριά από την Ελλάδα, κάπου όπου η αξία τους θα αναγνωρίζεται και το κράτος δεν θα τους παίρνει τον ιδρώτα μέσα από την τσέπη.
Μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, άνοιξε την κουβέντα για τα πράγματα που τον απασχολούσαν με το Μαράκι. Καλό κορίτσι, εργατικό, αν και λίγο άνευρο και αφελές. Δεν άργησε να αποκαλυφθεί η σαθρή αλήθεια πίσω από το Χαλκιδικό του όνειρο. «Ποιο ΙΚΑ, ρε Νίκο; Δεν ξέρεις τι είναι αυτό που όταν πέφτει έξω, μπαίνει μέσα; Οι επιχειρήσεις όταν δεν έχουν να πληρώσουν καν τα πάγιά τους, το ταμείο τους, το ΙΚΑ τους, τους φόρους τους, τους προμηθευτές τους. Ξέρεις σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Βαρδής; Εμένα μου κόλλησε 20 ένσημα ο λογιστής του και του έδωσα την εισφορά, για να μπορέσω να πάρω ταμείο. Γιατί κι εδώ, πληρώνομαι μία στις τόσες. Και εδώ που τα λέμε, πόσα καζανάκια να αγοράσει πια ο κόσμος;»
Δεν έβλεπε μπροστά του από το θυμό του ο Νίκος. Όχι που δεν θα έβγαζε χρήματα, ή που δεν θα έμπαινε στο ταμείο ανεργίας, αλλά που ο Βαρδής την είχε ψωνίσει τόσο που δεν είχε παραδεχτεί ούτε στον ίδιο την αποτυχία του. Απόψε κιόλας θα έφευγε πίσω στην Αθήνα. Χίλιες φορές άφραγκος δίπλα στην Ευγενία, παρά κομπάρσος στις παραισθήσεις του κολλητού του. Ο Βαρδής, από την άλλη, στενοχωρήθηκε με την ταραχή που έδειξε στο τηλέφωνο ο φίλος του, αλλά στο βάθος ανακουφίστηκε. Δεν έπρεπε όμως να χωρίσουν οι δρόμοι τους έτσι. Τον προσκάλεσε το βράδυ στο μπάρμπεκιου που θα έκαναν στο ξενοδοχείο που «έτρεχε» η ημερίδα. Θα τα έλεγαν από κοντά, θα περνούσαν όμορφα, θα πρόσφερε έστω μια βραδιά διασκέδασης στο φιλαράκι του, που -προς θεού- μόνο το κακό του δεν ήθελε.
Έχοντας μετριάσει την ένταση των συναισθημάτων του, ο Νίκος έσκασε νωρίς στο μπάρμπεκιου – αποχαιρετιστήριο πάρτι. Όμως δυσκολευόταν σε αυτό το περιβάλλον να αναγνωρίσει το ξύπνιο αλάνι που τρέχανε στα νιάτα τους μαζί στα μπαράκια, βάζανε κόντρες με τα παπιά, ονειρεύονταν λαϊκές γκόμενες και ψάρεμα όλη μέρα σε κάποιο ερημικό νησί. Και μόνο η ενδυμασία του Βαρδή ένιωθε πως τον έπαιρνε μίλια μακριά του. Με ναυτική βερμούδα και παπούτσι μοκασίνι, με ριγμένο ένα πουλοβεράκι πάνω από το πουκάμισο. Όχι, δεν ήταν ο φίλος του αυτός. Ούτε ποτέ θα γούσταρε τέτοιους ξενέρωτους τύπους ο παλιός Βαρδής. Κάτι καλοβαλμένους ατσαλάκωτους που συζητούσαν για τα σέρφινγκ, τα ιστιοπλοϊκά και το μπιφτέκι του μπέργκερ που ψηνόταν εκείνη τη στιγμή στη σχάρα. Άκου μπιφτέκι από κρέας μόνο και σως από σόγιες και άλλα περίεργα. Πού να κολλήσει ο ίδιος σε αυτό το σινάφι; Και οι μπούρδες που λέγανε και το λέγανε πολιτική…
Για όλα φταίνε οι φόροι, για όλα το κράτος, οι εισφορές, ο ΦΠΑ, όλα τους φταίνε, ενώ αυτοί, να μη δώσουν τίποτα αν γίνεται. Στο Ντουμπάι άρχισε να λέει ο ένας, σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον, φορολογικός ορθολογισμός και διάφορα, αλλά εκεί είναι και τα πετρέλαια, πετάγεται ένας άλλος, «και τι να πούμε εμείς, ρε», πετάχτηκε ο Βαρδής ,«που έχουμε υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο, ποια πετρέλαια, εδώ μιλάμε για υ-δρο-γον-άνθρακες! Και δεν κάνουν τίποτα οι άχρηστοι οι δικοί μας!» Ήταν μια μόνο στιγμή που έλαμψε μπροστά του το παλιό λαμπερό άστρο του φίλου του, πριν αφεθεί να μοιάσει σε τούτους τους φλούφλη-φιλελέδες. Η τελευταία λάμψη της αστραπής πριν από το τραγικό φινάλε της σχέσης τους, λεπτά αργότερα, πάνω σε μια κουβέντα για το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο. «Όλοι τους off shore, φίλε. Και ο Βαρδινογιάννης off shore και τρίγωνα με Παναμά». Σημείωσε κάποιος της παρέας με ύφος ανάμεσα σε κριτική και θαυμασμό. Τότε ήταν που πετάχτηκε ο Βαρδής – που του έλειπε μόνο το Γιάννης– και είπε: «εγώ φίλε, τους νιώθω. Δε βγαίνουν οι άνθρωποι, τόσο που έχουν ανεβάσει το εργοδοτικό κόστος, βλάκας είναι ο άλλος να μείνει εδώ να του τα τρώνε οι εργάτες;»