Ο Βαρδής, και λόγω ονόματος, αισθανόταν μια βαθιά συγγένεια με τους Βαρδινογιάννηδες. Ήταν ένας από τους λίγους ανάμεσά μας, που σύμφωνα με δήλωσή του, μπορούσε να τους «νιώσει». Καινούργιος στον χώρο του επιχειρείν, στο πρόσωπο, ή μάλλον στο όνομα του Βαρδινογιάννη, έβλεπε έναν πραγματικό του συνάδελφο. Και ας μην ήξερε ποιος είναι ο Τζίγγερ ή ποιον έχει πάρει για άντρα της η πρέσβειρα. Το Βαρδινογιαννέικο ήταν ένα, και ο Βαρδής κάπου στις παρυφές του. Νέο παιδί, γέννημα-θρέμμα Χαλκιδέος, έκανε και αυτός την επανάστασή του, όταν εγκατέλειψε το επάγγελμα του υδραυλικού, που ασκούσε δίπλα στον έμπειρο πατέρα του και αποφάσισε να ακολουθήσει το όνειρό του, εφαρμόζοντας εκείνο που κάποτε είχε σπουδάσει με επιτυχία: γλυπτική στο ΙΕΚ Ξυνή.
Η απόφαση δεν ήταν εύκολη, όμως το επέβαλε κάποτε η άσχημη κατάσταση της ψυχολογίας του, που επιβαρυνόταν καθώς περνούσαν τα χρόνια. Αν και ως υδραυλικός είχε στρωμένη και καλοπληρωμένη δουλειά, ο ίδιος δεν ήταν ένας καλός μάστορας. Οι πελάτες, που το είχαν καταλάβει καλά, όταν τηλεφωνούσαν για κάποια ανάγκη, επέμεναν «να μιλήσουμε με τον πατέρα σου» και η φράση αυτή, τρυπούσε το κεφάλι του τις νύχτες, όταν κλεισμένος στο υπόγειο, διοχέτευε όλη του τη δημιουργικότητα στις κατασκευές από παπιέ μασέ. Μια τεχνική που αγαπούσε πολύ.
Κάποτε (εκείνος θυμάται με λεπτομέρεια την ώρα και τη στιγμή), μια φίλη τού πρότεινε στο ίντερνετ ένα σύντομο βίντεο από το TEDx Καλαμάτας, όπου ένας εμπνευσμένος -και συγχρόνως εμπνευστής- ομιλητής καλούσε το κοινό να μην παραιτείται από τα όνειρά του. Θυμάται καλά τον βάτραχο, που είχε εμφανιστεί δύο φορές σαν παράδειγμα στην ομιλία του: πρώτα ριγμένος μέσα σε μια κατσαρόλα που βράζει (που συμβολίζει τη δεινή μας θέση) λίγο λίγο να συνηθίζει τη θερμότητα (στάση που αντιστοιχεί στην παραίτηση) και χωρίς να το καταλάβει, να σιγοβράζει, χωρίς να έχει αντισταθεί στην μοίρα του. Έπειτα, ο ίδιος βάτραχος (μπορεί και κάποιος άλλος, εάν ο πρώτος παρέμεινε στην κατσαρόλα μέχρι το σημείο βρασμού), να κολυμπάει μαζί με έναν άλλον μέσα σε έναν κουβά γεμάτο με γάλα. Ο άλλος βάτραχος κουράστηκε να κολυμπάει και αφέθηκε να πνιγεί. Ο δικός μας όμως, με την επιμονή του, μετά από αρκετές ώρες να χτυπιέται μέσα στο γάλα, κατάφερε και το έπηξε και το έκανε βούτυρο και πατώντας σε πιο στέρεο έδαφος, κατάφερε να σωθεί πηδώντας έξω από τον κουβά.
