20 Ιανουαρίου 2019
Μια λαοθάλασσα στο κέντρο της Αθήνας. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Μαθητές, φοιτητές, ηλικιωμένοι. Κρατούν πανό με το σύνθημα: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική!» Κάποιοι κρατούν και τις ταμπέλες τους: Αριστερός, δεξιός, αναρχικός, ακροδεξιός…. εε εννοώ πατριώτες. Διαβάζω στο ίντερνετ για τα επεισόδια. Ακούω τις ειδήσεις από την τηλεόραση του γείτονα. Τόση φασαρία, με αποσυντονίζει. Χτυπά το τηλέφωνο. «Κορίτσι μου είσαι σπίτι; Αχ δόξα τω θεώ ανησυχήσαμε μήπως είχες πάει στο συλλαλητήριο. Χαμός γίνεται, να μην περάσεις απ’ το κέντρο καλύτερα.»
Δεν το’ χα σκοπό για να ‘μαι ειλικρινής.
Κρατώ κι εγώ σφιχτά το αόρατο πανό που τυλίγει την ψυχή μου: «Η γη είναι μια και είναι για όλους μας.» Νομίζω ήρθε η ώρα να το γράψω και να το κρεμάσω κι εγώ στο μπαλκόνι, όπως κάνουν κι οι άλλοι με τις σημαίες. Δημοκρατία δεν έχουμε; Γελάω…
Βλέπω εικόνες με τα ΜΑΤ να πετούν χημικά στους διαδηλωτές. Οι τίτλοι μιλούν για λιποθυμίες και τραυματισμούς. Κάτι τύποι με κουκούλες και την ελληνική σημαία γύρω απ’ τους ώμους αντεπιτίθενται. Αυτοί ακολουθούν πιο παραδοσιακές μεθόδους. Γροθιές, κλωτσιές, πέτρες, μαχαίρια. Πατριώτες ναι. Θα βγουν σε λίγο στην τηλεόραση να κάνουν και δηλώσεις.
Εκτός κι αν… εε όχι δεν μπορεί. Η σκέψη μου οργιάζει απλώς κι έτσι όπως έβλεπα τα στιγμιότυπα, μου ‘ρθε ένα σενάριο, όπου λέει πως το ξύλο με τα ΜΑΤ ήταν στημένο και παίχτηκε μεταξύ τους. Μοίρασαν τους ρόλους, τα όπλα, τις στολές, τις κουκούλες και βγήκε η παράσταση. Ίσα για να βρουν αφορμή να ρίξουν τα χημικά και να χαλάσουν τη διαδήλωση. Νιώθω ξαφνικά την ίδια απέχθεια και για τις δυο πλευρές. Μπα, ιδέα μου θα είναι. Επιστρέφω στο θέμα.
Θα σταθούν μπροστά στις κάμερες και θα πουν τον εθνικό μας ύμνο, εκείνον που γράφτηκε για την ελευθερία. Αυτή η φουρτουνιασμένη θάλασσα με κάνει να φέρνω στον νου μου έναν όχλο αλυσοδεμένο, με καλυμμένα τα μάτια και κλειστά τα αυτιά, που φωνάζει «Είμαι ελεύθερος!». Οξύμωρο, σκέφτομαι.
«Παραχαράσσουν την ιστορία μας! Εμείς, οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα αφήσουμε ένα μικρό κρατίδιο, που έφτασε στη Γιουγκοσλαβία χιλιάδες χρόνια μετά τον θάνατο του, να καπηλευτεί την δική μας ιστορία; Δεν θα ‘ναι καλά ο Τσίπρας και οι δικοί του!».
