Για την απόλαυση της ανάγνωσης
και την αποχή από την ανάγνωση

2. Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση
του Γιώργου Χαντζή

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Τι να διαβάζουμε και πότε να απέχουμε από το διάβασμα; Τέτοια ερωτήματα πάντα βασάνιζαν κυρίως τους βιβλιόφιλους που δεν ενδιέτριβαν στην εξάντληση ενός πεδίου τέχνης ή ιδεών. Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (1788 – 1860) κατέθεσε την άποψή του περί αυτού, ενάμιση αιώνα περίπου πριν. Διάσημος για τις επιθέσεις του στους κύριους διαμορφωτές της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού (Χέγκελ, Φίχτε, Σέλλινγκ), συνέγραψε νέος το αριστούργημά του «Ο Κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» (1919), η αποδοχή του οποίου όμως καθυστέρησε απρόσμενα. Είναι άλλωστε παροιμιώδης η τόλμη του να προγραμματίσει την εισήγησή του στο πανεπιστήμιο της Ιένας την ίδια ώρα με εκείνη του Χέγκελ, έχοντας ελάχιστους ακροατές, όταν στο διπλανό αμφιθέατρο γινόταν κοσμοσυρροή. Αρκετά χρόνια αργότερα, με περισσή ιοβόλο διάθεση, στο έργο του «Parerga und Parelipomena» (1851) και στην ενότητα Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων: H Τέχνη της Αποχής από την Ανάγνωση, θα σημειώσει:

Έχοντας στο μυαλό μας ότι όποιος γράφει για τους ανόητους βρίσκει πάντοτε ευρύ κοινό, καλό είναι να περιορίζουμε αυστηρά τον χρόνο που διαθέτουμε για διάβασμα και να τον αφιερώνουμε αποκλειστικά και μόνο στην ανάγνωση των έργων που έχουν αφήσει πίσω τους τα μεγάλα μυαλά όλων των εποχών και όλων των λαών. […] Για να διαβάσουμε τα καλά βιβλία ο όρος είναι να μην διαβάζουμε τα κακά: διότι η ζωή είναι σύντομη, ο χρόνος και οι δυνάμεις μας πεπερασμένα. (§295).

Κι ενώ παρακάτω ο Σοπενχάουερ δανείζεται μια φράση του Α.Β.Σλέγκελ προτρέποντάς μας «να διαβάζετε του κλασσικούς, τους γνήσιους κλασσικούς, όσα γράφουν γι’ αυτούς οι σύγχρονοι, δεν σημαίνουν πολλά» (§295a)» και κανείς θα περίμενε πως μας καλεί να απέχουμε από επιτομές έργων ή έστω από εύκολα αναγνώσματα, έρχεται ως καταπέλτης η προσωπική επίθεση στους Χέγκελ, Φίχτε, Σέλλινγκ. Θεωρώντας πως σφάλλουν κι ότι κάθε θεμελίωσή τους οντολογικής ή κοσμολογικής τάξης, όπως λ.χ. η ύπαρξη του Θεού, δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα λογικών προτάσεων διαφορετικού είδους, τους χαρακτηρίζει καρικατούρες, δορυφόρους, ‘‘επίκυκλους’’(!) διότι δεν κάνουν άλλη δουλειά από το να εμποδίζουν την φιλοσοφία να μεταβεί από «την περιφέρεια του κύκλου στο σημείο όπου είχε καταλήξει ο Καντ και απ’ όπου εγώ ο ίδιος ανέλαβα αργότερα να συνεχίσω την χάραξη της περιφέρειας».

Arthur Schopenhauer (1)

Το σκωπτικό ύφος του Σοπενχάουερ που η πλούσια μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη και η τυπογραφική φινέτσα της σειράς «Ο Άτακτος Λαγός» των εκδόσεων Άγρα καθρεφτίζουν στη γλώσσα μας, αποτελούν μια από τις πιο απολαυστικές παρακαταθήκες συλλογισμών και μεταφορών για την ανάγνωση και την –κατά περίσταση ή εποχή– αποχή από αυτήν. Ταυτόχρονα, όμως, εγγράφουν με πρωτότυπο τρόπο την οργή που αισθάνεται ο στοχαστής για την μη επίτευξη πλατύτερης και μαζικότερης αποδοχής του, σε σχέση με τους συνοδοιπόρους του.

