.
ΛΑΚΟΥΒΑ ΜΙΑ
Επειδή πάντα κοιμόταν αργά και ξυπνούσε αργά, εκείνο το πρωί ο μακρινός ήχος από το κομπρεσσέρ αντί να τον ξυπνήσει έμεινε κομμάτι του ονείρου του. Την ώρα που τελικά σηκώθηκε, όλα ήταν ήσυχα τριγύρω.
Βλέποντας λοιπόν το εγκάρσιο χαντάκι στην άσφαλτο, 50 μέτρα παρακάτω από την πόρτα του, φρενάρισε, πέρασε με πρώτη αργά, χαμογέλασε στωικά και έψαξε να συναντήσει ένα βλέμμα ανάμεσα στο συνεργείο που έκτιζε το ξενοδοχείο του Γιαννάρα. Όλοι έδειχναν απασχολημένοι, με το ύφος εκείνο που μαθαίνει κανείς στο στρατό. Εξάλλου ήταν μεροκαματιάρηδες εργάτες, τι να του πουν και σε ποιά γλώσσα; Με το ένα χέρι στο τιμόνι τον πήρε στο κινητό.
«Έλα ρε! Τι γίνεται;»
«Καλά. Ποιός; Α!…Ωωω για να με παίρνεις εσύ θα έκαναν καμιά μαλακία…»
«Πήγα να πέσω στην άβυσσο ρε! Έπρεπε να σκάψετε 2 μέτρα βάθος για το κωλοκαλώδιο;»
«Δύο μέτρα;! Τι μαλακία κάνανε ρε;!»
«Χα χα, ελά ρε πλάκα κάνω.»
«Τι μαλάκας, χα χα…»
«Χαχα τι μαλάκας… Έλα σε αφήνω, καλημέρα. Αλλά πες τους να το μπαζώσουν λίγο γρήγορα γιατί το βράδυ γυρνάω γκαζωμένος και θα το έχω ξεχάσει.»
«Ναι ρε, εχθές θα το μπαζώσουν, ευχαριστώ».
Το βράδυ γύρισε γκαζωμένος, το τιμόνι χώθηκε στο σαγόνι του και το λάστιχο στη ζάντα.
«Σου χρωστάω δυο λάστιχα φίλε…»
«Φτιάξε τη γαμωλακκούβα κι άσε τα λάστιχα, άλλαγμα ήθελαν.»
«Εντάξει, παρόλ’αυτά σου χρωστάω.»
«Τη λακκούβα!»
Άξαφνα το Γιαννάρα τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι και το εργοτάξιο σταμάτησε. Η λακκούβα όμως εκεί, με τις βροχές ξεπλύθηκε το χώμα που της είχαν βάλει και έχασκε πάλι ορφανή και περήφανη.
Μετά από μερικά «δεν πάει άλλο ρε πούστη μου» πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Έριξε αυτός χώμα, το έβρεξε, το πάτησε και πέρασε πρώτος από πάνω καμαρώνοντας στον καθρέφτη τα ίχνη λάσπης που άφησαν τα καινούργια του λάστιχα. Με τις βροχές του Γενάρη, ξανά τάφρος αδιάβατη.
Είχε πάρει τηλέφωνο εν τω μεταξύ τον Σπιθέα. «Ντάξει, μη σε νοιάζει, άκου τι θα κάνουμε, θα πάρω γω τώρα το Ζορμπά και μεθαύριο που θα κατεβεί ο Λιάπης για την Αγία Αναστασία θα σου φέρει δυό καρότσια πίσσα.»