Φωτιά στο κέντρο της Αθήνας, φωτιά στα social media. «Πατριωτικές» εξάψεις γεμίζουν την αρχική μου και δε βρίσκω χώρο να αφήσω τους στίχους που γυρίζουν στο μυαλό μου τις τελευταίες μέρες: «Γι’ αυτό δεν μπορώ τους Μεγάλους του κόσμου/που προσπαθούν να φτάσουν εντός μου/Να μου μιλήσουν και να με πείσουν/Για να νικήσουν…» Φωτιά που έβαλαν τα μεγάλα κεφάλια χρησιμοποιώντας για προσάναμμα ένα όνομα: «Μακεδονία». Μέλει να κάψει γενιές και όνειρα στον βωμό των συμφερόντων τους αλλά τι μας νοιάζει; Το θέμα μας είναι να μην μοιραστούμε τ’ όνομα. Ε και την ιστορία. Αποκλείεται… Κάτι άλλο είναι. Δεν σφάζονται οι άνθρωποι για ένα όνομα. Μόνο που δεν το βλέπουν τώρα πραγματικά, μέσα στην ένταση της «αντίστασής» τους.
Έτσι που τους βλέπω εκεί στο κέντρο μαζεμένους κι αφηνιασμένους μου ‘ρχεται να βάλω τα γέλια και τα κλάματα. Αντί γι’ αυτό βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως στάλα ιστορίας (και γεωγραφίας μάλλον) δεν γνωρίζουν και μπαίνω στον πειρασμό για μια στιγμή να κατέβω ως εκεί να τους ρωτήσω.
Απ’ όσο μπορώ να αντιληφθώ τον τρόπο σκέψης τους, για όποιον δεν γνωρίζει, από σήμερα η ιστορία μας είναι τα 30 χρόνια που έζησε ο Μέγας Αλέξανδρος. Μα τι λέω… Τα 10 χρόνια της εκστρατείας του, για να ‘μαστε πιο σωστοί. Για όποιον δεν γνωρίζει, στα μέρη εκείνα ουδεμία μορφή ζωής υπήρξε ποτέ πριν από εκείνον και το άλογό του. Και για όποιον δεν γνωρίζει, σας πληροφορώ πως η συνθήκη του Βουκουρεστίου, εκεί στα 1913, είναι ένα ψέμα. Διάσπαση και διαμοιρασμός των σλαβικών εδαφών σε τρεις χώρες; Μα πότε συνέβη τέτοιο πράγμα; Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Τι 51% στην Ελλάδα, 39% στη Σερβία και 10% στη Βουλγαρία; Εμείς αυτά δεν τα ξέρουμε. Για τον Μέγα Αλέξανδρο αν θέλετε να σας πούμε. Έπρεπε να τον βάλουμε κι αυτόν στους όρους της συνθήκης (τον 20ο αιώνα μ. Χ.).
Στη σχολή μου τα πράγματα δεν ήταν αλλιώτικα. Το νέο χιτ (για αυτόν το μήνα) αντηχούσε σε όλους τους διαδρόμους: «Μην παραχαράσσετε την ιστορία, η Μακεδονία είναι μία…» και τα λοιπά. Βέβαια, θέλω να τους πω. Η ελληνική Μακεδονία μία είναι. Και η σερβική άλλη μία και η βουλγαρική άλλη μία. Όλοι μαζί τ’ αποφασίσαμε το 1913. Αλλά όχι. Ανεπαρκής λογική σκέψη για να καλμάρει τον πατριωτικό ενθουσιασμό τους. Ανεπαρκής και για’ μένα που θα ‘θελα να μην είχαμε κατακερματίσει και κατονομάσει τη γη. Μέσα στο αμφιθέατρο με έπιασα να νοσταλγώ κάπως την περασμένη χρονιά. Το σχολείο μου, τους συμμαθητές, τον δάσκαλο και τους καθηγητές μου. Δύο τρεις από εκείνους έδιναν πάντοτε την ευκαιρία για συζήτηση πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Κλείναμε τα βιβλία και κουβεντιάζαμε χωρίς να καταλάβουμε πότε πέρασε η ώρα. Πόσα πράγματα μάθαινα. Ας μην το καταλάβαινα τότε. Ακόνιζαν το μυαλό μου για να μπορώ τώρα να σκέφτομαι πριν πέσω κι εγώ στην παγίδα. Τι να κάνουν άραγε αυτές τις μέρες; Θα έχουν μιλήσει στα παιδιά όπως αρμόζει ή θα αφήνουν τους θεατρίνους της τηλεόρασης (και μιλώ εξίσου για όλους τους θιάσους, των δύο κυβερνήσεων και του λαού) να τους φουσκώνουν τα μυαλά και την υπερηφάνεια;