Ο Σοπενάουερ ίσως καίγεται από την επιθυμία να προσποριστεί φιλοσοφικό κοινό αλλά στο συγκεκριμένο δοκίμιο απευθύνεται σε φιλαναγνώστες και φιλότεχνους, γενικώς. Ο ίδιος δεν επιχειρεί να συστηματοποιήσει κριτήρια διαχώρισης των βιβλίων σε ‘‘καλά’’ και ‘‘κακά’’ και σε πολλές αποστροφές του προτείνει την αποχή από το συνεχές διάβασμα διότι παραλύει τον προσωπικό στοχασμό. Εντούτοις, εύχεται να έρθει γρήγορα η στιγμή όπου ένας ιστορικός της λογοτεχνίας (προφανώς και της φιλοσοφίας) θα καταγράψει με θάρρος πώς τα έθνη αντιμετώπισαν τους συγγραφείς (για τους οποίους αργότερα επαίρονται!) κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τα πολιτισμικής υφής καυστικά σχόλιά του, όμως, μας εκπλήσσουν αμφίθυμα ακόμη και σήμερα: «Η αμάθεια υποβιβάζει τον άνθρωπο μόνο όταν συνοδεύεται από υλικά πλούτη. […] Όσοι πλούσιοι είναι αμαθείς, ζουν μόνο για τις απολαύσεις και δεν διαφέρουν από τα μοσχάρια.» (§290). Ή, γεμίζουμε ενοχές ότι στοιβάζουμε βιβλία (π.χ. ως θέλγητρο εφημερίδων) όταν ακούμε την παρατήρησή πως «συγχέουμε την αγορά ενός βιβλίου με την αφομοίωση του περιεχομένου του» (296a).

Ο Σοπενάουερ σε έναν βαθμό δικαιώθηκε. Η ευχαριστήρια μνημόνευση του Μπόρχες για την καντιανή φιλοσοφία καθώς και την κριτική παράκαμψή της από τον ερειστικό φιλόσοφο κάτι δείχνει.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον θεϊκό λαβύρινθο της αιτίας και του αποτελέσματος

Διότι έφερε τον Σοπενχάουερ που ίσως αποκρυπτογράφησε το σύμπαν…


Arthur Schopenhauer, Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων: H Τέχνη της Αποχής από την Ανάγνωση,

μτφρ. Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα, σειρά: Άτακτος Λαγός


ΣΗΜ.: Αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις συμβουλές του πάνω στον ίδιο, κάνω την εξής σκέψη: στις ολίγες σελίδες του κομψού τεύχους αντιστοιχεί μία ώρα ανάγνωσης που είναι επίσης μια ώρα κλεμμένη από την αληθινή ζωή! Μια ώρα βόλτας με το ποδήλατο, το αυτοκίνητο, ή με τα πόδια στην εξοχή, μια ώρα μπάλας ή κολύμβησης, μια ώρα συζήτησης με ένα φίλο ή συμμετοχής σε μια κοινή εορτή, μια ώρα αγωνιστικής επικοινωνίας πάνω από τη σκακιέρα, παρακολούθησης ενός κινηματογραφικού αριστουργήματος, ενεργητικής μουσικής ακρόασης, ή –για τους πιο τυχερούς– μια ώρα ερωτικής συνεύρεσης. Αν δαπανηθεί σε κάποια από όλες αυτές τις ασχολίες και όχι στην ανάγνωση του πονήματος ‘‘ενάντια στην ανάγνωση’’ τότε η ευγενής τέχνη –ακόμα και της κακής– ανάγνωσης θα έχει γλυτώσει από τα βέλη ενός μεγάλου διανοητή. Το επόμενο απόσπασμα, ευτυχώς, είναι λίαν σύντομο και φωτίζει μια ευνόητη αλλά παραγνωρισμένη διαπίστωση:

Η αλήθεια είναι ότι όποιος ρίχνεται με τα μούτρα στο διάβασμα και διαβάζει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα αλλά περνά τον ενδιάμεσο χρόνο του χωρίς διόλου να στοχάζεται, χάνει με τον καιρό την ικανότητα να σκέφτεται μόνος του – όπως κάποιος που, κυκλοφορώντας μονίμως καβάλα στο άλογο, ξεχνά στο τέλος πώς να βαδίζει. Όταν διαβάζουμε αδιάκοπα, χωρίς κατόπιν να βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί, τα νοήματα δεν ριζώνουν μέσα μας και συνήθως πηγαίνουν χαμένα. Ό,τι ισχύει για τη σωματική τροφή, ισχύει εν γένει και για την πνευματική: δεν απορροφούμε παρά το ένα πεντηκοστό της τροφής που προσλαμβάνουμε.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *