Ήταν πριν δέκα χρόνια ακριβώς, περίπου μιάμιση το μεσημέρι. Βρισκόμασταν για το καθιερωμένο γεύμα της αρχής του έτους που παραθέτει η Μητρόπολη στους τροφίμους του Γηροκομείου. Ξαφνικά, ένα τρομαχτικός θόρυβος και ένα συθέμελο τράνταγμα της γης μάς έκανε να πεταχτούμε από τις θέσεις μας. Ενστικτωδώς τιναχτήκαμε όρθιοι, αλλά πριν προλάβουμε να κάνουμε βήμα κοκκαλώσαμε˙ το βλέμμα μας διασταυρώθηκε με τα βλέμματα των γερόντων που καθηλωμένοι στις πολυθρόνες τους, άλλοι δεν είχαν τα ίδια αντανακλαστικά και άλλοι δεν μπορούσαν ούτε καν να κουνηθούν. Ο θόρυβος, το ταρακούνημα, ο σάλος δεν έλεγε να κοπάσει. Χωρίς ν’ ανταλλάξουμε λέξη αποφασίσαμε –περισσότερο από ντροπή και λιγότερο από θυσιαστική φιλαλληλία– να μοιραστούμε την τύχη των γερόντων. Τελικά, η τύχη ήταν με το μέρος μας. Κανένα θύμα, τραυματισμοί επιπόλαιοι, ζημιές ανάλογες του μεγέθους του σεισμού αλλά ευτυχώς περιορισμένες στα όμορφα Μητάτα όπου και το επίκεντρο. Όλα επανορθώθηκαν σύντομα. Εκτός από το Μουσείο…
Η μεγαλύτερη και διαρκέστερη πληγή που άφησε πίσω του ο σεισμός ήταν το τραυματισμένο και ακατάλληλο να λειτουργήσει κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κυθήρων. Δεν είναι μικρό πράγμα για έναν τόπο να έχει την μνήμη του ετοιμόρροπη, αμπαρωμένη, αραχνιασμένη. Από μια ρεαλιστική προσέγγιση ένα κλειστό Μουσείο ήταν η μικρότερη ζημιά˙ από την συμβολική όμως πλευρά συναίσθησης εντοπιότητας άνοιξε μια τρύπα στην ιστορία των Κυθήρων, ένα κενό στα διαπιστευτήρια μας προς τους πολυάριθμους επισκέπτες μας, ένα ερωτηματικό στην διαχρονική κυθηραϊκή μας ταυτότητα, ένα μόνιμο τραύμα στο σημασιολογικό πεδίο, μια ανορθογραφία στην είσοδο της Χώρας.
Συμπληρώνονται σήμερα 10 χρόνια από τον σεισμό του 2006 και το κλείσιμο του Μουσείου. Αυτή η αναφορά, υπό άλλες συνθήκες, θα γινόταν με ύφος μελαγχολικό ή θυμωμένο˙ φέτος γίνεται με τρόπο χαρμόσυνο. Το Μουσείο είναι πανέτοιμο! Οι προθήκες, τα εκθέματα, τα επεξηγηματικά κείμενα, τα διαγράμματα, οι φωτισμοί, ο οδηγός για τα παιδιά κι άλλος ένας σε σύστημα Μπράιγ, ο αρχαϊκός Λέων, εκθέματα που δεν φιλοξενούνταν στο παλαιό μουσείο αλλά ήρθαν από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού και του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά… Το μόνο που απομένει είναι τα ραντεβού των επισήμων! Όλων αυτών που σήμερα μοιάζουν πολύ σημαντικοί και αύριο θα τους ξεχάσει η ιστορία. Πού θα πάει; Σε έναν δύο τρεις τέσσερις μήνες θα φτιάξει ο καιρός και θα ροβολήσουν στα ευλογημένα χώματα που ανέσκαψε ο Βαλέριος Στάης, ο Coldstream και ο Huxley, ο αείμνηστος Γιάννης Σακελλαράκης, οι ‘‘δικοί’’ μας Γιάννης Πετρόχειλος και Άρης Τσαραβόπουλος, στα χώματα που ερεύνησε ο Σλήμαν, η Benton κι ο Cyprian Broodbank. Ως τότε ας είμαστε χαρούμενοι εξ αποστάσεως˙ «τ’ αγάλματα είναι στο Μουσείο.»