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και πέφτω πάνω σε μια φωτογραφία των μαθητών τραβηγμένη στην πλατεία της Χώρας. Λίγο πιο μακριά από το σημείο που 2 χρόνια πριν είχα προσπαθήσει να τραβήξω την προσοχή τους με τους λόγους μου. Νομίζω δεν τα κατάφερα. Γύρω στα 20-30 γνωστά πρόσωπα που μέχρι πέρυσι χαιρετιόμαστε στους διαδρόμους. Τους θυμάμαι. Κάθε 28η και κάθε 25η τους έπεφτε βαρύ να σηκωθούν για να ‘ρθουν στην παρέλαση ή να συμμετάσχουν λέγοντας ένα ποίημα στη γιορτή του σχολείου. Τώρα έγιναν πατριώτες κι αυτοί. Στέκονται κρατώντας το ίδιο πανό με τους άλλους, μιμούμενοι συμπεριφορές μεγάλων, κάτι που πολύ με προβληματίζει. Άκουσα πως απήγγειλαν και τον εθνικό ύμνο με την ελληνική σημαία αγκαλιά. Δεν ξέρω αν θέλω να το πιστέψω.
Πίσω απ’ αυτή την εικόνα δεν μπορώ παρά να φαντάζομαι την πλύση που μας έχουν κάνει και τις αισχρότητες που πρόκειται να ακολουθήσουν, όταν πέσει ανοιχτά πια στο τραπέζι το ζήτημα του αλυτρωτισμού. Μην μου πεις πως δεν το βλέπεις να ‘ρχεται. Μια εικόνα άσχημη απ’ όπου κι αν την κοιτάξω. Έτσι όπως στέκονται σοβαροί μπροστά στην κάμερα συνειδητοποιώ σαν να είμαι εκεί πόσο πολύ χαίρονται στην πραγματικότητα (πριν και μετά τη φωτογράφιση) που πέτυχαν να χάσουν μάθημα.
Σκέφτομαι ακόμη πόσο πολύ θα ‘θελα την ίδια στιγμή που προσπαθούν -και καταφέρνουν- να μας παραπλανήσουν, εμείς να αλλάζαμε δρόμο και να συγκεντρωνόμαστε στις πλατείες διεκδικώντας ένα σύστημα διαφορετικό, με παιδεία αληθινή, ώστε ποτέ ξανά να μην θελήσουμε να χάσουμε μάθημα. Διεκδικώντας ένα κόσμο καλύτερο. Να δω τους φίλους και συμμαθητές μου να κρατούν ένα άλλο πανό, που να μοιάζει με εκείνο που θέλω να κρεμάσω στο μπαλκόνι μου και μια άλλη σημαία, αυτή που θα δείχνει όλη τη γη χωρίς γραμμές να την μουτζουρώνουν. Υπάρχει σημαία της γης; Να φτιάξουμε μία, θα ‘θελα…
Αναρωτιέμαι μέσα σ’ όλα αυτά και για τους υπόλοιπους μαθητές του λυκείου που είναι αρκετοί και δεν τους διέκρινα στη φωτογραφία. Θα έμειναν πίσω. Μα γιατί κανείς τους δεν αμφισβήτησε αυτό το καρναβάλι; Ή μήπως όλοι συμφωνούσαν και οι 20-30 ήταν απλά η αντιπροσωπεία;
Γελάω και με εκείνους με τις κάμερες και τις εκπομπές που βρήκαν πάτημα και φούσκωσαν σαν περήφανα -ελληνικά- παγόνια γιατί η νεολαία των Κυθήρων απέκτησε φωνή και εναντιώνεται στις αποφάσεις της κυβέρνησης. Ελάτε τώρα. Ρωτήστε τους αύριο να σας πουν τουλάχιστον την περίοδο στην οποία έζησε ο Μ. Αλέξανδρος. Ή μάλλον όχι. Ρωτήστε τους τι λέει η συμφωνία για την οποία διαμαρτύρονται. Μην κοροϊδευόμαστε.
Δεν ξέρω αλήθεια τι να πρωτοσκεφτώ.