Το δίδαγμα ήταν αρκετό και μίλησε κατευθείαν στην καρδιά του. Είχε αποφασίσει από την πρώτη στιγμή μετά την λήξη του βίντεο, πως θα κούναγε, θα κούναγε χέρια και πόδια, μέχρι να φτιάξει το δικό του βούτυρο. Η εικόνα του κουβά είχε χαραχτεί βαθιά στο νου του. Βέβαια, αυτός δεν είχε να κάνει να με κουβάδες και κατσαρόλες, αλλά με σωλήνες και καζανάκια. Και στη συνειδητοποίηση αυτή, γεννήθηκε η μεγάλη ιδέα που θα τον συντρόφευε στην επόμενη φάση της ζωής του· μια ιδέα καινοτόμος και πρωτοποριακή, με παράλληλο εικαστικό ενδιαφέρον: θα εμπορευόταν τα δικά του «ιδιαίτερα» καζανάκια, φτιαγμένα από παπιέ μασέ.
Ο χαρακτηρισμός τους ως «ιδιαιτέρων» ήταν και το κομμάτι της αίτησης για ένταξή του σε επιδοτούμενο πρόγραμμα, που πήρε τις περισσότερες σελίδες. Βάσει των πρώτων δοκιμαστικών δειγμάτων που είχε ήδη διοχετεύσει στην αγορά, τα καζανάκια αυτά συνδύαζαν τη λειτουργική χρήση ενός κλασικού καζανακιού, χωρίς ωστόσο να έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους καθόλου μέταλλο ή πλαστικό, παρά μόνο πεπιεσμένο χαρτί, το οποίο χάρη σε ειδική επεξεργασία και στις υδραυλικές γνώσεις του Βαρδή, μπορούσε να λειτουργήσει ακριβώς το ίδιο, ωστόσο με ελαφρώς μικρότερο προσδόκιμο ζωής. Ως αντιστάθμισα στο γεγονός πως όποιος το έβαζε στο σπίτι του θα έπρεπε πάνω στην πενταετία να ετοιμάζεται για αναγκαστική ανακαίνιση, ερχόταν η πραγματική καλλιτεχνική αξία του έργου. Γιατί, ως καλλιτέχνης ο Βαρδής είχε απείρως καλύτερη αποδοχή. Τα χρώματα που εμπνεόταν, η στιβαρότητα και η ακρίβεια του χεριού του, γεννούσαν αληθινά κομψοτεχνήματα. Μάλιστα, ο ίδιος του ο δάσκαλος που είχε στη σχολή, ήταν ο πρώτος που εγκατέστησε ένα από αυτά τα καζανάκια στο σπίτι του και ενθάρρυνε το μαθητή του να συνεχίσει δυναμικά.
Η έγκριση για την ένταξη της επιχείρησης στο πρόγραμμα δεν άργησε να δοθεί. Ωστόσο το κεφάλαιο που απαιτήθηκε ώστε το κατάστημα να στηθεί στο σωστό σημείο της πόλης, εκεί που συχνάζουν οι στοχευμένοι, «ιδιαίτεροι» πελάτες, υπερέβη κατά πολύ την επιδότηση. Ο πατέρας του, που ήδη είχε πνιγεί από την αγωνία για το αν θα κατάφερνε ο γιος του κάτι διαφορετικό από εκείνο που είχε συντηρήσει για σαράντα χρόνια την οικογένεια, αναγκάστηκε να πουλήσει δυο μεγάλα κτήματα με αμπέλια που διατηρούσε στο χωριό του. Όταν πια το μαγαζί ολοκληρώθηκε, αρχές του 2013, στον πιο όμορφο δρόμο της Χαλκίδας, όλοι οι φόβοι και οι αγωνίες έδωσαν πιεστικά τη θέση τους στην ελπίδα. Ήταν ένα κουκλίστικο μαγαζί. Με το εργαστήριο στο πίσω μέρος και τη βιτρίνα μπροστά. Για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη η βιτρίνα, προσλήφθηκε μια συμμαθήτρια του Βαρδή από τη σχολή, που είχε γίνει πλέον διακοσμήτρια. Η αμοιβή της ήταν κάποιες χιλιάδες ευρώ, αλλά όλοι θεώρησαν πως άξιζε τον κόπο. Στο κέντρο της βιτρίνας τοποθέτησε ένα «ιδιαίτερο» καζανάκι, πολύ πιο μεγάλο από το κανονικό, με κομμένο το πάνω μέρος του και γεμισμένο με νερό, πάνω στο οποίο, σαν σε λιμνούλα, επέπλεαν δέκα χαριτωμένα παπάκια φτιαγμένα και αυτά από παπιέ μασέ.
