Εγώ ’μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Τέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ ’μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων, της Ηδονής!
Εγώ ’μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ ’μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γι’ Ανέβασμα!
Εγώ ’μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ, του ντ’ Αννούντσιο.
Είμαι «Η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»,
«Το Πάσχα των Ελλήνων!»
Δήμος Τανάλιας ήταν ψευδώνυμο του Κώστα Βάρναλη (1884-1974). «Βέβαια, το (χαρακτηριστικό!) ψευδώνυμο δεν ήταν παρά φύλλο συκής, αφού όλοι ήξεραν ποιος είναι ο συγγραφέας του έργου. Μερικά χρόνια αργότερα, διάβασε το βιβλίο κάποιος εθνικόφρων ρουφιάνος και ξέσπασε σάλος για προσβολή της Πατρίδας και της Σημαίας, με αποτέλεσμα ο ποιητής, που ήταν εκπαιδευτικός, να τιμωρηθεί αρχικά με εξάμηνη παύση και τελικά (όταν πια είχε έρθει η δικτατορία του Πάγκαλου) με οριστική απόλυση.»
Το απόσπασμα έχει ληφθεί από το Τρίτο μέρος της επαναστατικής ποιητικής συλλογής «Το Φως που καίει» (πρώτη έκδοση: Αλεξάνδρεια, 1922). Στην δεύτερη έκδοση, το Τρίτο μέρος δημοσιεύθηκε ολότελα αλλαγμένο και το συγκεκριμένο απόσπασμα, με την Καταδίκη των Ποιητών, απαλείφθηκε εντελώς.
Βίαιο, ωμό, εύστοχο και μονομερές, περιλαμβάνει μιαν απρόσμενα σκληρή επίθεση στον συνεπή δημοτικιστή Παλαμά και στον (όχι εχθρικό προς την αριστερά) Σικελιανό. Και μάλιστα από δημόσιο λειτουργό! Σκέφτομαι τι μπορεί να συνδέει τους δύο ‘‘εθνικούς’’ ποιητές στο μυαλό ενός τρίτου, κομμουνιστή ποιητή. Ίσως το ρομαντικό περιεχόμενο που προσδίδουν αμφότεροι στην κομβικής σημασίας για το έργο τους εθνική συνείδηση, την συνείδηση δηλαδή μιας κοινής ρίζας με ιδεαλιστικούς – μη ταξικούς προσδιορισμούς.
Για την σημερινή ποιητική αισθαντικότητα, ο μαχητικός τόνος του πρώτου μας κοινωνικού ποιητή χτυπάει παράταιρα, σχεδόν αντιποιητικά. Πολλή επιθετικότητα, πολύς κοινωνιολογικός στοχασμός, απλοποιητική υλιστική προπαγάνδα, λέξεις σκληρές, καταλήξεις μιας βιασμένης δημοτικής. Κι ωστόσο… Αυτή η ζωή «που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό / με τους καιρούς» είναι αληθινή και όμορφα ειπωμένη.
Μπαρρές: Auguste – Maurice Barres (1862-1923), Γάλλος συγγραφέας, θεωρητικός, πολιτικός στοχαστής, διαπρύσιος κήρυκας του εθνικισμού.
Κλωντέλ: Paul Claudel (1868 – 1955), Γάλλος συμβολιστής ποιητής και θεατρικός συγγραφέας βαθειάς θρησκευτικής έμπνευσης, παρ’ ολίγον βενεδικτίνος μοναχός, παρ’ ολίγον νομπελίστας, διακεκριμένος διπλωμάτης και μέλος της γαλλικής ακαδημίας.
Ντ’ Αννούντσιο: Gabriele d’ Annunzio (1863 – 1938), Ιταλός ποιητής, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και δραματουργός, επιφανής εθνικιστής και αισθητικός φιλόσοφος.