Πιστεύω βαθιά πως η έμφυτη αυτή αντίδραση των ανθρώπων δεν είναι παρά αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο μεγάλωσαν και εκπαιδεύτηκαν. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω αληθινά, όταν για αιώνες πνιγόμαστε μέσα στο αίμα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, μοιράζουμε τη γη σε κομμάτια με συμφωνίες και σύρματα. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ένα ξεψυχισμένο «Γιατί; Γιατί πνιγόμαστε στους πολέμους; Γιατί κυνηγάμε να αποκτήσουμε όλο και περισσότερη γη; Γιατί από την αρχή ξεκινήσαμε λάθος;». Η δύναμη της συνήθειας μας κυβερνά κι έχει για πιόνια κάτι επιτήδειους που συστήνονται κι αυτοί ως πατριώτες κι ως αγωνιστές (της καρέκλας…).
Δεν μπορώ όμως ούτε να τους δικαιολογήσω όταν η αντίδραση αυτή μετατρέπεται σε εθνικιστικό παραλήρημα, σε θέατρο παραλόγου ή αντικείμενο για χαβαλέ ενώ αυτοί οι ίδιοι μετατρέπονται σε μαριονέτες που τις σέρνουν απ’ το ένστικτο. Αηδιάζω όταν ακούω να μου λένε ότι είναι πατριώτες ενώ είναι απλά μερικά ακόμη πιόνια του συστήματος.
Προβληματίζομαι στη σκέψη πως πίσω από αυτή τη συμφωνία με την οποία ασχολούνται οι γύρω μου 6 μέρες τώρα, βγάζοντας όλο το μίσος τους για τα σλαβικά φύλλα, εκείνοι οι «Μεγάλοι» ετοιμάζουν νέους φόρους και μειώσεις μισθών, νέους καταλόγους απολύσεων, νέες αλλαγές για την υποβάθμιση της παιδείας που θα λάβουν τα παιδιά μας μεθαύριο, ενώ ταυτόχρονα περιμένουν πώς και πώς το πράγμα να ξεφύγει. Ήδη έχει αρχίσει.
Κι εγώ έχω αρχίσει να φοβάμαι, βλέποντας το σχέδιο τους να υλοποιείται κατά γράμμα: «Αφήνουμε τους λαούς μας ανιστόρητους, ποντάρουμε στο συναίσθημα και όλα τα άλλα θα κυλήσουν μόνα τους.» Και κυλάνε. Όπως κύλησαν και τα προηγούμενα χρόνια. Και θα μας παρασύρουν μέσα από γεωγραφικά ονόματα σε ιδέες αλυτρωτισμού κι από ‘κει στους ματωμένους βούρκους να συναντήσουμε τους παλιούς. Και τότε ίσως ξυπνήσουμε στιγμιαία όταν οι τελευταίοι θα μας πουν με σκυφτό το κεφάλι πως κανένα νόημα δεν είχε τελικά ο αλληλοσπαραγμός τους. Μα θα ‘ναι πια αργά.
Έπειτα μες στον φόβο μου ξυπνάει μια ελπίδα και ονειρεύομαι, όπως κάθε μέρα, το ίδιο εκείνο όνειρο, όπου καίμε όλες τις συνθήκες της γης, σβήνουμε σύνορα και γκρεμίζουμε τείχη, σβήνουμε και τους πολέμους, τα ολοκαυτώματα, τις προσφυγιές από τα βιβλία της ιστορίας. Αποτινάζουμε κάθε είδους φανατισμό κι έπειτα καθόμαστε όλοι μαζί παρέα να φτιάξουμε νέους χάρτες, να πούμε νέες ιστορίες, πιο όμορφες, που θα καλύψουν τα κενά των γραμμών που σβήσαμε. Δεν υπάρχουν πια ταμπέλες. «Πλούσιοι, φτωχοί, λευκοί, έγχρωμοι, επαρχιώτες, αστοί, δεξιοί, αριστεροί, αναρχικοί, ακροδεξιοί» …..
Μόνο άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μαθητές φοιτητές, ηλικιωμένοι. Μόνο άνθρωποι.