Παρά τις όποιες προβλέψεις και παρά την κακή συγκυρία για την οικονομία της χώρας, ο Βαρδής έκανε πολύ καλό άνοιγμα. Κάθε ψαγμένος νέος και κάθε υποψιασμένος από τέχνη και στυλ νοικοκύρης, παράγγελνε το δικό του, προσαρμοσμένο στις προτιμήσεις του καζανάκι. Έγινε πραγματική μόδα. Βοήθησε φυσικά και το δίκτυο γνωριμιών που διέθετε ο πατέρας του στην περιοχή, καθώς και η κάλυψη από τον ίδιο του κόστους και της φροντίδας εγκατάστασης και συντήρησης. Όμως παραγγελίες έρχονταν και από πιο μακριά. Μάλιστα, μόλις στον ένα χρόνο λειτουργίας της, η επιχείρηση, που είχε αποκτήσει πλέον το όνομα «Θέτις» -από τη γνωστή Νηρηίδα-, φιλοξενήθηκε σε ένθετο κυριακάτικης αθηναϊκής εφημερίδας, ενώ λίγους μήνες αργότερα, απέσπασε και το ειδικό βραβείο του περιοδικού Υδρονόμος.
Ο Βαρδής και φυσικά στην αρχή ήταν πολύ χαρούμενος. Ακόμα και όταν οι παραγγελίες αραίωσαν κάπως, μετά τον πρώτο θόρυβο, δεν έφτασε ξανά στα όρια της κατάθλιψης που του προκαλούσε η παλιά του δουλειά. Μόνο που τώρα, η μέθη της γρήγορης επιτυχίας έδινε σταδιακά τη θέση της στην κούραση. Πραγματική, σωματική κούραση. Αν εξαιρέσεις μια κοπέλα που είχε για να βοηθά στην πώληση και την καθαριότητα, την πολλή δουλειά, την δύσκολη και εξειδικευμένη, την έβγαζε μόνος του. Πόσο θα ήθελε να έχει άλλο ένα ζευγάρι χέρια να τον βοηθάνε, ιδίως όταν έπεφταν μαζί και δυο και τρεις παραγγελίες. Μιλούσε συχνά για αυτό με τον φίλο του τον Νίκο, που ζούσε με τη γυναίκα του μόνιμα στην Αθήνα. Εκείνος, άνεργος τον περισσότερο καιρό, περνούσε πραγματικά δύσκολα. Ο Βαρδής τον πίεζε: «Έλα να δουλέψεις σε μένα. Δουλειές υπάρχουν. Μόνο οι τεμπέληδες δεν δουλεύουν». Η δική του, μεγάλη νίκη κόντρα στις αντιξοότητες και τον αρνητισμό, τον έκανε να ασπάζεται κάπως απόλυτες απόψεις επάνω στα ανθρώπινα. Ο Νίκος, τον γνώριζε και τον αγαπούσε και του συγχωρούσε την ξεροκεφαλιά. Από την άλλη, όμως, αναλογιζόταν, όσο κρατούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στα λεγόμενα του φίλου του, αν πραγματικά θα μπορούσε να βρει στη Θέτιδα το μεροκάματο που είχε τόση ανάγκη…
Αγαπητέ κύριε Πιτσιρίνη,
Ήδη από την πρώτη σας ανάρτηση δηλώνω φανατική θαυμάστριά σας.
Μπορούμε να έχουμε μια ιδέα για το πότε θα αναρτηθεί η συνέχεια;
Ευχαριστώ.
Τις Πέμπτες αδελφή μου. Ή τουλάχιστον την Πέμπτη.
Τα αιστήματά μου, αμοιβαία.