«Χίλια δίκια έχεις. Τι να σου πω ρε φίλε, το είχα κανονίσει αλλά είπαν οι άλλοι από πάνω οτι τα λέφτα χάθηκαν και κάτι τέτοια και πάνε για του χρόνου και δεν κατέβηκε ο Λιάπης ρε γαμώτο, είδες τι πάθαμε;»
«Τι θα γίνει ρε Κώστα, να κάνω αίτηση δηλαδή;»
«Α!… Ναι. Κάνε μια αίτηση καλού κακού. Καλού κακού εσύ κάνε μας μια αίτηση. Αλλά θα πω κι εγώ ρε συ να σου φέρουμε δυό γκαζοντενεκέδες τσιμέντο να βολευτείς. Φτάνουν δύο; Άσε θα φέρω τρεις…. Τέσσερις θα σου φέρω.»
«Τι να Μου φέρεις ρε Κώστα; Δεν είναι Μου. Δεν είναι Μου ρε φίλε! Ε, ρε, δεν καταλαβαίνετε ρε γαμώτο…»
Μ’αυτά και μ’αυτά περάσανε τρία χρόνια. Η λακούβα είχε γίνει πια μέρος του τοπίου, ο ίδιος είχε μάθει τη σωστή μανούβρα και την απέφευγε αυτόματα. Τον εξυπηρετούσε κιόλας αφού του έδινε αφορμή να διηγείται κι αυτός μια ιστορία για το ελληνικό δημόσιο.
«Και γιατί δε ρίχνεις μόνος σου ρε δυό χαρμάνια να μη γαμάς το αυτοκίνητο; Άμα περιμένεις σώθηκες.»
«Δεν είναι αυτό το θέμα ρε Μπάμπη, δεν καταλαβαίνεις; Μιλάμε για τουρισμό; Γιατί καλά εγώ, σπίτι έχω. Τα ξενοδοχεία που την έχουν μπροστά στην πόρτα τους δε τη βλέπουν; Εγώ φίλε την αφήνω για αυτό το λόγο. Την έφτιαξα μια, την έφτιαξα δύο, θέλω να δω ρε, είμαι περίεργος, κανένας πούστης δε νοιάζεται;»
«Τους το είπες ρε; Του Θόδωρου του τό’ πες;»
«Συγνώμη, συγνώμη! Εμένα περιμένει να του ανοίξω τα μάτια; Δεν θα το κάνω αυτό ρε Μπάμπη. Άμα δεν ξέρουν το καλό τους δεν θα τους το μάθω εγώ. Δεν έχει νόημα, το καταλαβαίνεις;»
Άλλα δυό-τρία 3 χρόνια μετά, η λακκούβα όχι απλά δεν τον ενοχλούσε αλλά μάλιστα ένιωθε μια χαιρέκακη ικανοποίηση κάθε φορά που κάποιος ανυποψίαστος έπαιρνε παραμάσχαλα τη ζάντα του.
Έναν Απρίλη η ηδονή του κορυφώθηκε όταν η κυρία Χάνα η ( τούδε και στο εξής φαφούτα ) ολλανδέζα υπέβαλλε μήνυση στο Δήμο. Την άλλη μέρα η λακκούβα σφραγίστηκε με τσιμέντο. Μπήκαν και δυό μπετόβεργες να κρατούν την πλαστική ταινία μέχρι να πήξει.
«Δηλαδή έπρεπε να σκοτωθεί άνθρωπος για τα αυτονόητα;» έλεγε στην καφετέρια το βράδυ. Και το επόμενο βράδυ, το ίδιο είπε. Αλλά το μεθεπόμενο η ατάκα ήταν πασέ. Τον τσίγκλισαν ο άλλοι. Έβηξε, ξερόβηξε μα τι να πει; Τελικά είπε «Με τσιμέντο μου την κλείσανε οι μαλάκες… Θα ραγίσει και θα σκάσει μέσα σε δέκα μέρες. Και θέλουμε και τουρισμό μετά…».
«Τι είπες;»
«Τι είπα;»
«Είπες οτι σου την κλείσανε…»
«Ε, ναι, με τσιμέντο και…»
«Χα χα, ώστε έγινε Σου, ε;» τον τσάντισε ο Μπάμπης.
«Χέσε με ρε μαλάκα….»
.
ΑΜ
.
.
.